11/03/2014
ΑΓΩΓΗ του ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΙΝΚΑ (ΓΟΚΕ), ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ), ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ, ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ (ΔΙ.ΚΑ.Π.), ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ, κατά του ΟΑΕΕ, ΕΟΠΥ, Γ.Ν.Α. Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ- ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ» Ν.Π.Δ.Δ., Γ.Ν.Α. Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ- ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ» Ν.Π.Δ.Δ., ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ Γ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ» Ν.Π.Δ.Δ., ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ Ο ΆΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ» Ν.Π.Δ.Δ., ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΖΑΚΥΝΘΟΥ «ΆΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ» Ν.Π.Δ.Δ., ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΖΑΚΥΝΘΟΥ «ΆΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ» Ν.Π.Δ.Δ..
ΛΗΨΗ
Κατεβαίνει η Αγωγή (επανακατατέθηκε)
http://www.inkakritis.gr/downloads/download.html?id=61
Η Αίτηση Ασφαλιστικών Μέτρων με τα ονόματα
http://www.inkakritis.gr/downloads/library/?page=1
ΠΗΓΗ
http://www.inkakritis.gr/downloads/library/61.html
ΙΝΚΑ συλλογική αγωγή κατά ΟΑΕΕ by ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ
ΑΓΩΓΗ ΙΝΚΑ ΚΑΤΑ ΟΑΕΕ (I. MYTAΛΟΥΛΗ)
ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΤΑ ΟΑΕΕ ΑΠΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ.
Ο ΟΑΕΕ ΚΑΙ ΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
EΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
(Εκούσια Δικαιοδοσία πινάκιο Ρ2 )
ΑΓΩΓΗ
(Συλλογική Αγωγή άρθρο 10 ν 2251/1994)
Του Δευτεροβαθμίου Καταναλωτικού Σωματείου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΙΝΚΑ (ΓΟΚΕ)», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Γ Σεπτεμβρίου 13 και εκπροσωπείται νόμιμα.
Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωση Καταναλωτών με την επωνυμία ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ) που εδρεύει στα Χάνια οδός Γιαννουδοβαρδή 19 Κίσαμος και εκπροσωπείται νόμιμα.
Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωση Καταναλωτών με την επωνυμία ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ που εδρεύει στο Αγρίνιο οδός Σ. Τσικνιά (Τσαλδάρη) 48 και εκπροσωπείται νόμιμα.
Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωση Καταναλωτών με την επωνυμία ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ (ΔΙ.ΚΑ.Π.) που εδρεύει στον Πειραιά οδός Γρ. Λαμπράκη 68 και εκπροσωπείται νόμιμα.
Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωση Καταναλωτών με την επωνυμία ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ που εδρεύει στον Πειραιά Γούναρη 4 – 6 185 31 και εκπροσωπείται νόμιμα.
ΚΑΤΑ
Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία ΟΑΕΕ (Οργανισμός Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών που εδρεύει στην Αθήνα οδός Ακαδημίας αριθμός 22 και εκπροσωπείται νόμιμα.
Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία Ε.Ο.Π.Υ.Υ (Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υγειονομικών Υπηρεσιών που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής Αθήνα Λεωφόρος Κηφισιάς αριθμός 39 και εκπροσωπείται νόμιμα.
Του Νομικού Προσώπου Δημόσιου Δικαίου με την επωνυμία «Γ.Ν.Α. Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ- ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ» Ν.Π.Δ.Δ. που εδρεύει στην Αθήνα οδός Υψηλάντου αριθμός 45-47 και εκπροσωπείται νόμιμα.
Του Νομικού Προσώπου Δημόσιου Δικαίου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ Γ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ» Ν.Π.Δ.Δ που εδρεύει στην Εξοχή Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα.
Του Νομικού Προσώπου Δημόσιου Δικαίου με την επωνυμία ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ Ο ΆΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ» Ν.Π.Δ.Δ που εδρεύει στις Μουρνιες Κυδωνιας Χανιων και εκπροσωπείται νόμιμα.
Του Νομικού Προσώπου Δημόσιου Δικαίου με την επωνυμία ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΖΑΚΥΝΘΟΥ «ΆΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ» Ν.Π.Δ.Δ που εδρεύει στο Γαιτανι Ζακύνθου και εκπροσωπείται νόμιμα.
Του Νομικού Προσώπου Δημόσιου Δικαίου με την επωνυμία ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ «ΆΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ » Ν.Π.Δ.Δ που εδρεύει στο Αργοστολι Κεφαλληνίας οδός Σουηδιας και Κεφαλληνίας και εκπροσωπείται νόμιμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΩΝ
ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ
Αποτελούμε άπαντες οι ενάγοντες, αναγνωρισμένες οργανώσεις καταναλωτών και εγγεγραμμένες στο Μητρώο Ενώσεων Καταναλωτών που τηρείται στην Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης (ήδη Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας) σύμφωνα με την Ζ1-349/3-3-2009 (ΦΕΚ 524/Β/23-3-2009) απόφαση του κου Υφυπουργού Ανάπτυξης.
1) Τυγχάνει η πρώτη από εμάς Δευτεροβάθμια Οργάνωση Καταναλωτών Πανελληνίας Εμβελείας εγγραφείσα το έτος 2009 στο Μητρώο Δευτεροβαθμίων Οργανώσεων Καταναλωτών με αριθμό 1. Δυνάμει της 2393/1995 αμετάκλητου απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αναγνωρίστηκε η πρώτη από εμάς ως σωματείο με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΓΟΚΕ)», το δε από 15/3/1995 καταστατικό μας αποτελούμενο από 30 άρθρα καταχωρήθηκε νόμιμα στο τηρούμενο από το πρωτοδικείο Αθηνών Βιβλίο Ομοσπονδιών με αύξοντα αριθμός 558. Με την 4952/07 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, (Εκουσίας δικαιοδοσίας), εγκρίθηκε η τροποποίηση του καταστατικού μας και η ιδιότητα μας ως δευτεροβάθμιας οργάνωσης καταναλωτών. Η πρώτη από εμάς έχει ως μέλη τις κάτωθι πρωτοβάθμιες οργανώσεις καταναλωτών εγγραφείσες το έτος 2009 επίσης στο Μητρώο Πρωτοβάθμιων Οργανώσεων Καταναλωτών τηρούμενο στο Υπουργείο Ανάπτυξης (προηγουμένως ήταν ήδη από το 2006 τουλάχιστον γραμμένες στα μητρώα των κατά τόπους νομαρχιών):
Ένωση Καταναλωτών Νομού Αιτωλοακαρνανίας
Ινστιτούτο Καταναλωτών Κρήτης (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ)
Σύλλογος για τα Δικαιώματα του Καταναλωτή και του Πολίτη (ΔΙ.ΚΑ.Π)
Ένωση Πολιτών Γενικός Οργανισμός Καταναλωτών Ελλάδας (ΕΥΡΩ-ΖΩΝΗ)
Ένωση Προστασίας Καταναλωτών Έβρου (E.Π.Κ.Ε)
Ένωση Καταναλωτών Καλλιθέας
Πανελλήνιος Σύνδεσμος Επιβατών Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών
Ινστιτούτο Καταναλωτών (ΙΝΚΑ) Στερεάς Ελλάδος
ΙΝΚΑ ΡΟΔΟΥ
ΙΝΚΑ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΝΚΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
Αυτών τα ταμειακά ενήμερα και ενεργά μέλη ξεπερνούν τα 500 σε αριθμό στο σύνολο.
Επίσης η δεύτερη από εμάς Πρωτοβάθμια Οργάνωση Καταναλωτών Πανελληνίας Εμβελείας η οποία τυγχάνει αναγνωρισμένη και εγγεγραμμένη στο Μητρώο Οργανώσεων Καταναλωτών με αριθμό 2 με 800 ενεργά και ταμειακά ενήμερα μέλη. Ιδρύθηκε με το από 20-10-1993 καταστατικό που αναγνωρίστηκε με την 5/13-1-1994 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανιών, καταχωρήθηκε στα βιβλία Σωματείων του Πρωτοδικείου Χανίων με αριθμό 5/1-3-1994 και εγγράφηκε αρχικά στα μητρώα Ενώσεων Καταναλωτών της Νομαρχίας Χανίων με αριθμό μητρώου 1/1996.
Εν συνεχεία η τρίτη από εμάς τυγχάνει Πρωτοβάθμια Οργάνωση Καταναλωτών Πανελληνίας Εμβελείας η οποία τυγχάνει αναγνωρισμένη και εγγεγραμμένη στο Μητρώο Οργανώσεων Καταναλωτών με αριθμό 13 με 520 ενεργά και ταμειακά ενήμερα μέλη. Ιδρύθηκε με το από 1-2-1996 καταστατικό που αναγνωρίστηκε με την 65/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, καταχωρήθηκε στα βιβλία Σωματείων του Πρωτοδικείου Αγρινίου με αριθμό 10/4-6-1997 και εγγράφηκε αρχικά στα μητρώα ενώσεων καταναλωτών της Νομαρχίας Αιτωλοακαρνανίας με αριθμό μητρώου 1/23-3-1998.
Εν συνεχεία η τέταρτη από εμάς τυγχάνει Πρωτοβάθμια Οργάνωση Καταναλωτών Πανελληνίας Εμβελείας η οποία τυγχάνει αναγνωρισμένη και εγγεγραμμένη στο Μητρώο Οργανώσεων Καταναλωτών με αριθμό 5, με 270 ενεργά και ταμειακά ενήμερα μέλη. Ιδρύθηκε με το καταστατικό που εγκρίθηκε με την 12/1994 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καταχωρήθηκε στα βιβλία Σωματείων του Πρωτοδικείου Πειραιά με αριθμό 3563/1994. Αναγνωρίστηκε ως Ένωση Καταναλωτών με την αριθμ. 1224/28.7.1995 πράξη του νομάρχη Πειραιά Χ. Φωτίου. Και έλαβε Α.Μ. 1/28.7.1995 της Νομαρχίας Πειραιά στο μητρώο Ενώσεων Καταναλωτών.
Τέλος η πέμπτη από εμάς τυγχάνει Πρωτοβάθμια Οργάνωση Καταναλωτών Πανελληνίας Εμβελείας η οποία τυγχάνει αναγνωρισμένη και εγγεγραμμένη στο Μητρώο Οργανώσεων Καταναλωτών με αριθμό 10, με 600 ενεργά και ταμειακά ενήμερα μέλη. Ιδρύθηκε με το καταστατικό που εγκρίθηκε με την 41/1996απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καταχωρήθηκε στα βιβλία Σωματείων του Πρωτοδικείου Πειραιά με αριθμό 2257/2-7-19961985. Αναγνωρίστηκε ως Ένωση Καταναλωτών με πράξη του νομάρχη Πειραιά και εγγράφηκε στο μητρώο Ένωσης Καταναλωτών της Νομαρχίας Πειραιά.
Συνεπώς άπαντες εμείς οι ενάγοντες έχουμε συσταθεί νόμιμα με τα καταστατικά μας τα οποία έχουν εγκριθεί από αποφάσεις Πολιτικών Δικαστηρίων και έχουν δημοσιευτεί στα Βιβλία του Πρωτοδικείου Αθηνών η πρώτη από εμάς, στα Βιβλία του Πρωτοδικείου Χανίων η δεύτερη από εμάς, στα βιβλία του Πρωτοδικείου Αγρινίου η τρίτη από εμάς και στα Βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιά η τέταρτη και πέμπτη από εμάς. Άπαντες έχουμε αναγνωριστεί ως οργανώσεις καταναλωτών εγγεγραμμένες στο Μητρώο Οργανώσεων Καταναλωτών του Υπουργείου Ανάπτυξης και στον Ειδικό Κατάλογο που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχουμε δε ως σκοπό από τα καταστατικά μας αλλά και τον νόμο μας 2251/1994 την προστασία των πάσης φύσεως συμφερόντων των όλων των καταναλωτών στην Ελλάδα και την δικαστική εκπροσώπηση αυτών ενώπιον των Δικαστηρίων, όλες δε αναγνωρισμένες και εγγεγραμμένες στο Μητρώο Οργανώσεων Καταναλωτών που τηρείται στο Υπουργείο Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ήδη από το έτος 2009 (νωρίτερα ήμασταν εγγεγραμμένοι στα κατά τόπους μητρώα Οργανώσεων Καταναλωτών των Νομαρχιών. Ειδικά δε η πρώτη από εμάς έχει ως επιπρόσθετο σκοπό την προστασία και άσκηση των δικαιωμάτων των καταναλωτών και των φυσικών προσώπων μελών όλων των πρωτοβάθμιων οργανώσεων καταναλωτών που είναι μέλη της αλλά τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των μελών της σε Πανελλαδικό Επίπεδο.
ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΙ
Το πρώτο εναγόμενο ΝΠΔΔ Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ) ιδρύθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2676/1999 «Οργανωτική και λειτουργική αναδιάρθρωση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ A’ 1). Προέκυψε από ενοποίηση του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων (ΤΑΕ), του Ταμείου Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος (ΤΕΒΕ) και του Ταμείου Συντάξεων Αυτοκινητιστών (ΤΣΑ). Ακολούθως, με τα άρθρα 7 και 8 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ Α’ 58), στον ΟΑΕΕ εντάχθηκαν επίσης το Ταμείο Ασφάλισης Ναυτικών Πρακτόρων και Υπαλλήλων (ΤΑΝΠΥ) και το Ταμείο Προνοίας Ξενοδόχων. Στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που ασκούν επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση των εντασσόμενων ταμείων. Σκοπός του ΟΑΕΕ είναι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 2676/1999, η ασφαλιστική κάλυψη των υπαγόμενων προσώπων σε περίπτωση γήρατος, αναπηρίας, θανάτου, ατυχήματος, ασθένειας και μητρότητας, καθώς και των μελών της οικογενείας τους σε περίπτωση ασθένειας ή θανάτου τους. Ο ΟΑΕΕ περιλάμβανε αρχικά κλάδο (κύριας) σύνταξης και κλάδο υγείας, στους οποίους προστέθηκε, με το άρθρο 12 του ν. 3655/2008, και κλάδος επικουρικής ασφάλισης
Ως προς τις παροχές σε είδος (υπηρεσίες υγείας), ο κλάδος υγείας του ΟΑΕΕ μεταφέρθηκε και εντάχθηκε στον δεύτερο εναγόμενο Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ), ο οποίος ιδρύθηκε με το άρθρο 17 του ν. 3918/2011 «Διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα υγείας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 31). Παράλληλα, με το άρθρο 19Α του ίδιου νόμου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 72 παρ. 5 του ν. 3984/2011 (ΦΕΚ Α’ 150), συστάθηκε στον ΟΑΕΕ «Λογαριασμός παροχών σε Χρήμα», ο οποίος χορηγεί στους ασφαλισμένους παροχές υγείας σε χρήμα. Ειδικότερα προβλέπεται ότι συστήνεται:
β. Στον ΟΑΕΕ, λογαριασμός με την ονομασία “Λογαριασμός Παροχών σε Χρήμα”, με πλήρη λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια. Σκοπός του λογαριασμού είναι η χορήγηση παροχών σε χρήμα στους ασφαλισμένους του Οργανισμού και στους εφεξής εισερχόμενους στην ασφάλιση αυτού. Η χορήγηση των παροχών σε χρήμα εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις του Κανονισμού Παροχών Υγείας του ΟΑΕΕ, ο οποίος παραμένει σε ισχύ ως προς τις παροχές αυτές και, μετά την ένταξη στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. του Κλάδου Υγείας του Οργανισμού ως προς τις παροχές σε είδος, και τροποποιείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. του ΟΑΕΕ, οι δε ασφαλισμένοι του Λογαριασμού εξυπηρετούνται από τις υγειονομικές επιτροπές του Ε.Ο.Π.Υ.Υ..
Πόροι του λογαριασμού είναι:
αα) Τα έσοδα του Κλάδου Υγείας ΟΑΕΕ, από εισφορές, ήτοι: ααα) ποσοστό 0,50% επί του ποσού της 4ης ασφαλιστικής κατηγορίας επί παλαιών ασφαλισμένων (μέχρι 31.12.1992), βββ) ποσοστό 0,50% επί της ασφαλιστικής κατηγορίας στην οποία κατατάσσονται οι ασφαλισμένοι μετά την 1.1.1993, γγγ) ποσοστό 0,40% από τα έσοδα που προέρχονται από τη συμμετοχή του Κράτους στην ασφάλιση των ασφαλισμένων μετά την 1.1.1993 και,
ββ) Έσοδα από επιχορηγήσεις, προσόδους περιουσίας, αποδόσεις, καθώς και κάθε άλλο έσοδο που προκύπτει από τη δραστηριότητα του λογαριασμού ή προβλέπεται υπέρ αυτού από τις επί μέρους διατάξεις.
Εξ αρχής δεν έχει υπάρξει πρόβλεψη στον Νόμο αυτό, αναλογικότητας προς το εισοδηματικό επίπεδο, των εισφορών, με ανώτατο όριο, μέσου όρου έστω τελευταίας 2ετίας βάσει Φορολογικών Δηλώσεων, ούτε ελεύθερη επιλογή ασφαλιστικής κλάσης, ούτε μέριμνα μη υποχρέωσης εισφορών σε έκτακτες καταστάσεις, πολέμου, φυσικών η οικονομικών καταστροφών υπέρτερες της βούλησης του υποχρεωτικά ασφαλισμένου κ.α. που του στερούν το εισόδημα.
Ενώ προβλέπεται επίσης ότι,
Τα της λογιστικής οργάνωσης, διαχείρισης, κατάρτισης ισοζυγίων, προϋπολογισμών, ισολογισμών, απολογισμών, διενέργειας προμηθειών και επενδύσεων του Λογαριασμού, διέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τους επί μέρους φορείς.”
Τα εναγόμενα λοιπόν ΝΠΔΔ τυγχάνουν ασφαλιστικοί οργανισμοί οι οποίοι παρέχουν και υπηρεσίες ασφάλισης υγείας, σε 775.708 ασφαλισμένους ελευθέρους επαγγελματίες και καταναλωτές, οι οποίοι καταβάλουν ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες επιμερίζονται στον συνταξιοδοτικό κλάδο και στον κλάδο υγείας, ήτοι τον κλάδο ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Το πρώτο παρέχει υπηρεσίες υγείας δια αποτίμησης σε χρήμα δια του «Λογαριασμός Παροχών σε Χρήμα» που είναι οι κάτωθι:
• Επίδομα Τοκετού
Το ποσό του επιδόματος ανέρχεται σε 800,00 €. Σε περίπτωση διδύμων το ποσό αυξάνεται κατά 50% και τριδύμων κατά 100%.
Σε περίπτωση καισαρικής τομής ή φυσιολογικού τοκετού με επιπλοκές που η νοσηλεία σε Κρατικά Νοσοκομεία ή Ιδιωτικά Θεραπευτήρια παρατείνεται πέραν των (4) ημερών, ο Οργανισμός καταβάλλει εκτός από το βοήθημα τοκετού και το ισχύον κλειστό νοσήλιο Κρατικών νοσοκομείων ή Ιδιωτικών κλινικών αντίστοιχα για τις επιπλέον ημέρες.
• Εργατικό Ατύχημα
Σε περίπτωση ατυχήματος το οποίο οφείλεται σε βίαιο συμβάν, που επήλθε μετά την εγγραφή του ασφαλισμένου στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ κατά την άσκηση του επαγγέλματος του εξ’ αφορμής αυτού, ο Οργανισμός χορηγεί επίδομα ανεξάρτητα εάν η επιχείρηση του ασφαλισμένου εξακολουθεί να λειτουργεί.
Για τη θεμελίωση του δικαιώματος επιδόματος εργατικού ατυχήματος, θα πρέπει το ατύχημα ν’ αναγγελθεί στην αρμόδια υπηρεσία του Ο.Α.Ε.Ε. μέσα σ’ ένα (1) μήνα από την ημέρα που έλαβε χώρα.
Για τη λήψη του επιδόματος η διάρκεια της ανικανότητας πρέπει να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες σύμφωνα με απόφαση της οικείας Υγειονομικής Επιτροπής.
Το ποσόν του μηνιαίου επιδόματος ανέρχεται στο τριπλάσιο της μηνιαίας εισφοράς του Κλάδου ή των Κλάδων στους οποίους είναι ασφαλισμένος αυτός που υπέστη το ατύχημα κατά την ημέρα του ατυχήματος.
Η αναγγελία του ατυχήματος γίνεται γραπτά και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία του ασφαλισμένου το ασκούμενο επάγγελμα καθώς και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε τούτο. Το επίδομα εργατικού ατυχήματος καταβάλλεται για όσο χρόνο ο παθών κρίνεται ανίκανος από την υγειονομική επιτροπή να ασκήσει το επάγγελμα & μέχρι (4) τέσσερις μήνες κατ’ ανώτατο όριο.
Το δεύτερο εναγόμενο ΝΠΔΔ παρέχει υπηρεσίες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε όλους τους ασφαλισμένους στα ΝΠΔΔ ασφαλιστικά Ταμεία της χωράς, συμπεριλαμβανόμενων των ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο, όπως, νοσηλεία σε νοσοκομεία, υπηρεσίες διενέργειας ιατρικών εξετάσεων, κάλυψη του κόστους αγοράς φάρμακων.
Ειδικά στον Ενιαίο Κανονισμό Παροχών Υγείας του ΕΟΠΥΥ, όπως ισχύει (Κ.Υ.Α. ΕΜΠ 5/2012, ΦΕΚ Β’ 3054) στο άρθρο 3 προβλέπεται ότι στον ΕΟΠΥΥ υπάγονται και οι ασφαλισμένοι στον Κλάδο Υγείας του ΟΑΕΕ, που είναι σήμερα 775.708 και είναι οι κάτωθι κατηγορίες ελεύθερων επαγγελματιών ηλικίας άνω των 18 ετών αδιακρίτως φύλου και υπηκοότητας, που ασκούν τη δραστηριότητά τους, στην Ελλάδα (Α):
1) Οι επαγγελματίες και βιοτέχνες που διατηρούν επαγγελματική και βιοτεχνική στέγη. Ως στέγη νοείται και η οικία ή οποιοδήποτε μέρος όπου ασκείται επάγγελμα ή βιοτεχνία.
2) Τα ασκούντα εμπορία πρόσωπα τα οποία υπάγονται σε Εμπορικό ή Βιομηχανικό, Επαγγελματικό ή Βιοτεχνικό Επιμελητήριο.
3) Οι Χρηματιστές, Μεσίτες, Πιστοποιημένοι Διαπραγματευτές Αξιών (πρώην Αντικρυστές) και Συνδεδεμένοι Αντιπρόσωποι του Χ.Α.Α., επιχειρηματίες κινηματογράφου και εκτελωνιστές.
4) Οι επιχειρηματίες ιδιωτικών κλινικών και θεραπευτηρίων που δεν έχουν την ιδιότητα του γιατρού.
5) Οι ξενοδόχοι των οποίων η επιχειρηματική δραστηριότητα άρχισε μετά την 1/3/1999.
6) Όλοι οι ασφαλισμένοι του Ταμείου Πρόνοιας Ξενοδόχων, που μεταφέρθηκαν και ασφαλίστηκαν στον ΟΑΕΕ από 1/8/08 (άρθρο 8 Ν. 3655/08).
7) Οι κατέχοντες άδεια εκπαιδευτή οδηγών αυτοκινήτου, εφόσον διατηρούν σχολή οδηγών αυτοκινήτου ή ΚΕΘΕΥΟ ή συμμετέχουν σε εταιρία με αυτό το αντικείμενο.
8) Οι ιδιοκτήτες αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης ή οι χρήστες και εκμεταλλευτές αυτών.
9) Οι ιδιοκτήτες ή χρήστες και εκμεταλλευτές Τουριστικών λεωφορείων δημόσιας χρήσης, εφόσον κατέχουν άδεια Τουριστικής Επιχείρησης Οδικών Μεταφορών (Τ.Ε.Ο.Μ).
10) Το τακτικό προσωπικό του καταργηθέντος Τ.Σ.Α., με συνταξιοδοτικό καθεστώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.317/1976 όπως ισχύει.
11) Οι κυβερνήτες επαγγελματικών πλοίων αναψυχής (ιστιοφόρων ή μηχανοκίνητων) σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 16 του Ν. 3232/2004, όπως ισχύει και οι εκμεταλλευτές πλοίων αναψυχής.
12) Τα μέλη ή μέτοχοι Οργανισμών, Κοινοπραξιών ή κάθε μορφής Εταιριών, πλην των Ανωνύμων, των οποίων ο σκοπός συνιστά δραστηριότητα, για την οποία τα ασκούντα αυτήν πρόσωπα υπάγονται στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε.
13) Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου των Α.Ε. με αντικείμενο επιχειρήσεως επαγγελματική ή βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα εφόσον αυτά είναι μέτοχοι κατά ποσοστό 3% τουλάχιστον.
14) Οι μέτοχοι των Α.Ε. των οποίων ο σκοπός είναι η μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων επί κομίστρω με αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης, εφόσον είναι κάτοχοι ονομαστικών μετοχών που αντιπροσωπεύουν ποσοστό επί αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης μεγαλύτερο του 10%. Επίσης, στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ υπάγονται όσοι κατέχουν ποσοστό μικρότερο ή ίσο του 10%, δεν οδηγούν αυτοπρόσωπα το συνιδιόκτητο αυτοκίνητο της ίδιας ΑΕ και δεν έχουν ασφάλιση από άλλη εργασία ή απασχόληση. (παρ. 5 άρθρο 51 Ν. 3996/11)
15) Τα πρόσωπα που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.3846/10 όπως ισχύουν κάθε φορά.
16) Οι ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων του Ν. 2160/93 άρθρ.2 παρ. 1 και 2 και του ΠΔ 33/79, όπως ισχύουν και γενικά όλων των κυρίων και μη κυρίων καταλυμάτων, με το ειδικό σήμα λειτουργίας του ΕΟΤ με δυναμικότητα έως πέντε (5) δωμάτια σε όλη την επικράτεια, εφόσον ο μέσος όρος του εισοδήματός τους από την επαγγελματική δραστηριότητα για τα τρία πρώτα έτη από τη δημοσίευση του νόμου υπερβαίνει το 400πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως ίσχυε στις 31/12/11 (ήτοι 33,57€). (παρ. 2β άρθρο 32 Ν. 4075/12).
17) Οι ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων (ατομική επιχείρηση) δυναμικότητας από έξι (6) μέχρι και δέκα (10) δωματίων ασφαλίζονται υποχρεωτικά στον Ο.Α.Ε.Ε. σε όλη την επικράτεια, στην 1η ασφαλιστική κατηγορία με έκπτωση ποσοστού τριάντα τοις εκατό (30%) στο ποσό αυτής.
18) Οι ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων (ατομική επιχείρηση) δυναμικότητας έντεκα (11) δωματίων και άνω και με έδρα σε περιοχές της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 3846/10 (προαιρετικές περιοχές – περιοχές κάτω των 2000 κατοίκων ή 1000 κατοίκων στους 6 νομούς: Αττικής, Θεσσαλονίκης, Αχαΐας, Βοιωτίας, Κορινθίας και Ευβοίας ή 3100 κατοίκων σε νησιά εφόσον κατοικούν μόνιμα σε αυτά) ασφαλίζονται υποχρεωτικά στον Ο.Α.Ε.Ε., στην 1η ασφαλιστική κατηγορία με έκπτωση ποσοστού τριάντα τοις εκατό (30%) στο ποσό αυτής. Στην περίπτωση αυτή ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν στην δεύτερη και τρίτη παράγραφο της περίπτωσης 17).
19) Οι ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων (ατομική επιχείρηση) δυναμικότητας έντεκα (11) δωματίων και άνω με έδρα υποχρεωτικές περιοχές.
20) Ο ένας εκ των εταίρων ομορρύθμων (Ο.Ε.) ή ετερορρύθμων (Ε.Ε.) εταιρειών, κατ’ επιλογή τους, που έχουν στην ιδιοκτησία τους ή εκμεταλλεύονται τουριστικά καταλύματα δυναμικότητας έξι (6) έως και δέκα (10) δωματίων σε όλη την επικράτεια.
21) Οι εταίροι ομορρύθμων (Ο.Ε.) ή ετερορρύθμων (Ε.Ε.) εταιρειών που έχουν στην ιδιοκτησία τους ή εκμεταλλεύονται τουριστικά καταλύματα δυναμικότητας έντεκα (11) δωματίων και άνω με έδρα υποχρεωτικές περιοχές.
22) Τα μέλη των Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ), καθώς και τα μέλη του Δ.Σ. των Ανωνύμων Εταιρειών (ΑΕ) οι οποίοι είναι μέτοχοι κατά ποσοστό 3% τουλάχιστον, που έχουν στην ιδιοκτησία τους ή εκμεταλλεύονται τουριστικά καταλύματα ανεξαρτήτως αριθμού δωματίων σε όλη την επικράτεια.
23) Οι διαχειριστές Ιδιωτικών Κεφαλαιουχικών Εταιρειών (Ι.Κ.Ε.) που ορίστηκαν με το καταστατικό ή με απόφαση των εταίρων. (παρ. 9 άρθρο 116 Ν. 4072/12)
24) Ο μονοπρόσωπος εταίρος Μονοπρόσωπης Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας (Ι.Κ.Ε.). (παρ. 9 άρθρο 116 Ν. 4072/12).
Ασφαλιστικές υπηρεσίες όμως απολαμβάνουν σύμφωνα με το άρθρο 4 της ΚΥΑ ΕΜΠ 5/2012, και οι κάτωθι έμμεσα ασφαλισμένοι βάσει των εισφορών που καταβάλουν και για αυτούς οι άμεσα ασφαλισμένοι:
(Β). τα μέλη οικογενείας όλων των ανωτέρω ασφαλισμένων προσώπων.
Ως μέλη οικογένειας θεωρούνται:
α. ο/η σύζυγος, εφόσον δεν ασφαλίζεται από δικό του δικαίωμα σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό.
β. Τα άγαμα τέκνα (νόμιμα ή τέκνα που έχουν νομιμοποιηθεί, αναγνωρισθεί ή υιοθετηθεί, ή οι προγονοί), τα φυσικά τέκνα ασφαλισμένης ή συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος, τα ανάδοχα τέκνα, των οποίων την επιμέλεια κατέχει με δικαστική πράξη ο ανάδοχος ασφαλισμένος, μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους και εάν μεν είναι άνεργα μέχρι τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, ή εάν είναι προπτυχιακοί, εάν δε συνεχίζουν τις σπουδές τους για
2 έτη μετά τη λήξη των σπουδών τους, εφόσον είναι άνεργα, όχι όμως πέρα από τη συμπλήρωση του 26ου έτους της ηλικίας τους.
γ. Τα τέκνα άμεσα ασφαλισμένων τα οποία έχουν αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω διατηρούν το δικαίωμα για λήψη παροχών ως μέλη οικογένειας, έστω και αν εργάζονται ή απασχολούνται ακόμη με σκοπό βιοποριστική εργασία ή την εργασιοθεραπεία ή απασχολησιοθεραπεία. Η κατά τα ανωτέρω ανικανότητα κρίνεται από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές.
δ. Οι φυσικοί ή θετοί γονείς, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 48 παρ. 10 του Ν. 3996/2011 (Α΄,170).
ε. Οι ορφανοί πατρός και μητρός εγγονοί και αδελφοί, καθώς και οι ορφανοί μόνο από πατέρα ή μητέρα αδελφοί ή εγγονοί, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 48 παρ. 10 του Ν. 3996/2011.
στ. Τα αδέλφια άμεσα ασφαλισμένων, τα οποία έχουν αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, ύστερα από γνωμάτευση υγειονομικής επιτροπής, εφόσον δεν έχουν ίδιο δικαίωμα περίθαλψης σε άλλον ασφαλιστικό φορέα.
ζ. Οι άγαμες θυγατέρες και αδελφές των άμεσα ασφαλισμένων υπαλλήλων ΝΠΔΔ και οι οποίες είναι άνω των σαράντα (40) ετών, που κατείχαν βιβλιάριο περίθαλψης από το Δημόσιο μέχρι την 13−3−2004, όταν εφαρμόσθηκε η υπ’ αριθμ. 2/190/0094/28−1−2004 κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομίας και Οικονομικών, διατηρούν το δικαίωμα υγειονομικής περίθαλψης, εφόσον δεν έχουν ίδιο δικαίωμα υγειονομικής περίθαλψης από άλλο ασφαλιστικό οργανισμό.
η. Ο/η ανασφάλιστος/η διαζευγμένος/η σύζυγος μπορεί να διατηρήσει το ασφαλιστικό δικαίωμα παροχών ασθένειας σε είδος που είχε κατά το χρόνο λύσης του γάμου στο δημόσιο ή στον ασφαλιστικό φορέα όπου ήταν ασφαλισμένος για παροχές ασθένειας ο άλλος σύζυγος,
Στο άρθρο 1 της ΚΥΑ ΕΜΠ 5/2012, προβλέπεται ποιες υπηρεσίες και παροχές υγείας παρέχει το δεύτερο εναγόμενο προς τους ασφαλισμένους του πρώτου εναγομένου :
Ως παροχές υγείας νοούνται:
Παροχές Υγείας σε Είδος:
1. πρόληψη και προαγωγή της υγείας
2. πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας − ιατρική περίθαλψη –διαγνωστικές ιατρικές πράξεις.
3. παρακλινικές εξετάσεις.
4. φυσικοθεραπεία – εργοθεραπεία – λογοθεραπεία − ψυχοθεραπεία.
5. φαρμακευτική περίθαλψη.
6. οδοντιατρική – στοματολογική περίθαλψη.
7. ειδική αγωγή.
8. λοιπή περίθαλψη.
9. νοσοκομειακή περίθαλψη.
10. χρήση αποκλειστικής νοσοκόμας.
11. δαπάνες μετακίνησης ασθενών.
12. μαιευτική περίθαλψη – επίδομα τοκετού.
13. νοσηλεία στο εξωτερικό.
14. αποκατάσταση της υγείας.
15. παροχή θεραπευτικών μέσων και προθέσεων – πρόσθετη περίθαλψη.
16. επιδόματα λουτροθεραπείας, αεροθεραπείας και αντιτίμου τροφής.
Ειδικότερα στο άρθρο 2 της παραπάνω ΚΥΑ ορίζεται πως:
Ως “περίθαλψη” νοούνται όλες οι υπηρεσίες και πράξεις, που πραγματοποιούν επαγγελματίες υγείας ή οργανισμοί φροντίδας υγείας και οι οποίες σκοπό έχουν την πρόληψη, τη διάγνωση, τη θεραπεία της νόσου και την αποκατάσταση της υγείας.
Ως «Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας» (Π.Φ.Υ.) νοούνται όλες οι υπηρεσίες και πράξεις, οι οποίες διενεργούνται με σκοπό την πρόληψη και αποκατάσταση των βλαβών υγείας:
• Στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, στα όλο ήμερα ιατρεία και τα διαγνωστικά εργαστήρια αυτών.
• Στις υπηρεσίες του ΕΚΑΒ.
• Στα Κέντρα Υγείας και Περιφερειακά Ιατρεία.
• Στα Αγροτικά Ιατρεία.
• Στα Πολυιατρεία και Ιατρεία του ΕΟΠΥΥ.
• Στα Κέντρα Αποθεραπείας – Αποκατάστασης Ημερήσιας Νοσηλείας.
• Στις Ιδιωτικές Κλινικές που λειτουργούν εξωτερικά ιατρεία και διαπιστευμένα Διαγνωστικά Εργαστήρια.
• Στους Ιδιωτικούς Φορείς, όπως περιγράφονται στο άρθρο 28 του Ν. 3846/2010 (Α΄, 66).
• Στις Μονάδες Ψυχικής Υγείας.
• Στις Μονάδες Χρόνιας Αιμοκάθαρσης.
• Στις Κινητές Μονάδες Πρωτοβάθμιας Υγείας του άρθρου 14 του Ν. 2071/1992 (Α΄, 123).
• Στους Σταθμούς Προστασίας Μάνας, Παιδιού & Εφήβου, όπου διαθέτει ο Οργανισμός.
• Στα Εργαστήρια Φυσικοθεραπείας του Οργανισμού, στα Ιδιωτικά Εργαστήρια Φυσικοθεραπείας και στους κατ’ οίκον φυσικοθεραπευτές.
Ως «Δευτεροβάθμια Φροντίδα Υγείας» (Δ.Φ.Υ.) νοούνται όλες οι παρεχόμενες υπηρεσίες και πράξεις, που διενεργούνται εντός των τμημάτων των Νοσοκομείων, στις συμβεβλημένες ιδιωτικές κλινικές, στις μονάδες ψυχικής υγείας, στα κέντρα αποθεραπείας − αποκατάστασης κλειστής νοσηλείας και στα θεραπευτήρια χρονίων παθήσεων συμπεριλαμβανομένων και αυτών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια ημερήσιας νοσηλείας.
Ως «πάροχοι υπηρεσιών υγείας», νοούνται τα φυσικά πρόσωπα (γιατροί, οδοντίατροι, φαρμακοποιοί, φυσικοθεραπευτές και άλλοι επαγγελματίες υγείας) ή τα νομικά πρόσωπα (νοσοκομεία, ιδιωτικές κλινικές, θεραπευτήρια χρονίων παθήσεων, ιδιωτικά διαγνωστικά εργαστήρια, κέντρα αποθεραπείας και αποκατάστασης, ιατρικές εταιρείες, πολυιατρεία, πολυοδοντιατρεία και τμήματα εξωτερικών ιατρείων νοσοκομείων και ιδιωτικών κλινικών), καθώς οι Μ.Χ.Α.−Μ.Τ.Ν. και τα ιδιωτικά εργαστήρια φυσικής ιατρικής και αποκατάστασης τα οποία παρέχουν νόμιμα υπηρεσίες φροντίδας υγείας.
Ως «ειδική αγωγή», νοούνται οι ειδικές θεραπείες για παιδιά ασφαλισμένων σε ειδικά εκπαιδευτήρια, ιδρύματα περίθαλψης, κέντρα αποθεραπείας και αποκατάστασης, εργαστήρια φυσικοθεραπείας.
Στο δε άρθρο 4 της παραπάνω ΚΥΑ προβλέπονται οι προϋποθέσεις τρόπος παροχής των υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο στους ασφαλισμένους του πρώτου εναγόμενου:
Η ασφαλιστική ικανότητα και η απόκτηση δικαιώματος, στις παροχές υγειονομικής περίθαλψης αποδεικνύεται με βιβλιάριο υγείας, που εκδίδεται μετά από αίτηση του ασφαλισμένου στον ασφαλιστικό του φορέα. Η ασφαλιστική ικανότητα για παροχή περίθαλψης και χορήγηση βιβλιαρίου υγείας αποκτάται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στους επί μέρους κανονισμούς των Κλάδων Υγείας των ΦΚΑ, καθώς και του ΟΠΑΔ, που εντάσσονται στο ΕΟΠΠΥ, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3918/2011, που ισχύουν μέχρι την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού.
Στο δε άρθρο 5της παραπάνω ΚΥΑ ΕΜΠ 5/2012, προβλέπονται ότι οι πόροι του δεύτερου εναγομένου και αντίτιμο για τις υπηρεσίες που προσφέρει αυτό είναι οι εισφορές του κλάδου υγείας που καταβάλλουν στο πρώτο εναγόμενο οι ασφαλισμένοι του:
Οι πόροι του ΕΟΠΥΥ προέρχονται από: τις προβλεπόμενες εισφορές ασφαλισμένου – εργοδότη – συνταξιούχων ασφαλιστικού φορέα
Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 3918/2011, οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται για παροχές ασθένειας των εντασσόμενων στον ΕΟΠΥΥ κλάδων υγείας εξακολουθούν να εισπράττονται από τους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία περί είσπραξης εισφορών. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του Κανονισμού του Κλάδου Υγείας του ΟΑΕΕ (Υ.Α. 35/1385/1999, ΦΕΚ Β’ 1814), οι εισφορές του κλάδου υγείας συνεισπράττονται με τις εισφορές του κλάδου σύνταξης.
Το ύψος των μηνιαίων εισφορών που βαρύνουν τους ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ υπολογίζεται ως ποσοστό επί του ποσού της ασφαλιστικής κατηγορίας στην οποία υπάγονται. Ειδικότερα, οι ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ βαρύνονται με:
1) Εισφορές του κλάδου κύριας ασφάλισης σε ποσοστό 20%.
2) Εισφορές του κλάδου επικουρικής ασφάλισης σε ποσοστό 6% (άρθρο 15 του ν. 3655/2008).
3) ΟΙ Εισφορές του κλάδου υγείας ανέρχονται σε ποσοστό 7,65%, (άρθρα 22 παρ. 3 και 35 παρ. 1 του ν. 2084/1992, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του Κανονισμού του Κλάδου Υγείας του ΟΑΕΕ). Εξ αυτών, ποσοστό 7,15% κατανέμεται για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,50% για παροχές σε χρήμα (δεύτερο εδάφιο του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 3918/2011, όπως προστέθηκε με το άρθρο 72 παρ. 4 του ν. 3984/2011).
Τέλος και σύμφωνα με το ν 4238/2014 και στο άρθρο 8 αυτό προβλέπεται ότι το Δεύτερο εναγόμενο έχει τους κάτωθι νέους σκοπούς βάσει των οποίων παρέχει τις προαναφερθείσες υγειονομικές υπηρεσίες παρέχει στους ασφαλισμένους του πρώτου εναγόμενου :
1. Σκοπός του Εθνικού Οργανισμού Παροχών Υπηρεσιών Υγείας είναι:α) Η αγορά υπηρεσιών υγείας για τους ασφαλισμένους, τους συνταξιούχους, καθώς και για τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών τους, των μεταφερθέντων φορέων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Ενιαίο Κανονισμό Παροχών Υγείας του Οργανισμού, ο οποίος έχει εγκριθεί με την υπ’ αριθμ. Φ. 90380/25916/3294 (Β’ 2456), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει κάθε φορά. β) Η θέσπιση κανόνων σχεδιασμού, ποιότητας, ανάπτυξης, αξιολόγησης, ασφάλειας και αποτελεσματικότητας της αγοράς υπηρεσιών υγείας, η διαχείριση και ο έλεγχος της χρηματοδότησης, καθώς και η ορθολογική αξιοποίηση των διατιθέμενων πόρων. γ) Ο καθορισμός των κριτηρίων και των όρων σύναψης συμβάσεων για αγορά υπηρεσιών υγείας με φορείς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και με συμβαλλόμενους ιατρούς, καθώς και η αναθεώρηση και η τροποποίηση των όρων αυτών, όπου και όποτε αυτό απαιτείται. δ) Η διαπραγμάτευση με όλους τους συμβαλλόμενους παρόχους των αμοιβών τους, των όρων των συμβάσεων του Οργανισμού, των τιμών των ιατροτεχνολογικών υλικών και φαρμάκων. 2. Με αποφάσεις του Υπουργού Υγείας κατόπιν εισηγήσεως του Δ.Σ. του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. καθορίζονται ειδικότερα τα ζητήματα που περιγράφονται στα εδάφια β’ και γ’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια 3. Πόροι του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. είναι εκτός των οριζομένων στην παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 3918/2011 (Α’ 31) και τα ποσά των διατάξεων του άρθρου 100 του ν. 4172/ 2013 (Α’ 167), όπως αυτές ισχύουν, τα προβλεπόμενα στα υπό στοιχείο 7, της υποπαραγράφου ΙΒ2, της παρ. ΙΒ, του άρθρου πρώτου, του ν. 4093/2012 (Α’ 222), καθώς και τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του ν. 4052/2012 (Α’ 41).
Επισημαίνεται δε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 ν 4238/2014 : οργανικές μονάδες τους.
3. Oι Μονάδες παροχής υπηρεσιών Π.Φ.Υ. του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) μεταφέρονται και εντάσσονται στην οργανωτική δομή των Δ.Υ.Πε. ως αποκεντρωμένες μονάδες τους, εξαιρουμένων των Φαρμακείων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., τα οποία παραμένουν και λειτουργούν στον Οργανισμό
Από τα παραπάνω λοιπόν καθίσταται σαφές ότι το δεύτερο εναγόμενο παρέχει υγειονομικές υπηρεσίες τόσο πρωτοβάθμιας υγείας όσο και δευτεροβάθμιας ακόμα και εάν αυτές με εξαίρεση την παροχή φάρμακων από τα φαρμακεία δίνονται με τον δεύτερο εναγόμενο ασφαλιστικό οργανισμό ως αγοραστή υπηρεσιών υγείας από ΝΠΔΔ νοσοκομεία και ιδιώτες
Τέλος οι υπόλοιποι εναγόμενοι (3ος έως 7ος) τυγχάνουν νοσοκομειακά ιδρύματα με την μορφή ΝΠΔΔ με σκοπό την παροχή υπηρεσιών υγείας και περίθαλψης στους ασφαλισμένους του πρώτου και δεύτερου των εναγομένων που αφορούν κυρίως την δευτεροβάθμια φροντίδα όπως αυτή ορίστηκε παραπάνω. Παρέχουν δε τις υπηρεσίες του με τον ίδιο τρόπο και προϋποθέσεις που τις παρέχουν οι δυο πρώτοι εναγόμενοι, και μάλιστα οι δυο πρώτοι εναγόμενοι χρησιμοποιούν τους υπόλοιπους εναγόμενους (3ος έως 7ος) για την παροχή των υγειονομικών υπηρεσιών.
Έτσι λοιπόν έχουμε, μια σχέση των ασφαλισμένων και των δυο πρώτων εναγομένων , η οποία παρά τον αναγκαστικό της χαρακτήρα (υποχρεωτικότητα της ασφάλισης) και την νομική μορφή των εναγομένων ως ΝΠΔΔ, έχει τα χαρακτηριστικά σχέσης καταναλωτή – προμηθευτή υπηρεσιών υγείας, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις ιδιωτικού δικαίου ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες παρέχουν τις ίδιες ακριβώς υπηρεσίες με τα εναγόμενα, έναντι αντίτιμου, το οποίο και εδώ ονομάζεται ασφάλιστρο. Η δε παραπάνω σχέση προμηθευτή και καταναλωτή υπάρχει και μεταξύ των υπόλοιπων εναγομένων (3ος έως 7ος) και των ασφαλισμένων καταναλωτών και αυτοτελώς αλλά και σε σχέση με τους δυο πρώτους εναγόμενους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους διαμέσου των υπολοίπων εναγομένων (3ος έως 7ος)
Και φυσικά δεν έχει καμία σημασία, η μορφή του νομικού προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ή καταναλωτικά αγαθά και ούτε ο τρόπος που τις παρέχει, ήτοι εάν είναι στα πλαίσια της δημόσιας εξουσίας ή όχι. Και αυτό διότι, όπως με την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 1 παράγραφος 3 ν 2251/1994 με τον Ν 3587/2007, ο νόμος 2251/1994 εφαρμόζεται σε φυσικά και νομικά πρόσωπα όχι μόνο του Ιδιωτικού αλλά και του Δημόσιου Τομέα.:
3. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται σε κάθε προμηθευτή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οποιασδήποτε μορφής, του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.»
Και σε αντίθεση με την προϊσχύουσα ρύθμιση του Ν 2251/1994 που το απέκλειε ρητώς, με την καινούργια ρύθμιση στο πεδίο εφαρμογής του Ν 2251/1994 περιλαμβάνονται και τα ΝΠΔΔ, ασφαλιστικά ταμεία ήτοι δημόσια όργανα που παρέχουν υπηρεσίες με την άσκηση δημόσιας εξουσίας και με βάση την αρχή της κοινωνικής αλληλέγγυης.
Αρκεί λοιπόν, η συμπεριφορά αυτή να είναι συμπεριφορά προμηθευτή, άσχετα εάν αυτή συναρτάται και με ζητήματα δημόσιου δικαίου. Και αυτό είναι εύλογο τόσο από τον ορισμό του προμηθευτή που έχει το άρθρο 1 Ν 2251/1994 παράγραφος 4 :
β) Προμηθευτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή. Προμηθευτής νοείται και ο διαφημιζόμενος.
Συνεπώς καλύπτει και τα Δημόσια όργανα στο βαθμό που παρέχουν καταναλωτικά αγαθά.
Μάλιστα το παραπάνω επιβεβαιώνεται με την ΚΥΑ Ζ1-891/13-8-2013 κκ Υπουργών Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας -Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπου στους ορισμούς του προμηθευτή περιλαμβάνονται:
2) “προμηθευτής”: κάθε φυσικό πρόσωπο ή κάθε νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το εάν διέπεται από το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο, το οποίο ενεργεί, ακόμη και μέσω κάθε άλλου προσώπου ενεργούντος εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με τις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές δραστηριότητές του σε σχέση με συμβάσεις καλυπτόμενες από τα άρθρα 3 έως 4η
Και, συνεπώς αφού, οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες και τα ιδιωτικά νοσοκομεία είναι και ορίζονται προμηθευτές, το ίδιο ισχύει και με τα εναγόμενα που κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα , άσχετα εάν υπάγονται στο δημόσιο δίκαιο αφού ο ορισμός του προμηθευτή είναι ενιαίος.
Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 16 του άρθρου 10 Ν 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν 3587/2007, έχουμε δικαίωμα να ασκήσουμε συλλογική αγωγή σε βάρος προμηθευτή, όχι μόνο για ήδη εκδηλωμένη παράνομη συμπεριφορά κατά των καταναλωτών, βλαπτική των οικονομικών και ηθικών συμφερόντων τους, αλλά και για μέλλουσα να εκδηλωθεί. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή, έχουμε δικαίωμα να ασκήσουμε και ασφαλιστικά μέτρα κατά του προμηθευτή, με αίτημα να παραλείψει την εις το μέλλον παράνομη και βλαπτική συμπεριφορά σε βάρος των καταναλωτών:
«16. Ένωση καταναλωτών που έχει τουλάχιστον πεντακόσια (500) ενεργά μέλη και έχει εγγραφεί στο μητρώο ενώσεων καταναλωτών πριν από ένα τουλάχιστον έτος, μπορεί να ασκεί, κάθε είδους αγωγή για την προστασία των γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού (συλλογική αγωγή). Η αγωγή του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να ασκηθεί και όταν η παράνομη συμπεριφορά προσβάλλει τα συμφέροντα τριάντα (30), τουλάχιστον, καταναλωτών.
Ιδίως μπορεί να ζητήσει:
α) Την παράλειψη παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή, ακόμη και πριν αυτή εκδηλωθεί, ιδίως όταν συνίσταται σε παράβαση των διατάξεων:
………………………………………………………………….
γ) Τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων εξασφάλισης των απαιτήσεων του καταναλωτικού κοινού, για την παράλειψη της παράνομης συμπεριφοράς ή την χρηματική ικανοποίηση μέχρι την έκδοση εκτελεστής απόφασης. Σε περίπτωση ελαττωματικών προϊόντων που είναι επικίνδυνα για την ασφάλεια ή την υγεία του καταναλωτικού κοινού, μπορεί να διαταχθεί, ως ασφαλιστικό μέτρο, η δέσμευση αυτών.
δ) Την αναγνώριση του δικαιώματος αποκατάστασης της ζημίας που υφίστανται οι καταναλωτές από την παράνομη συμπεριφορά.
17.Συλλογική αγωγή κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου μπορούν να ασκήσουν, από κοινού, περισσότερες της μιας ενώσεις καταναλωτών πρώτου βαθμού, ακόμη και αν κάθε μία από αυτές έχει αριθμό ενεργών μελών μικρότερο από το προβλεπόμενο κατώτατο όριο, εφόσον το σύνολο των ενεργών μελών όλων των ενώσεων υπερβαίνει το όριο αυτό. Συλλογική αγωγή μπορούν να ασκήσουν, από κοινού, και περισσότερες της μιας ενώσεις καταναλωτών πρώτου και δεύτερου βαθμού, ακόμη και αν η ένωση πρώτου βαθμού έχει αριθμό ενεργών μελών μικρότερο από το προβλεπόμενο κατώτατο όριο. Η συλλογική αγωγή ασκείται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ένωσης καταναλωτών. Ενεργά μέλη των ενώσεων λογίζονται όσα έχουν εκπληρώσει τις ταμειακές τους υποχρεώσεις. Ο αριθμός των μελών αυτών αποδεικνύεται με κοινή υπεύθυνη δήλωση των μελών του διοικητικού συμβουλίου της οικείας ένωσης καταναλωτών.
Το δε Δικαστήριο σας είναι αρμόδιο διττώς:
1) Από την στιγμή που ο νομοθέτης με την τροποποίηση του νόμου 2251/1994 με τον 3587/2007 ενέταξε, στη έννοια του προμηθευτή και τα νομικά πρόσωπα του Δημόσιου, που ενεργούν με τις διοικητικές πράξεις και ασκούν δημόσια εξουσία εκ της φύσεως τους, ακόμα και εάν παρέχουν υπηρεσίες σε καταναλωτές, πρόδηλα θέλησε να επεκτείνει την δικαστική προστασία των καταναλωτών δια της Συλλογικής Αγωγής και σε αυτές τις περιπτώσεις. Άλλωστε είναι σαφής η αναφορά στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 Ν 2251/1994 ότι:
3. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται σε κάθε προμηθευτή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οποιασδήποτε μορφής, του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.»
Συνεπάγονται, και την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου και για την Συλλογική αγωγή ήτοι του άρθρου 16.
Επίσης και με δεδομένο ότι η συλλογική αγωγή, δικάζεται με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο σας έχει δικαιοδοσία εκ του ιδίου του Συντάγματος, ήτοι του άρθρου 94 παράγραφος 2 του Συντάγματος:
Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διάφορες, καθώς και υποθέσει εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει.
Και εδώ ο Ν 2251/1994, σαφώς αναθέτει σε Εσάς την εκδίκαση της Συλλογικής αγωγής ως υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Συνεπώς σύμφωνα με το άρθρο 1 ΚπολΔ τα Πολιτικά Δικαστήρια Δικάζουν τριών ειδών διάφορες: α) τις ιδιωτικές, β) τις υποθέσεις δημόσιου δικαίου που τους επιτρέπονται με νόμο και που υπό άλλες συνθήκες θα δίκαζαν τα διοικητικά δικαστήρια και γ) τις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι τελευταίες δεν ανήκουν ούτε στις διοικητικές διάφορες, ούτε στις ιδιωτικές διάφορες, όποτε σε αυτές δεν υπάρχει ο περιορισμός του άρθρου 2 ΚΠολΔ. Οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας είναι μια τρίτη κατηγορία όπου δικαιοδοσία έχουν τα Πολιτικά δικαστήρια και μόνο.
Αντικείμενο της συλλογικής αγωγής, είναι, η βεβαίωση της αντικαταναλωτικής συμπεριφοράς και η απαγόρευση της, ή η ρύθμιση της κατάστασης, έτσι ώστε να μην προσβάλλεται το συμφέρον των καταναλωτών. Συνεπώς με αυτά, η συλλογική αγωγή είναι ένα ένδικο βοήθημα της εκούσιας δικαιοδοσίας, ρυθμιστικό της έννομης τάξης, και όχι αμιγώς πολιτικό, ήτοι μια κοινή αγωγή αλλά υπό το όνομα «Αγωγή» και όπως θα διαπιστώσετε ακόμα και η επιδικαζόμενη ηθική βλάβη, μόνο στο όνομα ταιριάζει με την κοινή ηθική βλάβη. Η ηθική βλάβη στην Συλλογική αγωγή, έχει κυρωτικό χαρακτήρα. Και για τον λόγο αυτό, στο άρθρο 10 Ν 2251/2007 όπως τροποποιήθηκε με τον Ν 3587/2007, υπάρχει καταμερισμός στην επιδικασθείσα αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Το 35% αποδίδεται στην ενάγουσα οργάνωση καταναλωτών, το άλλο 35% στις δευτεροβάθμιες οργανώσεις καταναλωτών και το υπόλοιπο 30% στην Γενική Γραμματεία Καταναλωτή.
Ακριβώς επειδή σκοπός της συλλογικής αγωγής, δεν είναι η παροχή έννομης προστασίας, αναφορικά με αναγνωριζόμενο από την έννομη τάξη δικαίωμα συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, αλλά η προστασία του συμφέροντος (πρβλ. Σ 20 § 1) του συνολικού (και ανώνυμου) καταναλωτικού κοινού, ο εναγόμενος προμηθευτής καταδικάζεται να καταβάλει την οριζόμενη με την απόφαση χρηματική ικανοποίηση των καταναλωτών, στην ένωσή τους, όμως με τον ουσιώδη περιορισμό ότι, το σχετικό ποσό – διατίθεται για κοινωφελείς σκοπούς, σχετικούς με την προστασία του καταναλωτή-.
Και στην ουσία η Συλλογική αγωγή αφορά, αξίωση δημόσιου δικαίου προς προστασία των καταναλωτών. Μόνο που, αντί να την ασκήσει το ίδιο το Ελληνικό Κράτος δια των διοικητικών του οργάνων, (που πολλές φορές δόλια και υπό τις εντολές της πολιτικής εξουσίας και σήμερα υπό της λεγομένης τρόικας, αμελούν να το πράξουν), την ασκούν οι οργανώσεις καταναλωτών δια των Δικαστηρίων στην διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας όπου κατά μια άποψη ενεργούν τα δικαστήρια ως διοικητικά όργανα.
Τέλος, η παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων που θα εκτεθεί στο επόμενο κεφαλαίο της παρούσας, επηρεάζει και βλάπτει τα οικονομικά και όχι μόνο, συμφέροντα, τουλάχιστον 400.000 καταναλωτών άμεσα ασφαλισμένων στους δυο πρώτους εναγόμενος που δεν καταβάλουν ασφαλιστικές εισφορές υγείας που τους χρεώνονται και άλλων 800.000 έμμεσα ασφαλισμένων (μέλη οικογένειας, τέκνων και συζύγων). Αυτοί οι καταναλωτές, είναι φυσικά πρόσωπα που εμποδίζονται να κάνουν κάθε μέρα χρήση των υπηρεσιών των εναγομένων πανελλαδικά.
Μάλιστα η παραπάνω συμπεριφορά σίγουρα βλάπτει τα συμφέροντα υγείας που αναφέρονται ενδεικτικά και όχι περιοριστικά των κάτωθι ασφαλισμένων των δυο πρώτων εναγομένων που χρεωστούν τις εισφορές κλάδου υγείας τις οποίες θέλουν να ρυθμίσουν και καταβάλουν ξεχωριστά από εκείνες του κλάδου ασφάλισης-σύνταξης:
ΜΑΡΚΑΤΟΥ ΕΛΠΙΔΑ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΓΙΩΡΓΟΥ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
ΜΠΟΥΓΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
ΜΗΛΑ ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
ΛΥΓΓΟΥΡΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
ΧΑΡΑΜΑΝΤΑΣ ΣΑΒΒΑΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
ΣΙΜΑΤΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΑΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΑΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
ΤΟΤΟΛΟΣ ΆΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
ΣΑΡΑΚΙΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
ΠΑΥΛΑΤΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
ΒΑΛΕΝΤΗ ΜΕΛΣΕΒΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
ΤΑΡΑΖΗΣ ΠΑΝΑΓΗΣ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
ΑΜΠΑΤΙΕΛΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
ΜΑΡΑΓΑΡΙΤΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΚΙΣΑΜΟΣ ΧΑΝΙΑ
ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑΣ
ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ
ΜΟΥΡΤΖΑΚΗ ΆΝΝΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Ν. ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ
ΚΟΥΛΙΕΡΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΑΘΗΝΑ ΑΛΩΠΗΣ 19.
ΚΑΡΑΤΑΣΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΤΟΥ ΜΟΣΧΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑΣ
ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ ΜΑΡΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΑΘΗΝΑ
ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΚΛΗ ΠΕΙΡΑΙΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΚΛΗ ΠΕΙΡΑΙΑΣ
ΚΑΤΣΙΚΑΝΔΑΡΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΙΣΑΜΟΣ ΧΑΝΙΑ
ΚΑΡΑΦΥΛΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΟΥ ΚΙΣΑΜΟΣ ΧΑΝΙΑ
ΛΑΓΟΥΔΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΙΣΑΜΟΣ ΧΑΝΙΑ
ΛΑΤΤΑΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΑΛΥΚΩΝ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΜΠΕΤΙΝΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
ΝΙΚΟΛΑΙΔΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΜΠΟΧΑΛΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ ΑΜΚΑ
ΖΟΥΓΡΑ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΚΑΛΛΙΠΑΔΟ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
ΠΛΕΣΣΑ ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ ΟΔΟΣ Ν.ΚΟΛΥΒΑ138
ΜΠΟΝΙΚΟΥ ΜΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ ΟΔΟΣ Ν.ΚΟΛΥΒΑ 25
ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΛΑΜΠΡΟΥ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
ΜΙΧΑΗΛ ΤΖΑΝΑΚΑΚΗΣ ΤΟΥ ΚΩΝ/ΝΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
Και λέμε ενδεικτικά αφού βάσει των εξώδικων που έχουν αποσταλεί κατά χρόνο στο ΟΑΕΕ αυτοί ανέρχονται σε 400.000 καταναλωτές ασφαλισμένους στο πρώτο εναγόμενο.
Η παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων που θα εκτεθεί στο επόμενο κεφαλαίο της παρούσας, επηρεάζει και βλάπτει τα οικονομικά και όχι μόνο, συμφέροντα, τουλάχιστον 800.000 καταναλωτών άμεσα ασφαλισμένων στους δυο πρώτους εναγόμενος που δεν καταβάλουν ασφαλιστικές εισφορές υγείας που τους χρεώνονται και άλλων 1.500.000 έμμεσα ασφαλισμένων (μέλη οικογένειας, τέκνων και συζύγων) που καταβάλλουν προς το παρόν τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας αλλά κινδυνεύουν λόγω της οικονομικής κρίσης να μην μπορέσουν να το πράξουν στο μέλλον.
Συνεπώς νομιμοποιούμαστε να ασκήσουμε την παρούσα συλλογική αγωγή και να ζητήσουμε την Δικαστική Προστασία των Καταναλωτών σε παράνομες πράξεις των εναγομένων, και να ζητήσουμε παράλειψη τέλεσης αυτών στο μέλλον με την επιβολή χρηματικής ποινής σε βάρος των εναγόμενων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β. ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
Από την διατύπωση της παραγράφου 15 του άρθρου 10 ν 2251/1994 και τον ενδεικτικό καθορισμό περιπτώσεων προστασίας των καταναλωτών προκύπτει σαφώς ότι η Συλλογική Αγωγή δεν ασκείται μόνο για την αναγνώριση καταχρηστικών ΓΟΣ, αλλά και για την προστασία του καταναλωτή από κάθε είδους παράνομη συμπεριφορά του προμηθευτή,
Εν προκειμένω η παράνομη συμπεριφορά του προμηθευτή μπορεί να στηρίζεται, όχι μόνο σε παράνομο Γενικό Όρο Συναλλαγής αλλά και σε παράβαση διάταξης νόμου. Παράνομη όμως είναι και η συμπεριφορά του εναγομένου προμηθευτή και όταν αυτή προέρχεται από την συμμόρφωσή του σε αντισυνταγματικό νόμο, Διεθνή Σύμβαση, Πρωτογενές και Παράγωγο Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο. Και αυτό διότι, ο αντισυνταγματικός νόμος ως ιεραρχικά υποκείμενος του Συντάγματος και του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, είναι ανίσχυρος, και συνεπώς η συμπεριφορά του προμηθευτή με το να συμμορφωθεί σε νόμο που αντίκειται, σε αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεων νόμων, καθίστα αυτήν αντικειμενικά παράνομη.
Το αυτό ισχύει, και όταν παραβιάζεται κανόνας δικαίου του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου (πρωτόγεννους και παράγωγου), ήτοι κανόνας δικαίου ο οποίος σύμφωνα με το Σύνταγμα και την ιδρυτική συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει υπερνομοθετική ισχύ.
Άλλωστε σύμφωνα με το άρθρο 2 ΚΠολΔ, τα Δικαστήρια μπορούν να εξετάσουν παρεμπίπτοντος την νομιμότητα διοικητικών πράξεων (ατομικών και κανονιστικών) από την έννοια παράβασης νόμου, στα οποία περιλαμβάνεται και αντίθεση στο Σύνταγμα το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες.
Έτερο βέβαια και άσχετο είναι, το ζήτημα της υπαιτιότητας των εναγομένων. Το ζήτημα της ύπαρξης υπαιτιότητας στο πρόσωπο των εναγομένων, επηρεάζει μόνο την αξίωση καταβολής ηθικής βλάβης, την επιδίκαση όμως της οποίας δεν ζητούμε με την παρούσα. Και αυτό διότι με την παρούσα ζητούμε από τους εναγόμενους να παύσουν για το μέλλον την βλαπτική της συμπεριφορά, ήτοι να τους απαγορευτεί να εφαρμόζουν αντισυνταγματικό νόμο, ο οποίος είναι παράνομος, ως αντικειμένος στο Ελληνικό Σύνταγμα αλλά και στην Κοινοτική Νομοθεσία και στις Διεθνείς Συνθήκες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ. Η ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ
Η παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων συνίσταται, στο ότι αρνούνται διαρκώς και σίγουρα από την 1/11/2013 να παρέχουν τις υγειονομικές υπηρεσίες τους, το δε πρώτο εναγόμενο τις παροχές σε χρήμα, το δε δεύτερο εναγόμενο τις υγειονομικές υπηρεσίες που προβλέπονται στο άρθρο 1 της ΚΥΑ ΕΜΠ 5/2012 και οι υπόλοιποι εναγόμενοι (3ος έως 7ος) τις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας φροντίδας που υποχρεούνται εκ του νόμου να παρέχουν στους 400.000 ασφαλισμένους του πρώτου εναγομένου ΟΑΕΕ, οι οποίοι, έως τότε δεν έχουν καταβάλλει έγκαιρα τις ασφαλιστικές τους εισφορές στον πρώτο εναγόμενο.
Το τελευταίο όμως τις χρεώνει στους εγγεγραμμένους του και τις καταχωρεί ως απαιτήσεις εναντίον τους, ωσάν να παρέχονταν μετά από θεώρηση εν ισχύ των βιβλιαρίων τους ασθενείας, οι υπηρεσίες υγείας στους εγγεγραμμένους αυτούς ως ασφαλισμένους.
Επιπλέον, το πρώτο εναγόμενο, αρνείται επιπρόσθετα, να εισπράττει μόνο τις ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου Υγείας, αλλά απαιτεί την καταβολή αυτών, αναγκαστικά, μαζί και με εκείνες του κλάδου Συνταξιοδότησης.
Ειδικότερα, το πρώτο εναγόμενο, αρνείται, την θεώρηση εν ισχύ των βιβλιάριων ασθενείας των παραπάνω ασφαλισμένων, που οφείλουν ασφαλιστικές εισφορές, τις οποίες όμως τις χρεώνει και τις διατηρεί ως απαιτήσεις εναντίον τους, με αποτέλεσμα το δεύτερο εναγόμενο κατά εφαρμογή του άρθρου 4 της ΚΥΑ ΕΜΠ 5/2012, να αρνείται να τις παράσχει και να δίνει την εντολή στους υπόλοιπους των εναγομένων (3ος έως 7ος) να την παράσχουν χωρίς χρέωση (και όταν την παρέχουν απαιτούν την ίδια χρέωση που απαιτούν για τους ανασφαλίστους για αυτές τις υπηρεσίες). Και αυτό διότι σύμφωνα με το άρθρο 4 της παραπάνω ΚΥΑ ΕΜΠ 5/2012 προβλέπεται ότι :
΄΄Η ασφαλιστική ικανότητα και η απόκτηση δικαιώματος στις παροχές υγειονομικής περίθαλψης αποδεικνύεται με βιβλιάριο υγείας, που εκδίδεται μετά από αίτηση του ασφαλισμένου στον ασφαλιστικό του φορέα. Η ασφαλιστική ικανότητα για παροχή περίθαλψης και χορήγηση βιβλιαρίου υγείας αποκτάται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στους επί μέρους κανονισμούς των Κλάδων Υγείας των ΦΚΑ, καθώς και του ΟΠΑΔ, που εντάσσονται στο ΕΟΠΠΥ, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3918/2011, που ισχύουν μέχρι την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού΄΄.
Ειδικότερα δυνάμει της υπ’ αριθμ. 41/1.11.2013 εγκύκλιος του ΟΑΕΕ, με θέμα «Θεώρηση – έκδοση βιβλιαρίων ασθενείας» (για το έτος 2014), προβλέπονται τα εξής:
«1. Για τη θεώρηση του βιβλιαρίου ασθενείας των υποχρεωτικά ασφαλισμένων, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εξόφληση των πάσης φύσεως απαιτητών μηνιαίων εισφορών της τελευταίας εν ασφαλίσει τριετίας μέχρι και τον Αύγουστο του 2013. 2. Για την έκδοση των βιβλιαρίων ασθενείας, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η καταβολή όλων των απαιτητών υποχρεώσεων της τελευταίας εν ασφαλίσει τριετίας, προ της υποβολής της αίτησης για χορήγηση βιβλιαρίου ασθενείας. (…) 4. Για τους ασφαλισμένους που έχουν υπαχθεί σε ρυθμίσεις των οφειλομένων εισφορών, θεωρείται το βιβλιάριο για το προβλεπόμενο διάστημα από τη ρύθμιση, με την απαραίτητη προϋπόθεση να τηρούνται οι όροι αυτής».
Η παραπάνω εγκύκλιος διαταγή, η οποία εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2013 (1-1-2013) και εφαρμόζεται έκτοτε απλώς επικυρωνει την κατάσχεση που ισχύει όλα αυτά τα χρόνια και ήδη από την 31/12/1994.
Στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 6 (Ασφαλιστική ικανότητα) του Κανονισμού, ορίζεται:
«1. Η ασφαλιστική ικανότητα για παροχή περίθαλψης και χορήγηση βιβλιαρίου ασθενείας αποκτάται μετά παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από της εγγραφής του ασφαλισμένου στα Μητρώα του ΟΑΕΕ και εφόσον έχουν καταβληθεί προς τον ΟΑΕΕ οι απαιτούμενες ασφαλιστικές εισφορές πάσης φύσεως (εγγραφής, σύνταξης, υγείας) της τελευταίας τριετίας πριν από την υποβολή αίτησης για χορήγηση του βιβλιαρίου ασθενείας. … 2. Η ασφαλιστική ικανότητα και η απόκτηση δικαιώματος στις παροχές ασθενείας αποδεικνύεται με το βιβλιάριο ασθενείας που εκδίδεται με αίτηση του ασφαλισμένου». Σημειωτέον, εξάλλου, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του ίδιου Κανονισμού, οι εισφορές του κλάδου υγείας συνεισπράττονται με τις εισφορές του κλάδου σύνταξης».
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, αναστέλλεται η χορήγηση παροχών ασθένειας και μητρότητας και γενικότερα κάθε είδους παροχών υγείας, σε ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ, εφόσον αυτοί οφείλουν ασφαλιστικές εισφορές και δεν έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση των οφειλών.
Δεδομένου μάλιστα ότι η χορήγηση των παροχών υγείας εξαρτάται από την εξόφληση των «πάσης φύσεως» εισφορών προς τον ΟΑΕΕ, η αναστολή αυτή επέρχεται όταν οφείλονται όχι μόνον οι εισφορές του κλάδου υγείας, αλλά και εισφορές του κλάδου σύνταξης, ή τυχόν άλλες, άσχετες με την παροχή υγείας.
Και αυτό όμως χωρίς ωστόσο να διακόπτεται καθαυτή η ασφαλιστική σχέση.
Αυτό σημαίνει ότι, ο ασφαλισμένος, εξακολουθεί να βαρύνεται με τις εισφορές που αναλογούν στο διάστημα αυτό, ωστόσο δεν δικαιούται παροχές σε περίπτωση που επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος (ασθένεια, μητρότητα κλπ.).
Προκειμένου να επανακτήσει ασφαλιστική κάλυψη υγείας, ο ασφαλισμένος υποχρεούται να εξοφλήσει, το σύνολο των οφειλών του προς τον ΟΑΕΕ, περιλαμβανόμενων και των οφειλών του για το διάστημα κατά το οποίο, ο κλάδος υγείας του ΟΑΕΕ (δηλαδή ο ΕΟΠΥΥ), δεν του παρείχε ασφαλιστική κάλυψη αλλά και δεν έκαμε καμία χρήση ούτε έλαβε καμία παροχή υγείας με οποιονδήποτε τρόπο.
Ακόμη όμως και μετά την ανάκτηση της ασφαλιστικής του κάλυψης, ο ασφαλισμένος, σε κάθε περίπτωση, έχει απολέσει οριστικά, το δικαίωμα λήψης παροχών για ασφαλιστικούς κινδύνους που επήλθαν κατά το διάστημα που δεν διέθετε ασφαλιστική κάλυψη υγείας.
Η διευθέτηση αυτή, συνιστά μια ιδιότυπη μερική και μονομερή αναστολή της ασφαλιστικής σχέσης στην ασφάλιση του κλάδου υγείας.
Συγκεκριμένα, ο μεν ασφαλισμένος που οφείλει εισφορές εξακολουθεί να βαρύνεται με το σύνολο των υποχρεώσεών του από την ασφαλιστική σχέση, χωρίς ωστόσο να αντλεί οποιοδήποτε δικαίωμα από τις οικονομικές επιβαρύνσεις του από την σχέση αυτή. Αντιθέτως προς αυτό, ο κλάδος υγείας του ΟΑΕΕ απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφαλιστική σχέση, είτε κύριες χορήγηση δηλαδή παροχών από τον ΕΟΠΥΥ, διατηρεί όμως όλα τα δικαιώματά του οικονομικών απαιτήσεων του, από αυτή, ιδίως βεβαίως το δικαίωμα να αναζητήσει και να εισπράξει αναγκαστικά τις οφειλόμενες εισφορές. Και μάλιστα κατά εφαρμογή του άρθρου 101 Ν 4172/2013 το πρώτο εναγόμενο αποστέλλει τις όφειλες άνω των 5.000 € στον Κ.Ε.Α.Ο. Το παραπάνω άρθρο προβλέπει:
1. Στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ ιδρύεται Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (Κ.Ε.Α.Ο.) με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια.
2. Το Κ.Ε.Α.Ο. έχει ως σκοπό: α) την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, β) τη δημιουργία ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων των οφειλετών των Ασφαλιστικών Οργανισμών (μητρώο οφειλετών), τον προσδιορισμό του ύψους των οφειλόμενων ποσών την αιτία και τη χρονική περίοδο που ανάγονται, την τήρηση στατιστικών στοιχείων και αναλύσεων, γ) τη μελέτη, επεξεργασία και υποβολή προτάσεων για νομοθετικές ρυθμίσεις στο αρμόδιο καθ’ ύλην Υπουργείο, δ) το σχεδιασμό και την εκτέλεση δράσεων για την επίτευξη του σκοπού του Κ.Ε.Α.Ο..
3. Για τις ανάγκες του παρόντος νοούνται:
Τρέχουσες ασφαλιστικές εισφορές, οι καταβλητέες εισφορές έως την καταληκτική ημερομηνία εμπροθέσμου καταβολής τους.
Καθυστερούμενες, οι ασφαλιστικές εισφορές από την επόμενη ημέρα λήξης της εμπροθέσμου καταβολής τους. Ληξιπρόθεσμες, οι καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές από τη σύνταξη της πράξης βεβαίωσης της οφειλής. Βεβαίωση οφειλής, η ειδική διοικητική πράξη καταγραφής οφειλών. Η πράξη βεβαίωσης οφειλής συντάσσεται τον επόμενο μήνα λήξης της εμπροθέσμου καταβολής των ασφαλιστικών οφειλών και σε κάθε περίπτωση μέχρι έξι (6) μήνες από την ημέρα που οι ασφαλιστικές οφειλές κατέστησαν καθυστερούμενες.
Τίτλο εκτελεστό αναγκαστικής είσπραξης οφειλών σύμφωνα με το ν.δ.356/1974 Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), ως ισχύει, αποτελεί η πράξη βεβαίωσης οφειλής μετά την απόδοση μοναδικού αριθμού και την ταυτόχρονη ηλεκτρονική εγγραφή της στο ειδικό ηλεκτρονικό μητρώο εσόδων του Κ.Ε.Α.Ο..
4. Στη βάση δεδομένων του Κ.Ε.Α.Ο. διαβιβάζεται αυτοματοποιημένα η πράξη βεβαίωσης οφειλής εντός μηνός από τη σύνταξή της και της αποδίδεται μοναδικός αριθμός. Μετά το διαχωρισμό των οφειλών σε άμεσα εισπράξιμες και επισφαλείς: α) ενημερώνεται ο οφειλέτης με κάθε πρόσφορο μέσο για την οφειλή του και την έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης, β) εντός μηνός από την έκδοση του εκτελεστού τίτλου αποστέλλεται ατομική ειδοποίηση και τάσσεται προθεσμία είκοσι (20) ημερών εντός της οποίας καλείται ο οφειλέτης να εξοφλήσει, γ) μετά την εκπνοή της ως άνω προθεσμίας ο εκτελεστός τίτλος διαβιβάζεται στα κατά τόπο αρμόδια όργανα για εκτέλεση σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ, ως ισχύει, δ) μετά τη διαβίβαση στο Κ.Ε.Α.Ο. των ληξιπροθέσμων οφειλών κάθε είδους διοικητική ή δικαστική αμφισβήτηση που ασκείται ενώπιον των οικείων Ασφαλιστικών Οργανισμών ή Δικαστηρίων δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, ε) σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είσπραξης των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών, ο οφειλέτης μπορεί με αίτησή του να υπαχθεί στις διατάξεις της υποπαραγράφου ΙΑ.1 ή της υποπαραγράφου ΙΑ.2 της παραγράφου ΙΑ, του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α΄ 107), στ) τα έσοδα αποδίδονται άμεσα στους οικείους Οργανισμούς μέσω της εταιρείας Διατραπεζικά Συστήματα Α.Ε. (ΔΙΑΣ Α.Ε.).
5. Το Κ.Ε.Α.Ο. εποπτεύεται από τον Διοικητή του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ ή από Υποδιοικητή του Ιδρύματος μετά από εκχώρηση της αρμοδιότητας αυτής.
9. α) Στο Κ.Ε.Α.Ο. διαβιβάζονται από 1.7.2013 οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και του ΟΑΕΕ και από 1.1.2014 του ΟΓΑ και του ΕΤΑΑ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, μετά από γνώμη των οικείων οργανισμών εντάσσονται σταδιακά και λοιποί οργανισμοί, στους οποίους, μετά την ένταξη, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος.
β) Στο Κ.Ε.Α.Ο. διαβιβάζονται: i) οι ληξιπρόθεσμες οφειλές άνω των πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ συνολικής οφειλής, ii) οι οφειλές που κατέστησαν απαιτητές λόγω μη τήρησης των προηγούμενων ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής.
11. α) Η άσκηση διοικητικών προσφυγών ή ενδίκων βοηθημάτων κατά την ισχύουσα διαδικασία στους οικεί ους ασφαλιστικούς οργανισμούς για την αμφισβήτηση των καθυστερούμενων ασφαλιστικών οφειλών δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.
β) Σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είσπραξης των καθυστερούμενων ασφαλιστικών οφειλών από τους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς ο οφειλέτης με αίτησή του μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις της υποπαραγράφου ΙΑ.1 ή της υποπαραγράφου ΙΑ.2, της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α΄ 107), όπως ισχύει.
γ) Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές που διαβιβάζονται στο Κ.Ε.Α.Ο. εξακολουθούν να επιβαρύνονται με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, πρόσθετα τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις που προβλέπονται από το άρθρο 27 παρ. 1 του α.ν. 1846/1951, όπως ισχύει, για τις καθυστερούμενες οφειλές μέχρι 31.12.2012, και με την επιβάρυνση που προβλέπεται από το άρθρο πρώτο, παράγραφος ΙΑ, υποπαράγραφοι ΙΑ.1 και ΙΑ.2, περίπτωση 11 του ν. 4152/2013, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ.
4 του άρθρου δεύτερου του ν. 4158/2013, για τις καθυστερούμενες οφειλές από 1.1.2013.
δ) Η διοικητική εκτέλεση που ήδη έχει αρχίσει στα οικεία ταμεία πριν την έναρξη λειτουργίας του Κ.Ε.Α.Ο. συνεχίζεται από το Κ.Ε.Α.Ο.. 12. Κάθε διάταξη αντίθετη με τις διατάξεις του παρό ντος καταργείται από της ένταξης κάθε οργανισμού στη
διαδικασία είσπραξης μέσω του Κ.Ε.Α.Ο.. Οι διατάξεις των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών διατηρούνται για οφειλές κάτω των 5.000 ευρώ συνολικής οφειλής.
Επισημαίνεται ότι η ασφαλιστική σχέση, που εκ του νόμου ιδρύεται μεταξύ ορισμένου προσώπου καταναλωτή και του δημόσιου φορέα ασφάλισης (ταμείου) με την υπαγωγή του προσώπου στην ασφάλιση του φορέα και τη κτήση της ιδιότητας του ασφαλισμένου, λειτουργεί υποχρεωτικά καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που ασκείται ασφαλιστέα δραστηριότητα (δηλαδή άσκηση επαγγέλματος ή παροχή εργασίας), οπότε και διατηρείται υποχρεωτικά η ιδιότητα του ασφαλισμένου. Λόγω της εκ του νόμου υποχρεωτικότητας της ασφαλιστικής σχέσης, ούτε η υπαγωγή στην ασφάλιση ούτε η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή εξαρτώνται από την ιδιωτική βούληση. Πρόσωπο που ασκεί ασφαλιστέα δραστηριότητα δεν επιτρέπεται να εξαιρεθεί από την υπαγωγή του στην ασφάλιση του οικείου φορέα, ούτε ασφαλισμένος επιτρέπεται να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του, που απορρέουν από την ασφαλιστική σχέση.
Το ζητούμενο να κριθεί είναι αν, το, δεν μπορεί να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του – που θα εισπραχθούν αναγκαστικά, είναι η όχι ισότιμο με το, δεν μπορεί να αποχωριστεί από την ασφαλιστική παροχή, δεν μπορεί δηλαδή να του στερηθεί η ασφαλιστική παροχή.
Στην ασφαλιστική σχέση, κύρια υποχρέωση του ασφαλισμένου είναι η καταβολή εισφορών. Λόγω του υποχρεωτικού και εκ του νόμου χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης, ο ασφαλισμένος με βάση τα ανωτέρω, ουδέποτε μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωσή του αυτή. Σε περίπτωση που δεν καταβάλει τις οφειλόμενες εισφορές, ο ασφαλιστικός φορέας ορίζεται ότι δικαιούται να προβεί σε αναγκαστική είσπραξη των εισφορών, διαθέτοντας προς τούτο τα προνόμια του Δημοσίου και κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Για τον ΟΑΕΕ, ρυθμίσεις για την αναγκαστική είσπραξη εισφορών προβλέπονται στο άρθρο 16 του Καταστατικού του και το άρθρο 12 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Λειτουργίας. Από την ασφαλιστική σχέση απορρέουν, εξάλλου, διάφορες παρεπόμενες υποχρεώσεις του ασφαλισμένου, όπως η υποχρέωση αναγγελίας κάθε μεταβολής της ασφαλιστικής του κατάστασης.
Όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση η άποψη καταναλωτικού δικαίου αλλά και δικαίου ισορροπίας παροχής αντιπαροχής, όπως αυτό καθορίζεται από το Πρωτογενές και δευτερογενές κοινοτικό δίκαιο, έχουμε μια κατάσταση στην σύμβαση αυτή, όπου, το ένα μέρος, ο καταναλωτής, ενώ χρεώνεται τελικά για υπηρεσίες που θα υποχρεωθεί να πληρώσει, ενώ δεν του παρέχονται εξ αιτίας οφειλών του που θα υποχρεωθεί όμως να πληρώσει, το άλλο μέρος, οι εναγόμενοι καθίστανται κατά εννοιολογική και οικονομική σειρά «με ιδιάζονται τρόπο» αδικαιολογήτως πλουτήσαντες, σε βάρος της περιούσιας του ασφαλισμένου και καταναλωτή, χωρίς να υποστούν καμία απώλεια από την θεσμική μη παροχή των υπηρεσιών τους, διά της αιτίασης της μη καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών. Διαταράσσεται με αυτό τον τρόπο η βασική αρχή του Δίκαιου που απαιτεί να υπάρχει η αντιστοιχία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής.
Ειδικότερα και με βεβαιότητα, μια τέτοια ρύθμιση εάν εισάγονταν στο ιδιωτικό τομέα σαν Γ.Ο.Σ. θα ήταν άκυρος ως καταχρηστικός και η εν γένει συμπεριφορά του ασφαλιστικού ταμείου ως καταχρηστική.
Κατόπιν των παραπάνω, η συμπεριφορά των εναγομένων είναι παράνομη αφού, καθορίζουν την συμπεριφορά τους, άνισα σύμφωνα με τα οριζόμενα τόσο στον Κανονισμό του Κλάδου Υγείας του ΟΑΕΕ (Υ.Α. 35/1385/1999, ΦΕΚ Β’ 1814) όσο και στην 41/1.11.2013 εγκύκλιο του ΟΑΕΕ.
Η αντίθεση των παραπάνω, τόσο σε διατάξεις του Συντάγματος όσο και του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δίκαιου, αλλά και σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος κατά άρθρο 28 του Συντάγματος, τα καθιστά ανεφάρμοστα και την κατ επέκτασιν αυτών συμπεριφορά των εναγομένων παράνομη, αφού αυτοί συμμορφώνονται στα παράνομα αυτά. Το παράνομο της συμπεριφοράς αναλύεται ως κάτωθι:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ. ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΜΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΒΑΛΟΥΝ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΧΡΕΩΣΗ ΑΥΤΩΝ ΓΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΑΡΑΣΧΕΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
1) Η άρνηση του πρώτου των εναγομένων να θεωρεί τα βιβλιάρια υγείας των εμμέσως και αμέσως ασφαλισμένων (που δεν έχουν καταβάλει οικιοθελώς τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και σύνταξης), ενώ κάνει χρέωση εισφορών υγείας, και η άρνηση του να παρέχει παροχές υγείας σε χρήμα,
2) η άρνηση του δεύτερου των εναγομένων να παρέχει τις αναφερόμενες παραπάνω υπηρεσίες στους ανωτέρω καταναλωτές ασφαλισμένους,
3) η τακτική του πρώτου εναγομένου απαιτεί την καταβολή ασφαλίστρων υγείας και να προβαίνει στην αναγκαστική τους είσπραξη και να τις διαβιβάζει από 1/7/2013 στον Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών για τις περιόδους από 31/12/1994 έως και 31/12/2014 (ημέρα συζήτησης της παρούσας αγωγής μας) οπου δεν παρείχε θεώρηση βιβλιαρίου υγείας και ούτε παροχές υγείας σε είδος ή εις χρήμα ούτε το πρώτο εναγόμενο ούτε οι λοιποί εναγόμενοι
4)όπως και η άρνηση των υπόλοιπων εναγομένων (3ος έως 7ος ) να παρέχονται από αυτούς στους παραπάνω καταναλωτές οι υγειονομικές υπηρεσίες του όπως και η απαίτηση τους στην περίπτωση που παρέχονταν να παρέχονται με τους ίδιους όρους (τίμημα, συμμετοχή, και όροι πληρωμής) που παρέχονται στους ενήμερους ασφαλισμένους των δυο εναγομένων αλλά απαιτούν την ίδια χρέωση που απαιτούν για τους ανασφαλίστους για αυτές τις υπηρεσίες,
Είναι παράνομες για τους κάτωθι λόγους:
ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ: ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, το πρωτογενές και παράγωγο κοινοτικό δίκαιο υπερισχύει των κοινών διατάξεων που ψηφίζει η Ελληνική Βουλή και φυσικά των κανονιστικών διατάξεων που θεσπίζει η διοίκηση κατά νομοθετική εξουσιοδότηση. Περαιτέρω, όπως η εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου και η συμπεριφορά ενάντια στο Σύνταγμα συνιστά άδικη πράξη κατά άρθρο 914 ΑΚ αλλά και 105ΕισνΑΚ, το ίδιο αποτελεί και η εφαρμογή νόμου (και η συμπεριφορά που αντίκειται στις ανώτερης τυπικής ισχύος διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου (πρωτογενούς και παράγωγου).
Η παραπάνω συμπεριφορά των εναγόμενων και οι σχετικές διατάξεις των νομοθετικών διατάξεων, αντίκειται καταρχήν στο πρωτογενές Κοινοτικό Δίκαιο και δη στο άρθρο 169 παράγραφος 1 Συνθήκη για την λειτουργία της ΕΕ, που επιτάσσει την προστασία της υγείας της ασφάλειας και της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών.
Εν προκειμένω όπως εκθέσαμε παραπάνω, οι ασφαλισμένοι προς τους εναγόμενους (έστω και αναγκαστικά εκ του νόμου), παραμένουν καταναλωτές και συνεπώς η άρνηση των εναγομένων να τους παρέχουν υγειονομικές υπηρεσίες, ενώ τους τις χρεώνουν υποχρεωτικά, παραβιάζει την αρχή της ισορροπίας προμηθευτή και καταναλωτή και την αρχή της παροχής υπηρεσιών έναντι αντίτιμου, αφού πλέον έχουμε, την υποχρέωση καταβολής αντίτιμου για υπηρεσίες που ο προμηθευτής αρνείται να παραδώσει στο σύνολο τους στον Καταναλωτή. Έτσι λοιπόν βλάπτονται τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών και προσβάλλεται η υγειά και η ασφάλεια τους, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται ταυτόχρονα και οι διατάξεις των άρθρων 168 και 151 της Συνθήκης για την λειτουργία της ΕΕ που επιτάσσουν την προστασία της δημόσιας υγείας και την προώθηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών και συνεπώς καταναλωτών. Τέλος, παραβιάζονται και το άρθρο 102 της Συνθήκης για την λειτουργία της ΕΕ που απαγορεύουν την κατάχρηση μονοπωλιακής θέσης και την θέσπιση τιμήματος για την παροχή υπηρεσιών κατά της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης. Σύμφωνα δε με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την λειτουργία της ΕΕ, οι εναγόμενοι υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 102 της Συνθήκης για την λειτουργία της ΕΕ.
ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ
Ειδικότερα και με δεδομένο ότι, τα παραπάνω άρθρα εφαρμόζονται και υλοποιούνται και δια του παράγωγου Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, το τελευταίο αποτελεί και το πλαίσιο εφαρμογής και ερμηνείας του άρθρου 169, αφού καθορίζει όχι μόνο τις απαγορευμένες συμπεριφορές των προμηθευτών αλλά και το πλαίσιο που αυτές θεωρούνται ως αντίθετες στα συμφέροντα των καταναλωτών.
Το άρθρο 169 της Συνθήκης για την λειτουργία της ΕΕ προβλέπει ότι:
1. Προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντα των καταναλωτών και να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, η Ένωση συμβάλλει στην προστασία της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, καθώς και στην προώθηση του δικαιώματός τους για ενημέρωση, εκπαίδευση και οργάνωσή τους για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους.
2. Η Ένωση συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 με:
α) μέτρα θεσπιζόμενα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 114 στα πλαίσια της υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς,
β) μέτρα που στηρίζουν, συμπληρώνουν και παρακολουθούν την πολιτική των κρατών μελών.
3. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, θεσπίζουν τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχείο β).
4. Τα μέρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3, δεν εμποδίζουν κράτη μέλη να διατηρούν ή να εισάγουν αυστηρότερα προστατευτικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά πρέπει να συμβιβάζονται με τις Συνθήκες και κοινοποιούνται στην Επιτροπή.
Το δε άρθρο 169 της συνθήκης για την λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκει υλοποίηση στο άρθρο 1 του ν 2251/1994 που έχει ως εξής:
Τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών τελούν υπό την προστασία του Κράτους.
Το Κράτος μεριμνά ιδίως για:
α) την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών,
β) τα οικονομικά τους συμφέροντα,
γ) την οργάνωση τους σε ενώσεις καταναλωτών,
δ) το δικαίωμα ακρόασής τους σε θέματα που τους αφορούν και,
ε) την πληροφόρηση και την επιμόρφωσή τους, ιδιαίτερα των ευπρόσβλητων ομάδων καταναλωτών σε θέματα που αφορούν στην αγορά, στον ανταγωνισμό, στον καταναλωτή, στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και στην προαγωγή της βιώσιμης κατανάλωσης.
Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται σε κάθε προμηθευτή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οποιασδήποτε μορφής, του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
4. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος νόμου νοούνται:
α) Καταναλωτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, β) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του.
γ) Προμηθευτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή. Προμηθευτής νοείται και ο διαφημιζόμενος.
Με τον παραπάνω νόμο εισήλθε στην Ελληνική Έννομη Τάξη η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές:
Άρθρο 1
1. Η παρούσα οδηγία έχει αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή.
2. Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.
Η έκφραση “νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως.
Άρθρο 2
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:
α) “καταχρηστικές ρήτρες”: οι ρήτρες μιας σύμβασης όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 3-
β) “καταναλωτής”: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες-
γ) “επαγγελματίας”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, είτε δημόσια είτε ιδιωτικής.
Άρθρο 3
1. Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.
2. Θεωρείται πάντοτε ότι η ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και όταν ο καταναλωτής, εκ των πραγμάτων, δε μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό της, ιδίως στα πλαίσια μιας σύμβασης προσχωρήσεως.
Το γεγονός ότι για ορισμένα στοιχεία κάποιας ρήτρας ή για μια μεμονωμένη ρήτρα υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση, δεν αποκλείει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στο υπόλοιπο μιας σύμβασης, εάν η συνολική αξιολόγηση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης.
Εάν ο επαγγελματίας ισχυρίζεται ότι για μια τυποποιημένη ρήτρα υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση, φέρει το βάρος της απόδειξης.
3. Το παράρτημα περιέχει ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών που είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές.
Άρθρο 4
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.
2. Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.
Άρθρο 5
Στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων όλες ή μερικές ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή έχουν συνταχθεί εγγράφως, οι ρήτρες αυτές πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας ρήτρας, επικρατεί η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία. Αυτός ο ερμηνευτικός κανόνας δεν εφαρμόζεται στα πλαίσια των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2.
Άρθρο 6
1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.
2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να μην αίρεται η προστασία που παρέχει στον καταναλωτή η παρούσα οδηγία, λόγω του ότι επιλέγεται, ως δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, δίκαιο τρίτης χώρας, εάν η σύμβαση έχει στενή σχέση με την επικράτεια των κρατών μελών.
Άρθρο 7
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.
2. Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις που δίνουν σε άτομα ή οργανισμούς που έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ορισθεί ως έχοντες έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών, τη δυνατότητα να προσφύγουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων ή διοικητικών οργάνων, τα οποία αποφαίνονται για το εάν συμβατικές ρήτρες, που έχουν συνταχθεί με σκοπό τη γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και εφαρμόζουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για να πάψει η χρησιμοποίηση των ρητρών αυτών.
3. Τηρουμένης της εθνικής νομοθεσίας, οι προσφυγές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μπορούν να ασκούνται, κατά πλειόνων επαγγελματιών, χωριστά ή από κοινού, του αυτού επαγγελματικού τομέα ή κατά των ενώσεών τους που χρησιμοποιούν ή συνιστούν τη χρησιμοποίηση των αυτών ή παρόμοιων γενικών συμβατικών ρητρών.
Άρθρο 8
Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή.
Άρθρο 9
Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο το αργότερο πέντε έτη μετά την αναφερόμενη στο άρθρο 10 παράγραφος 1 ημερομηνία, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 10
1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις απαιτούμενες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1994. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.
Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται σε όλες τις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1994.
2. Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείες διατάξεις αυτής της αναφοράς εκδίδονται από τα κράτη μέλη.
3. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 11
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Λουξεμβούργο, 5 Απριλίου 1993.
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
N. HELVEG PETERSEN
(1) ΕΕ αριθ. C 73 της 24. 3. 1992, σ. 7.
(2) ΕΕ αριθ. C 236 της 16. 12. 1991, σ. 108 και ΕΕ αριθ. C 21 της 25. 1. 1993.
(3) ΕΕ αριθ. C 159 της 17. 6. 1991, σ. 34.
(4) ΕΕ αριθ. C 92 της 25. 4. 1975, σ. 1 και ΕΕ αριθ. C 133 της 3. 6. 1981, σ. 1.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΡΗΤΡΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3 1. Ρήτρες που έχουν σκοπό ή αποτέλεσμα:
α) να αποκλείουν ή να περιορίζουν την εκ του νόμου ευθύνη του επαγγελματία σε περίπτωση θανάτου ή σωματικής βλάβης καταναλωτή, που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη αυτού του επαγγελματία-
β) να αποκλείουν ή να περιορίζουν κατά τρόπο ανάρμοστο εκ του νόμου τα δικαιώματα του καταναλωτή έναντι του επαγγελματία ή άλλου συμβαλλομένου μέρους σε περίπτωση μη πλήρους ή μερικής εκτέλεσης ή πλημμελούς εκτέλεσης οποιασδήποτε από τις συμβατικές υποχρεώσεις εκ μέρους του επαγγελματία, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας συμψηφισμού οφειλής έναντι του επαγγελματία με απαίτηση που θα είχε αντ’ αυτού-
γ) να αποκλείουν το δικαίωμα υπαναχώρησης του καταναλωτή, ενώ η εκτέλεση των υποχρεώσεων του επαγγελματία υπόκειται σε όρο, η εκπλήρωση του οποίου εξαρτάται από τη βούλησή του και μόνο-
δ) να επιτρέπουν στον επαγγελματία να παρακρατεί τα ποσά που έχει καταβάλει ο καταναλωτής όταν ο καταναλωτής υπαναχωρώντας δεν δέχεται να συνάψει ή να εκτελέσει τη σύμβαση, χωρίς να προβλέπεται δικαίωμα του καταναλωτή να λάβει ισοδύναμη αποζημίωση από τον επαγγελματία όταν αυτός είναι εκείνος που υπαναχωρεί-
ε) να επιβάλλουν στον καταναλωτή που δεν εκτελεί τις υποχρεώσεις του, δυσανάλογα υψηλή αποζημίωση-
στ) να επιτρέπουν στον επαγγελματία να καταγγέλλει τη σύμβαση κατά την κρίση του εάν η ίδια ευχέρεια δεν αναγνωρίζεται στον καταναλωτή, καθώς και να επιτρέπουν στον επαγγελματία να παρακρατεί τα ποσά που έχουν καταβληθεί για παροχές που δεν έχουν ακόμα παρασχεθεί από αυτόν στην περίπτωση που τη σύμβαση καταγγέλλει ο ίδιος ο επαγγελματίας-
ζ) να επιτρέπουν στον επαγγελματία να καταγγέλλει χωρίς εύλογη προειδοποίηση σύμβαση αορίστου διαρκείας, εκτός αν συντρέχει σοβαρός λόγος-
η) να παρατείνεται αυτομάτως η ισχύς σύμβασης ορισμένης διαρκείας, εν απουσία αντίθετης δήλωσης του καταναλωτή, ενώ ως προθεσμία για τη δήλωση αυτής της βούλησης του καταναλωτή περί μη παράτασης έχει οριστεί μια ημερομηνία απέχουσα υπερβολικά από τη λήξη της σύμβασης-
θ) να συνάγουν αμετάκλητα την εκ μέρους του καταναλωτή αποδοχή ρητρών τις οποίες δεν είχε καμία πραγματική δυνατότητα να γνωρίζει πριν συνάψει τη σύμβαση-
ι) να επιτρέπουν στον επαγγελματία να τροποποιεί μονομερώς τους όρους της σύμβασης χωρίς σοβαρό λόγο ο οποίος να προβλέπεται στη σύμβαση-
κ) να επιτρέπουν στους επαγγελματίες να τροποποιούν μονομερώς και χωρίς σοβαρό λόγο τα χαρακτηριστικά του προς παράδοση προϊόντος ή της προς παροχήν υπηρεσίας-
λ) να προβλέπουν ότι η τιμή των αγαθών καθορίζεται κατά τη στιγμή της παράδοσης, ή να παρέχουν στον πωλητή αγαθών ή στον παρέχοντα υπηρεσίες το δικαίωμα να αυξάνει τις τιμές του, χωρίς ο καταναλωτής να έχει, και στις δύο περιπτώσεις, αντίστοιχο δικαίωμα που να του επιτρέπει να λύει τη σύμβαση στην περίπτωση που η τελική τιμή είναι πολύ υψηλή σε σχέση με την τιμή που συμφωνήθηκε κατά τη σύναψη της σύμβασης-
μ) να παρέχουν στον επαγγελματία το δικαίωμα να καθορίζει εάν τα εμπορεύματα που παραδίδονται ή οι υπηρεσίες που παρέχονται είναι σύμφωνες με τους όρους της σύμβασης, ή να του παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να ερμηνεύει μια οποιαδήποτε ρήτρα της σύμβασης-
ν) να περιορίζουν την υποχρέωση του επαγγελματία να τηρεί τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι εντολοδόχοι του ή να εξαρτά την τήρηση των υποχρεώσεών του από την τήρηση ειδικής τυπικής διαδικασίας-
ξ) να υποχρεώνουν τον καταναλωτή να εκπληρώνει όλες τις υποχρεώσεις του ενώ ταυτόχρονα ο επαγγελματίας δεν έχει εκπληρώσει τις δικές τους-
ο) να προβλέπουν τη δυνατότητα εκχώρησης της σύμβασης από τον επαγγελματία όταν αυτή ενδέχεται να δημιουργεί ελάττωση των εγγυήσεων για τον καταναλωτή, χωρίς αυτός είναι σύμφωνος-
π) να καταργούν, ή να παρεμποδίζουν την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου ή την άσκηση ενδίκων μέσων από τον καταναλωτή, ιδίως με το να υποχρεώνουν τον καταναλωτή να καταφεύγει αποκλειστικά σε διαιτησία μη καλυπτόμενη από νομικές διατάξεις, με το να περιορίζουν μη προσηκόντως τα αποδεικτικά μέσα του καταναλωτή, ή με το να επιβάλλουν σ’ αυτόν το βάρος της απόδειξης το οποίο, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, φέρει κανονικά άλλος συμβαλλόμενος.
2. Πεδίο εφαρμογής των στοιχείων ζ), ι) και λ) έχει ως εξής:
α) το στοιχείο ζ) δεν αντιβαίνει στις ρήτρες με τις οποίες ο προμηθευτής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών επιφυλάσσεται του δικαιώματος να λύσει σύμβαση αορίστου χρόνου μονομερώς και χωρίς προειδοποίηση, εφόσον συντρέχει βασικός λόγος, αρκεί να επιβαρύνεται ο επαγγελματίας με την υποχρέωση να πληροφορεί παραχρήμα το άλλο ή τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη-
β) το στοιχείο ι) δεν αντιβαίνει στις ρήτρες με τις οποίες ο προμηθευτής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών επιφυλάσσεται του δικαιώματος να τροποποιεί το επιτόκιο που οφείλεται από τον καταναλωτή ή που οφείλεται σε αυτόν, ή το ποσό όλων των άλλων επιβαρύνσεων των σχετικών με τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες χωρίς καμία προειδοποίηση σε περίπτωση βάσιμου λόγου, αρκεί ο επαγγελματίας να επιβαρύνεται με την υποχρέωση να πληροφορεί αμέσως το άλλο ή τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη και αυτό ή αυτά να είναι ελεύθερα να καταγγείλουν πάραυτα τη σύμβαση-
Το στοιχείο λ) δεν αντιβαίνει εξάλλου στις ρήτρες με τις οποίες ο επαγγελματίας επιφυλάσσεται του δικαιώματος να τροποποιήσει μονομερώς τους όρους μιας σύμβασης αορίστου χρόνου, εφόσον όμως θα τον βαρύνει η υποχρέωση να προειδοποιήσει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος τον καταναλωτή, ο οποίος και παραμένει ελεύθερος να καταγγείλει τη σύμβαση-
γ) τα στοιχεία ζ), ι) και λ) δεν εφαρμόζονται όταν πρόκειται για:
– συναλλαγές που αφορούν κινητές αξίες και προϊόντα ή υπηρεσίες η τιμή των οποίων υπόκεινται στις διακυμάνσεις επιτοκίου της χρηματαγοράς που δεν ελέγχει ο επαγγελματίας,
– συμβάσεις αγοράς ή πώλησης συναλλάγματος, ταξιδιωτικών επιταγών ή διεθνών ταχυδρομικών ενταλμάτων που έχουν εκδοθεί σε συνάλλαγμα- δ) το στοιχείο λ) δεν αντιβαίνει στις ρήτρες τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της τιμής, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι νόμιμες και ο τρόπος μεταβολής της τιμής περιγράφεται επακριβώς.
Η παραπάνω οδηγία οποία εισήλθε στην Ελληνική Έννομη Τάξη με τον νόμο 2251/1994 και δη με το άρθρο 2 του νόμου αυτού το οποίο έχει ως εξής:
Άρθρο 2 – Γενικοί όροι συναλλαγών – Καταχρηστικοί γενικοί όροι
Όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους.
Οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών που καταρτίζονται στην Ελλάδα, διατυπώνονται γραπτώς στην ελληνική γλώσσα, κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως το νόημά τους και εκτυπώνονται με ευανάγνωστους χαρακτήρες σε εμφανές μέρος του εγγράφου της σύμβασης. Οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών που εφαρμόζονται στην ελληνική αγορά αποτυπώνονται υποχρεωτικά και στην ελληνική γλώσσα.
Όροι που συμφωνήθηκαν μετά από ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών (ειδικοί όροι) υπερισχύουν των αντίστοιχων γενικών όρων.
Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπ όψιν η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή.
Ειδικώς, όταν ελέγχεται το περιεχόμενο γενικού όρου συναλλαγών κατά την εφαρμογή των παραγράφων 16α και 2 και 3 των άρθρων 10 και 13α αντίστοιχα, επιλέγεται η δυσμενέστερη για τον καταναλωτή ερμηνευτική εκδοχή, εφόσον οδηγεί σε απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης του σχετικού όρου.
Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα την σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.
Σε κάθε περίπτωση, καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που:
α) παρέχουν στον προμηθευτή, χωρίς εύλογη αιτία υπερβολικά μεγάλη προθεσμία αποδοχής της πρότασης του καταναλωτή για σύναψη σύμβασης,
β) περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των προμηθευτών,
γ) προβλέπουν προθεσμία καταγγελίας της σύμβασης υπερβολικά σύντομη για τον καταναλωτή ή υπερβολικά μακρά για τον προμηθευτή,
δ) συνεπάγονται την παράταση ή ανανέωση της σύμβασης για χρονικό διάστημα υπερβολικά μακρό, αν ο καταναλωτής δεν την καταγγείλει σε ορισμένο χρόνο,
ε΄) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση,
στ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει σύμβαση αόριστης διάρκειας χωρίς εύλογη προθεσμία,
ζ) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση,
η) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζει μονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του,
θ) ορίζουν ότι η παροχή δεν είναι υποχρεωτικό να ανταποκρίνεται στις ουσιώδεις, για τον καταναλωτή, προδιαγραφές, στο δείγμα, στις ανάγκες της ειδικής χρήσης, για την οποία την προορίζει ο καταναλωτής και την οποία αποδέχεται ο προμηθευτής ή στο συνηθισμένο προορισμό της,
ι) επιτρέπουν στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο,
ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή,
ιβ) περιορίζουν την ευθύνη του προμηθευτή για κρυμμένα ελαττώματα του πράγματος,
ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή,
ιδ) προβλέπουν τη μετακύληση της ευθύνης του πωλητή ή του εισαγωγέα αποκλειστικά στον παραγωγό του αγαθού ή σε άλλον,
ιε) περιορίζουν την υποχρέωση του προμηθευτή να τηρεί τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι εντολοδόχοι του ή εξαρτούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του από την τήρηση ειδικής τυπικής διαδικασίας,
ιστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγέλλει τη σύμβαση κατά την κρίση του, αν η ίδια ευχέρεια δεν αναγνωρίζεται στον καταναλωτή, ή να παρακρατεί τα ποσά που έχουν καταβληθεί για παροχές που δεν έχουν ακόμη εκτελεσθεί από αυτόν, όταν τη σύμβαση καταγγέλλει ο ίδιος,
ιζ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τα δικαιώματα του σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής του προμηθευτή, ακόμη και αν τον προμηθευτή βαρύνει πταίσμα,
ιη) εμποδίζουν τον καταναλωτή να υπαναχωρήσει (από τη σύμβαση), όταν η αύξηση του τιμήματος σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης είναι υπερβολική για αυτόν,
ιθ) αποκλείουν ή περιορίζουν τη νόμιμη ευχέρεια του καταναλωτή να μην εκτελέσει τη σύμβαση,
κ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να επισχέσει εν όλω ή εν μέρει την καταβολή του τιμήματος, όταν ο προμηθευτής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του,
κα) επιβάλλουν στον καταναλωτή που πιστώθηκε με το τίμημα των αγαθών ή υπηρεσιών να εκδώσει μεταχρονολογημένη επιταγή,
κβ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τις ενστάσεις του κατά τρίτου που διαδέχεται τον προμηθευτή στη σχέση με τον καταναλωτή,
κγ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να προτείνει σε συμψηφισμό προς υποχρεώσεις του από τη σύμβαση ομοειδείς απαιτήσεις του κατά του προμηθευτή,
κδ) βεβαιώνουν ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ορισμένους όρους της σύμβασης ή την κατάσταση των προμηθευόμενων πραγμάτων ή την ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ πραγματικά τα αγνοεί,
κε) υποχρεώνουν τον καταναλωτή να προκαταβάλει υπερβολικά μεγάλο μέρος του τιμήματος πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης από τον προμηθευτή, μολονότι ο προμηθευτής δεν ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει παραγγελία του καταναλωτή με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές ή χαρακτηριστικά ούτε η παροχή του προμηθευτή συνίσταται σε υπηρεσίες με κράτηση,
κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις,
κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα,
κη) περιορίζουν υπέρμετρα την προθεσμία, μέσα στην οποία ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει στον προμηθευτή τα παράπονα ή να εγείρει τις αξιώσεις του κατά του προμηθευτή,
κθ) αναθέτουν στον προμηθευτή χωρίς σπουδαίο λόγο την αποκλειστικότητα της συντήρησης και των επισκευών του πράγματος και της προμήθειας των ανταλλακτικών,
λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση ή
λα) αποκλείουν την υπαγωγή των διαφορών από σύμβαση στο φυσικό τους δικαστή με την πρόβλεψη αποκλειστικής αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας.
λβ΄) προβλέπουν την καταβολή αποζημίωσης στον προμηθευτή, χωρίς αυτός να υποχρεούται να επικαλεστεί και να αποδείξει τη ζημία που υπέστη.
Ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί.
Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση όταν η σύμβαση μεταξύ προμηθευτή και καταναλωτή συνδέεται στενά με την Ελλάδα ή άλλη χώρα του Ε.Ο.Χ., ανεξάρτητα από τη συμβατική επιλογή δικαίου χώρας εκτός Ε.Ο.Χ.
Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για κάθε όρο σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Θεωρείται ότι ο όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό του. Το γεγονός ότι για ορισμένα στοιχεία κάποιου όρου ή για έναν μεμονωμένο όρο υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση δεν αποκλείει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στο υπόλοιπο της σύμβασης, εάν από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης. Το βάρος απόδειξης ότι υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση φέρει ο προμηθευτής.
Έτσι λοιπόν, το παραπάνω παράγωγο κοινοτικό που εισήλθε στην Ελληνική Έννομη τάξη δια του νόμου 2251/1994 υπερισχύει των κοινών νομοθετικών διατάξεων βάσει των οποίων τα εναγόμενα, αν και χρεώνουν τις εισφορές υγείας εν τούτοις αρνούνται να τις παρέχουν και δεν τις παρείχαν. Ακόμα πιο ακριβέστερα ο Ν 2251/1994 εισήγαγε κοινοτικές οδηγίες στην Ελληνική Έννομη τάξη με αποτέλεσμα οι διατάξεις του να έχουν υπερνομοθετικη ισχύ, ήτοι αυξημένη τυπικά ισχύ. Όμως το παραπάνω παράγωγο κοινοτικό δίκαιο αποτελεί και το πλαίσιο εφαρμογής και ερμηνείας του άρθρου 169 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκή Ένωσης, αφού καθορίζει όχι μόνο τις απαγορευμένες συμπεριφορές των προμηθευτών αλλά και το πλαίσιο που αυτές θεωρούνται ως αντίθετες στα συμφέροντα των καταναλωτών. Έτσι λοιπόν δια της εφαρμογής του άρθρου 169 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκή Ένωσης και του άρθρου 1 Ν 2251/1994 είναι δυνατόν να απαγορευτούν οι κάθε είδους αντικαταναλωτικές συμπεριφορές, ακόμα και εάν αυτές δεν απαγορεύονται ρητά από εθνική νομοθετική διάταξη ή διάταξη του παραγωγού κοινοτικού δικαίου.
Εν προκειμένω τόσο το άρθρο 2 του Ν 2251/1994 όσο και η κοινοτική οδηγία 93/13/ΕΟΚ απαγορεύοντας συγκεκριμένους Γενικούς Όρους Συναλλαγής (πλέον ΓΟΣ) ως καταχρηστικούς, είτε με την γενική ρήτρα της παραγράφου 6 (Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα την σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή) είτε με τις ειδικές ρήτρες της παραγράφου 7, ταυτόχρονα απαγορεύει και τις συμπεριφορές του προμηθευτή οι οποίες έχουν το αυτό αποτέλεσμα με τους καταχρηστικούς Γ.Ο.Σ.. και αυτό συναρτάται άρρηκτα με το ότι, όταν απαγορεύεις το μείζον, ήτοι την συμφωνία που να επιτρέπει καταχρηστική συμπεριφορά, εξυπακούεται και είναι αυτονόητο ότι απαγορεύεις και την συμπεριφορά αυτή καθ αυτή, ήτοι και το αποτέλεσμα τέτοιας συμφωνίας.
Και για να το θέσουμε πιο απλά, όταν ο νόμος απαγορεύει να συμφωνηθεί κάτι μεταξύ προμηθευτή και καταναλωτή, αυτονόητα απαγορεύει (η θεωρεί απαγορευμένη) και την συμπεριφορά που έχει το ίδιο αποτέλεσμα με την συμφωνία. Και για να το θέσουμε αντίστροφα, όταν μια συμπεριφορά από τον νόμο θεωρείται παράνομη, είναι παράνομη και η σχετική συμφωνία που την επιβάλλει, όπως προβλέπεται και στο Εθνικό δίκαιο στα άρθρα 174 και 179 ΑΚ.
Έτσι προκύπτει σαφώς, ότι, σε περίπτωση που έχουμε απουσία Γ.Ο.Σ. αλλά η συμπεριφορά του προμηθευτή παράγει τα ίδια αποτελέσματα, ωσάν να υπήρχαν οι παραπάνω Γ.Ο.Σ., τότε αυτή η συμπεριφορά τυγχάνει παράνομη ως αντίθετη στο Πρωτογενές και Παράγωγο Κοινοτικό Δίκαιο. Και εάν, η παραπάνω συμπεριφορά επιβάλλεται από νομοθετικές διατάξεις, τότε αυτές είναι ανίσχυρες ως αντίθετες στο Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, αφού ματαιώνουν τον σκοπό της προστασίας του καταναλωτή και το ελάχιστο πλαίσιο προστασίας αυτού. Και αυτό είναι εύλογο και απαιτείται να εφαρμοστεί η αποτροπή του, διότι στην έννοια του προμηθευτή εμπίπτουν μετά τον Νόμο 3587/2007, και τα ΝΠΔΔ που ασκούν δημόσια εξουσία.
Των εναγομένων η σχέση τους με τους καταναλωτές, λόγω της φύσης τους ως ΝΠΔΔ, ρυθμίζεται είτε από νομοθετικές διατάξεις είτε με εγκύκλιους είτε με κανονιστικές διοικητικές πράξεις κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης, με αποτέλεσμα να μην είναι νοητή η ύπαρξη Γ.Ο.Σ. αφού αυτοί αντικαθίστανται από τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, που όμως πάσχουν ακυρότητα επειδή στερούνται νομιμότητας όπως κατά περίπτωσιν αναπτύχθηκε.
Έτσι λοιπόν αναφαίνεται ένα κενό προστασίας των καταναλωτών που λαμβάνουν υπηρεσίες από ΝΠΔΔ, πράγμα ανεπίτρεπτο από το άρθρο 169 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ, αφού αφήνει εκτός κοινοτικής προστασίας ένα μεγάλο μέρος καταναλωτών. Αυτό όμως το φαινομενικό κενό προστασίας καλύπτεται από τα όσα θεωρήσαμε, την στιγμή μάλιστα που ο Δικαστής Εφαρμόζοντας την κοινοτική νομοθεσία, μπορεί και θα κρίνει ανεφάρμοστες τις αντίνομες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις. Οι οποίες μάλιστα αντίνομες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους καταχρηστικούς Γ.Ο.Σ. αφού έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές σχέσεις, και ούτε ο καταναλωτής δεν μπορεί να επηρεάσει το περιεχόμενό τους, εκτός από την διαδικασία της προσφυγής του στο Δικαστήριο.
Το πνεύμα εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας και της Συνθήκης Λειτουργίας, επιβάλλεται και από το άρθρο 228 της συνθήκης λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου κριτήριο εφαρμογής μιας οδηγίας είναι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα που εδώ είναι η προστασία των καταναλωτών από καταχρηστικές πρακτικές των προμηθευτών. Το άρθρο αυτό έχει ως εξής:
Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, τα θεσμικά όργανα θεσπίζουν κανονισμούς, οδηγίες, αποφάσεις, συστάσεις και γνώμες.
Ο κανονισμός έχει γενική ισχύ. Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.
Το αυτό προκύπτει και από το άρθρο 114 §§ 1,3 της συνθήκης λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο μνημονεύεται στο άρθρο 169 και έχει ως εξής:
§1
Εκτός αν ορίζουν άλλως οι Συνθήκες, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις για την πραγματοποίηση των στόχων του άρθρου 26. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκδίδουν τα μέτρα τα σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
§3 Η Επιτροπή, στις προτάσεις της που προβλέπονται στην παράγραφο 1, σχετικά με την υγεία, την ασφάλεια, την προστασία του περιβάλλοντος και την προστασία των καταναλωτών, λαμβάνει ως βάση ένα υψηλό επίπεδο προστασίας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη όσες νέες εξελίξεις βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα. Στα πλαίσια των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο επιδιώκουν επίσης την επίτευξη αυτού του στόχου.
και από το άρθρο 26:
1. Η Ένωση θεσπίζει τα μέτρα για την εγκαθίδρυση ή τη διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των Συνθηκών.
2. Η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων σύμφωνα με τις διατάξεις των Συνθηκών.
3. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, προσδιορίζει τους προσανατολισμούς και τις
προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εξασφάλιση ισόρροπης προόδου σε όλους τους σχετικούς τομείς.
Αλλά και από πλείστες διατάξεις της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ όπως ενδεικτικά το άρθρο 151 παράγραφος 3 εδαφ. β:
Σε αυτή την περίπτωση, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να εξασφαλίζει ότι, το αργότερο κατά την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να μεταφερθεί ή να τεθεί σε εφαρμογή στο εθνικό δίκαιο μια οδηγία ή μια απόφαση, οι κοινωνικοί εταίροι έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα μέσω συμφωνιών, ενώ παράλληλα το κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να θεσπίζει τις αναγκαίες διατάξεις ώστε να είναι, ανά πάσα στιγμή, σε θέση να εξασφαλίζει τα αποτελέσματα που επιβάλλονται από την εν λόγω οδηγία ή απόφαση.
Τα όσα αναφέραμε παραπάνω εφαρμόζονται ακόμα και όταν ο προμηθευτής είναι ιδιώτης άλλα η σχέση του με τους καταναλωτές ρυθμίζεται αποκλειστικά με νόμο (πχ διόδια), όποτε η εκάστοτε κυβέρνηση επιθυμεί να εξυπηρετήσει ιδιοτελή συμφέροντα ιδιωτών, με πιθανή καθοδήγηση ξένων παραγόντων.
Με βάση τα παραπάνω, ο Δικαστής δύναται κατά την εξέταση των παραπάνω νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, να εφαρμόσει και τις διατάξεις που ισχύουν για την ερμηνεία των ΓΟΣ, ήτοι να λαμβάνει υπ όψιν του την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών, οι σχετικές διατάξεις σε περίπτωση αμφιβολίας να ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή και να μην εφαρμόζονται όταν έχουν ως αποτέλεσμα την σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή.
Άλλωστε το ίδιο μπορεί να γίνει και εφαρμόζοντας τις διατάξεις του Συντάγματος ιδίως το άρθρο 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος αλλά και τις γενικές ρήτρες αυτού όπως το άρθρα 2, 5 και 22 του Συντάγματος.
Έτσι λοιπόν και αλληλένδετα, οι νομοθετικές διατάξεις που εφαρμόζουν οι εναγόμενοι, αντίκεινται στους σκοπούς τόσο του άρθρου 169 της Συνθήκης για την Λειτουργία της ΕΕ της κοινοτικής οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, αλλά και εκείνους του άρθρου 2 του Ν 2251/1994 όπως αυτοί καθορίζονται
Στην παράγραφο 6 :
Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα την σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι
Στην παράγραφο 7:
β) περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των
προμηθευτών,
ζ) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση,
η) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζει μονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του,
θ) ορίζουν ότι η παροχή δεν είναι υποχρεωτικό να ανταποκρίνεται στις ουσιώδεις, για τον καταναλωτή, προδιαγραφές, στο δείγμα, στις ανάγκες της ειδικής χρήσης, για την οποία την προορίζει ο καταναλωτής και την οποία αποδέχεται ο προμηθευτής ή στο συνηθισμένο προορισμό της,
ιε) περιορίζουν την υποχρέωση του προμηθευτή να τηρεί τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι εντολοδόχοι του ή εξαρτούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του από την τήρηση ειδικής τυπικής διαδικασία
ιζ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τα δικαιώματα του σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής του προμηθευτή, ακόμη και αν τον προμηθευτή βαρύνει πταίσμα,
κ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να επισχέσει εν όλω ή εν μέρει την καταβολή του τιμήματος, όταν ο προμηθευτής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του,
κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις,
λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση ή,
λβ΄) προβλέπουν την καταβολή αποζημίωσης στον προμηθευτή, χωρίς αυτός να υποχρεούται να επικαλεστεί και να αποδείξει τη ζημία που υπέστη.
Ο σκοπός των παραπάνω διατάξεων παραβιάζεται από τους εναγόμενους και από τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που αναφέραμε, αφού η συμπεριφοράς τους αλλά και οι προβλέψεις των νομοθετικών διατάξεων, οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα που προκαλεί η εφαρμογή των καταχρηστικών Γ.Ο.Σ που ο Εθνικός και Κοινοτικός Νομοθέτης θεωρούν ως παρανόμους και τους απαγορεύουν.
Η δε διατάραξη της ισορροπίας είναι πρόδηλη αφού ο καταναλωτής ασφαλισμένος στους δυο πρώτους εναγόμενους που δεν καταβάλει τις εισφορές κλάδου υγείας, αυτός αφενός στερείται της υγειονομικής περίθαλψης, ενώ οι εισφορές υγείας για το παραπάνω χρονικό διάστημα του χρεώνονται και πιστώνονται υπέρ του πρώτου των εναγομένων, ενώ ταυτόχρονα υποχρεούται σε περίπτωση ασθένειας του, ή σε περίπτωση που απαιτηθεί η διενέργεια εξετάσεων και η λήψη φάρμακων, να καταφύγει στον ιδιωτικό τομέας η στους υπόλοιπους εναγόμενους (3ος έως 7ος ) και στο βαθμό που το δέχονται εκείνοι πληρώνοντας το κόστος αυτών εξ ίδιων κεφαλαίων, χωρίς αυτά ΟΥΤΕ να συμψηφίζονται με τις απαιτητές ασφαλιστικές εισφορές.
Με αυτές τις εφαρμογές παραβιάζεται και το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δη η οδηγία 2000/35 που εισήλθε στην Ελληνική Έννομη τάξη με το ΠΔ 166/2003. Σε αυτό, στο άρθρο 4 παράγραφος 3 προβλέπεται ότι, υπάρχει απαίτηση για τόκους από την αντιπαροχή μόνο εφόσον αυτή έχει παρασχεθεί. Έτσι λοιπόν εξ αντιδιαστολής, προκύπτει ότι η τοκοφορία και οι εν γένει προσαυξήσεις των εισφορών υγείας που επιβάλλονται εκ του νόμου στους καταναλωτές ασφαλισμένους, προϋποθέτουν και την παροχή σε αυτούς των υπηρεσιών υγείας, ειδάλλως τυγχάνουν παράνομες και μη απαιτητές.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ
Με τις ίδιες αυτές προσβαλλόμενες σκέψεις , παραβιάζεται και το άρθρο 169 και 168 της Συνθήκης για την λειτουργία της ΕΕ εν συνδυασμό με πλαίσιο που καθορίζει το άρθρο 102 που, απαγορεύει την κατάχρηση μονοπωλιακής θέση και την θέσπιση μη δικαίου τιμήματος για την παροχή υπηρεσιών κατά κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης. Ειδικότερα παραβιάζεται το άρθρο 168 και ιδίως το άρθρο 169 όπως οριοθετείται από το άρθρο 102 ΣΛΕΕ που απαγορεύει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέση και την θέσπιση καταχρηστικού και μη δικαίου τιμήματος για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών και υπηρεσιών ασφάλισης υγείας στους καταναλωτές:
Είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της εσωτερικής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της.
Η κατάχρηση αυτή δύναται να συνίσταται ιδίως:
α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη δικαίων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής,
β) στον περιορισμό της παραγωγής, της διαθέσεως ή της τεχνολογικής αναπτύξεως επί ζημία των καταναλωτών,
γ) στην εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό,
δ) στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την λειτουργία της ΕΕ προβλέπει για τα ΝΠΔΔ:
2. Οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες των Συνθηκών ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Ένωσης.
Οι παραπάνω διατάξεις ενσωματώθηκαν και στο άρθρο 2 του Ν 3959/2011 που προβλέπει:
Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης στο σύνολο ή μέρος της αγοράς της Ελληνικής Επικράτειας.
Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση μπορεί να συνίσταται ιδίως:
α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη εύλογων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής,
β) στον περιορισμό της παραγωγής, της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης με ζημία των καταναλωτών,
γ) στην εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως στην αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, με αποτέλεσμα να περιέρχονται ορισμένες επιχειρήσεις σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό,
δ) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
Ενώ η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης και της παραβίασης των διατάξεων περί ανταγωνισμού συνιστούν συμπεριφορά βλαπτική για τον καταναλωτή όπως προκύπτει και από το άρθρο 1 του ν 2251/1997 σε συνδυασμό με τα άρθρα 9α-9θ του ιδίου νόμου. Ειδικότερα το άρθρο 9γ προβλέπει:
1 Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που υιοθετούνται πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή που σχετίζεται με συγκεκριμένο προϊόν. Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη, όταν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας, και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή, στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.
2. Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη, όταν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας, και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή, στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.
3. Εμπορικές πρακτικές οι οποίες ενδέχεται να στρεβλώνουν ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά μόνο μιας σαφώς προσδιοριζόμενης ομάδας καταναλωτών που είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι ως προς την πρακτική αυτή ή ως προς το συγκεκριμένο προϊόν λόγω πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας, ηλικίας ή απειρίας, με τέτοιο τρόπο ώστε ο προμηθευτής να μπορεί ευλόγως να το προβλέψει, εκτιμώνται υπό το πρίσμα του μέσου μέλους της συγκεκριμένης ομάδας.
4. Εμπορικές πρακτικές είναι αθέμιτες, ιδίως όταν είναι παραπλανητικές ή επιθετικές, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 9δ, 9ε, 9στ και στα άρθρα 9ζ και 9η,αντίστοιχα.
Αφού με τα κριτήρια της επαγγελματικής ευσυνειδησίας δεν μπορεί ο προμηθευτής να αρνείται την παροχή μιας υπηρεσίας, την οποία πιστώνει και χρεώνει στον καταναλωτή έντοκα, αντί να επιλέξει να μην την παρέχει αλαλ και να μην απαιτεί το τίμημα αυτής.
Επισημαίνεται ότι ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι οι εναγόμενοι ως ΝΠΔΔ δεν υπάγονται στο Εθνικό και Κοινοτικό Δίκαιο του Ανταγωνισμού η συμπεριφορά τους είναι παράνομη αφού παραβιάζει το πνεύμα προστασίας του κοινοτικού δικαίου το οποίο αφού αναπτύσσεται σε όλη την ανθρώπινη δραστηριότητα δεν μπορεί να χωροθετηθεί σε στεγανά μέρη όπου η παρανομία στο ένα δεν, επηρεάζει τους υπαγομένους στο άλλο καταναλωτές και την γενική οικονομική πρόοδο:
Οι δυο πρώτοι εναγόμενοι παραπάνω ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι ως ΝΠΔΔ δεν υπάγονται στις διατάξεις περί ανταγωνισμού, έχουν ακόμα και σε εξωνομικη θεώρηση το μονοπώλιο ασφάλισης υγείας και παροχής υπηρεσιών υγείας, αφού ο δεύτερος παρέχει τις υπηρεσίες του σε όλους του ασφαλισμένους των ΝΠΔΔ ασφαλιστικών ταμείων συμπεριλαμβανόμενων και των καταναλωτών, υπαγομένων στην ασφάλιση του πρώτου εναγομένου, οι οποίοι είναι μια πολυπληθής κατηγορία πολιτών εμπόρων, που εκ του νόμου υποχρεούνται στην καταβολή εισφορών σε αυτούς και με αναγκαστικό καταλογισμό.
Ότι ίδιο ισχύει και για τους λοιπούς εναγόμενους (3ος έως 7ος ) που έχουν το τοπικό μονωπολιο παροχής νοσοκομειακής φροντίδας στους Νόμους Αττικής, Θεσσαλονίκης Χανίων Ζακύνθου και Κεφαλλήνιας αντίστοιχα,
Η δε πρακτική των δυο πρώτων εναγομένων, να χρεώνουν εισφορές υγείας χωρίς να παρέχουν ή να έχουν παράσχει υπηρεσίες υγείας στους ασφαλισμένους που δεν έχουν καταβάλλει η οφείλουν σε εν καθυστερήσει ρύθμισης τις εισφορές, συνιστά ως προς αυτήν την χρέωση των ασφαλιστικών εισφορών υγείας, την επιβολή μη εύλογων τιμών πωλήσεως και όρων συναλλαγής, η οποία βλάπτει τα συμφέροντα των καταναλωτών κατά άρθρο 169 ΣΛΕΕ. Το αυτό ισχύει και για τους λοιπούς εναγόμενους (3ος έως 7ος ) όσον αφορά την πρακτική τους όπως και η άρνηση των υπόλοιπων εναγομένων (3ος έως 7ος ) να παρέχονται οι παραπάνω υπηρεσίες και εάν παρέχονται να παρέχονται με τους ίδιους όρους (τίμημα, συμμετοχή, και όροι πληρωμής) που παρέχονται στους ενήμερους ασφαλισμένους των δυο εναγομένων αλλά απαιτούν την ίδια χρέωση που απαιτούν για τους ανασφαλίστους για αυτές τις υπηρεσίες είναι παράνομη για τους κάτωθι λόγους:
Έτσι ισχύουν όλα όσα εκθέσαμε στον νομικό συλλογισμό στην πρώτη παραβίαση, όπου η συμπεριφορά του προμηθευτή τυγχάνει παράνομη ως αντίθετη στο Πρωτογενές και Παράγωγο Κοινοτικό Δίκαιο που καθορίζει την προστασία του καταναλωτή αλλά και τους όρους παροχής των υπηρεσιών και της χρέωσης αυτής ακόμα και εάν προμηθευτής είναι ΝΠΔΔ.
Αλληλένδετα και εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι, εάν η παραπάνω συμπεριφορά επιβάλλεται από νομοθετικές διατάξεις, τότε αυτές είναι ανίσχυρες ως αντίθετες στο Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, αφού ματαιώνουν τον σκοπό της προστασίας του καταναλωτή και το ελάχιστο πλαίσιο προστασίας αυτού.
ΤΡΙΤΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ
Με βάση επίσης τα ίδια όσα εκθέσαμε παραπάνω, παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 168 και 151 της Συνθήκης για την λειτουργία της ΕΕ που επιτάσσουν την προστασία της δημόσιας υγείας και την προώθηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών και συνεπώς καταναλωτών, την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού αλλά και την αποφυγή επιβολής διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών, οι οποίοι θα παρεμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η παραβίαση αυτή γίνεται καταρχήν σε συνδυασμό με το άρθρο 169 και τα όσα αναφέραμε στην πρώτη παράβαση, αλλά και αυτοτελώς ανεξάρτητα από την ιδιότητα των ασφαλισμένων ως καταναλωτών.
Ειδικότερα:
Το άρθρο 168 προβλέπει:
Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης, εξασφαλίζεται υψηλού επιπέδου προστασία της υγείας του ανθρώπου.
Το άρθρο 151 προβλέπει
Η Ένωση και τα κράτη μέλη, έχοντας υπόψη τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα όπως αυτά που ορίζονται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη που υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961, και στον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989, έχουν ως στόχο την προώθηση της απασχόλησης, τη βελτίωση των διαβίωσης και εργασίας, ώστε να καταστήσουν δυνατή την εναρμόνισή τους με παράλληλη διατήρηση της προόδου, την κατάλληλη κοινωνική προστασία, τον κοινωνικό διάλογο και την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων που θα επιτρέψουν ένα υψηλό και διαρκές επίπεδο απασχόλησης και την καταπολέμηση του αποκλεισμού.
Το άρθρο 153 προβλέπει
1. Προκειμένου να υλοποιήσει τους στόχους του άρθρου 151, η Ένωση υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών στους ακόλουθους τομείς:
α) βελτίωση, ιδιαιτέρως, του περιβάλλοντος εργασίας, με σκοπό την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων,
β) όροι εργασίας,
γ) κοινωνική ασφάλιση και κοινωνική προστασία των εργαζομένων,
δ) προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας,
ε) ενημέρωση και διαβούλευση με τους εργαζομένους,
στ) εκπροσώπηση και συλλογική υπεράσπιση των συμφερόντων εργαζομένων και εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένης της συνδιαχείρισης, με την επιφύλαξη της παραγράφου 5,
ζ) απασχόλησης των υπηκόων των τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στο έδαφος της Ένωσης,
η) αφομοίωση των αποκλειομένων από την αγορά εργασίας προσώπων, με την επιφύλαξη του άρθρου 166,
θ) ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις ευκαιρίες στην αγορά εργασίας και τη μεταχείριση στην εργασία,
ι) καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού,
ια) εκσυγχρονισμός των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, με την επιφύλαξη του στοιχείου γ).
2. Για τον σκοπό αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο:
α) δύνανται να θεσπίζουν μέτρα ενθάρρυνσης της συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών, μέσω πρωτοβουλιών που αποσκοπούν στη βελτίωση των γνώσεων, την ανάπτυξη της ανταλλαγής πληροφοριών και δοκιμασμένων πρακτικών, την προώθηση καινοτόμων λύσεων και την αξιολόγηση εμπειριών, αποκλειόμενης της εναρμόνισης των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών,
β) δύνανται να θεσπίζουν, στους τομείς που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως θ) της παραγράφου 1, μέσω οδηγιών, τις ελάχιστες προδιαγραφές οι οποίες εφαρμόζονται σταδιακά, λαμβανομένων υπόψη των και των τεχνικών ρυθμίσεων που υφίστανται σε κάθε κράτος μέλος. Στις οδηγίες αυτές αποφεύγεται η επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών, οι οποίοι θα παρεμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών.
Στους τομείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία γ), δ), στ) και ζ), το Συμβούλιο αποφασίζει σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία, ομοφώνως, και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τις εν λόγω επιτροπές.
Το Συμβούλιο, προτάσσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δύναται να αποφασίζει με ομοφωνία την εφαρμογή της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας στην παράγραφο 1, σημεία δ), στ) και ζ).
3. Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους, εφόσον οι κοινωνικοί εταίροι το ζητήσουν από κοινού, την εφαρμογή των οδηγιών που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 ή, κατά περίπτωση, την εφαρμογή απόφασης του Συμβουλίου που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 155.
Σε αυτή την περίπτωση, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να εξασφαλίζει ότι, το αργότερο κατά την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να μεταφερθεί ή να τεθεί σε εφαρμογή στο εθνικό δίκαιο μια οδηγία ή μια απόφαση, οι κοινωνικοί εταίροι έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα μέσω συμφωνιών, ενώ παράλληλα το κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να θεσπίζει τις αναγκαίες διατάξεις ώστε να είναι, ανά πάσα στιγμή, σε θέση να εξασφαλίζει τα αποτελέσματα που επιβάλλονται από την εν λόγω οδηγία ή απόφαση.
Το άρθρο 12 του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Χάρτη προβλέπει:
Δικαίωμα για κοινωνική ασφάλεια
Άρθρο 12.- Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για κοινωνική ασφάλεια, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση :
1. Να καθιερώνουν ή να διατηρούν σύστημα κοινωνικής ασφάλειας.
2. Να διατηρούν το σύστημα κοινωνικής ασφάλειας σε ικανοποιητικό επίπεδο ίσο τουλάχιστο με εκείνο που απαιτείται για την επικύρωση της 102 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας σχετικά με τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας.
3. Να καταβάλλουν προσπάθειες για την ανύψωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας σε ψηλότερο επίπεδο.
Με βάση τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι, εφαρμόζεται ως διάταξη του Πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 3155/1955, ΦΕΚ Α’ 140 ως προς τα ελάχιστα όρια πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη η οποία παραβιάζεται στα κάτωθι άρθρα ήτοι:
Άρθρον 7.
Παν Μέλος δι’ ο ισχύει το παρόν Μέρος της Συμβάσεως δέον να εξασφαλίζει την χορήγησιν παροχών εις τα προστατευόμενα πρόσωπα, οσάκις η κατάστασις αυτών απαιτεί ιατρικάς φροντίδας προληπτικού θεραπευτικού χαρακτήρος συμφώνως προς τα κατωτέρω άρθρα του ρηθέντος Μέρους.
Άρθρον 8.
Ο καλυπτόμενος κίνδυνος δέον όπως περιλαμβάνει πάσαν εξ οιασδήποτε αιτίας προερχομένην νοσηράν κατάστασιν, την κύησιν, τον τοκετόν και τας συνεπείας τούτων.
Άρθρον 10.
1. Εις τας παροχάς δέον όπως περιλαμβάνωνται τουλάχιστον : α) Εις περιπτώσεις νοσηράς καταστάσεως :
αι φροντίδες ιατρών γενικής ιατρικής, περιλαμβανομένων και των κατ’ οίκον επισκέψεων,
αι φροντίδες ιατρών ειδικοτήτων αι παρεχόμεναι εν νοσοκομείοις εις πρόσωπα περιθαλπτόμενα εν αυτοίς ή μη και αι φροντίδες ιατρών ειδικοτήτων, αι δυνάμεναι να παρασχεθούν και εκτός νοσοκομείων,
η χορήγησις των αναγκαίων φαρμακευτικών ειδών επί τη βάσει συνταγής ιατρού ή άλλου ειδήμονος,
IV) η εν νοσοκομείω νοσηλεία οσάκις αύτη τυγχάνει αναγκαία. β) εις περίπτωσιν κυήσεως, τοκετού και των συνεπειών τούτων :
η προ του τοκετού, κατά τον τοκετόν και μετ’ αυτόν περίθαλψις η παρεχομένη υπό ιατρού διπλωματούχου μαίας, η νοσοκομειακή περίθαλψις οσάκις αύτη είναι αναγκαία.
2. Ο δικαιούχος το συντηρούν αυτόν μέλος της οικογενείας του, δύναται να υποχρεωθή να μετάσχει εις τας δαπάνας της ιατρικής περιθάλψεως της παρεχομένης εις περίπτωσιν ασθενείας. Το ποσοστόν της συμμετοχής ταύτης δέον να είναι τοιούτον ώστε να μη συνεπάγεται πολύ μεγάλην επιβάρυνσιν.
3. Αι χορηγούμεναι συμφώνως προς το παρόν άρθρον παροχαί δέον να τείνουν εις την συντήρησιν, αποκατάστασιν βελτίωσιν της υγείας του προστατευομένου προσώπου, ως και της προς εργασίαν ικανότητος και εις την δυνατότητα της αντιμετωπίσεως των ατομικών του αναγκών.
4. Αι χορηγούσαι τας παροχάς αρμοδίαι κρατικαί υπηρεσίαι < ιδρύματα δέον όπως ενισχύσουν δι’ όλων των καταλλήλων μέσων τα προστατευόμενα πρόσωπα να προσφεύγουν εις τας γενικάς υπηρεσίας υγείας, αίτινες τίθενται εις την διάθεσίν των υπό των δημοσίων αρχών υπό ετέρων οργανισμών ανεγνωρισμένων υπό των δημοσίων αρχών.
Άρθρον 11.
Αι περί ων το άρθρον 10 παροχαί δέον όπως, κατά την επέλευσιν του καλυπτομένου κινδύνου, εξασφαλίζωνται εις τα προστατευόμενα πρόσωπα τα πληρούντα ταύτα ο προστάτης της οικογενείας αυτών ωρισμένας προϋποθέσεις απαραιτήτους δια την αποφυγήν καταχρήσεων.
Άρθρον 12.
1. Αι περί ων το άρθρον 10 παροχαί δέον να χορηγούνται καθ’ όλην την διάρκειαν του καλυπτομένου κινδύνου, εξαιρέσει της περιπτώσεως νοσηράς καταστάσεως ότε η διάρκεια των παροχών δύναται να περιορισθή εις 26 εβδομάδας κατά περίπτωσιν. Αι εις είδος παροχαί πάντως δεν δύνανται να διακοπούν εφ’ όσον καταβάλλεται επίδομα ασθενείας.
Προσέτι δέον όπως ληφθούν μέτρα δια την αύξησιν του ως άνω ορίου εις περιπτώσεις ασθενειών δια τας οποίας αναγνωρίζεται υπό της εθνικής νομοθεσίας ότι είναι αναγκαία παρατεταμένη περίθαλψις.
2. Εάν εγένετο δήλωσις, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, η διάρκεια των παροχών δύναται να περιορισθή εις 13 εβδομάδας κατά περίπτωσιν.
Εξάλλου δε, αντίκειται στο σύνολο του Κανονισμού 883/2004 που αντικατέστησε τον Κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 «περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας», ο οποίος εξαρτά την παροχή ασφαλιστικών παροχών από τον χρόνο ασφάλισης και όχι από την καταβολή των εισφορών και προπαντός δεν επιτρέπει την μη παροχή υγειονομικών υπηρεσιών με την ταυτόχρονη έντοκη χρέωση των ασφαλιστικών εισφορών υγείας.
Ειδικότερα άρθρο 1
«περίοδος ασφάλισης» : οι περίοδοι εισφοράς, µισθωτής δραστηριότητας ή µη µισθωτής δραστηριότητας, όπως αυτές ορίζονται ή αναγνωρίζονται ως περίοδοι ασφάλισης από τη νοµοθεσία, υπό την οποία έχουν ή θεωρούνται ότι έχουν πραγματοποιηθεί, καθώς και όλες οι εξοµοιούµενες προς αυτές περίοδοι, στο βαθµό που έχουν αναγνωρισθεί από τη νοµοθεσία αυτή ως ισοδύναµες µε περιόδους ασφάλισης.
Άρθρο 6:
Εκτός εάν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισµός, ο αρµόδιος φορέας κράτους µέλους, η νοµοθεσία του οποίου εξαρτά :
− την απόκτηση, διατήρηση, διάρκεια ή ανάκτηση δικαιώµατος για παροχές,
− την υπαγωγή σε νοµοθεσία, ή
− την πρόσβαση σε ή την εξαίρεση από υποχρεωτική ασφάλιση ή προαιρετική υπαγωγή στην ασφάλιση ή προαιρετική ασφάλιση ή συνέχιση στην ασφάλιση, από τη συµπλήρωση περιόδων ασφάλισης, µισθωτής δραστηριότητας, µη µισθωτής δραστηριότητας ή κατοικίας, πρέπει να λαµβάνει υπόψη, στο βαθµό που είναι αναγκαίο, τις περιόδους ασφάλισης, µισθωτής δραστηριότητας, µη µισθωτής δραστηριότητας ή κατοικίας που έχουν πραγµατοποιηθεί σύµφωνα µε τη νοµοθεσία κάθε άλλου κράτους µέλους, σαν να επρόκειτο για περιόδους που έχουν πραγµατοποιηθεί σύµφωνα µε τη νοµοθεσία που αυτός εφαρµόζει.
Επί πλέον δε, παραβιάζεται και το άρθρο 34 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ:
«Η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα πρόσβασης στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στις κοινωνικές υπηρεσίες που εξασφαλίζουν προστασία σε περιπτώσεις όπως η μητρότητα, η ασθένεια [κλπ.], σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές».
Κατόπιν αυτών, η άρνηση εκ μέρους των εναγομένων για παροχή υγειονομικών υπηρεσιών στους ασφαλισμένους που δεν καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές και η ταυτόχρονη χρέωση τους με αυτές ως ασφαλισμένους, εμποδίζει την πρόσβαση τους στο κοινωνικό σύστημα υγείας και στις ελάχιστες παροχές αυτού, και τους οδηγεί σε κοινωνικό αποκλεισμό και σε οικονομική βλάβη.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ: ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 25 § 1 ΚΑΙ ΑΡΘΡΟΥ 5 § 1 & 5, 4 § 1
Με δεδομένο εξ άλλου το γεγονός, της υποχρεωτικότητας της κοινωνικής ασφάλισης κατά το Ελληνικό Σύνταγμα αλλά και την εν γένει ασφαλιστική νομοθεσία όπως αυτή αναφέρθηκε στον προηγούμενο λόγο, η χρέωση εισφορών υγείας και ταυτόχρονα η άρνηση των εναγομένων να παράσχουν υγειονομικές υπηρεσίες στους ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ και καταναλωτές, ενώ δηλαδή προηγούμενα τους χρεώνουν τις εισφορές υγείας, (αλλά και οι διατάξεις που προβλέπουν την αναστολή ασφάλισης) είναι παράνομο ως αντίθετο στην διάταξη του άρθρου 5 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 1 και 25 § 1 του Συντάγματος. Το αυτό ισχύει και για την πρακτική του πρώτου εναγόμενου να απαιτεί την καταβολή ασφαλίστρων υγείας για τις περιόδους που δεν παρείχε θεώρηση βιβλιαρίου υγείας, και ουτε παροχές υγείας σε είδος ή εις χρήμα.
Παραβιάζεται και το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, αφού πλέον εμποδίζεται η συμμετοχή του ασφαλισμένου στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, αφού, ο καταναλωτής ασφαλισμένος στους εναγόμενους που δεν καταβάλει εμπρόθεσμα τις εισφορές κλάδου υγείας, αυτός, αφενός μεν προηγούμενα χρεώνεται με τις εισφορές υγείας, ενώ μετά του στερείται η υγειονομική περίθαλψη για την οποία χρεώθηκε, αφ ετέρου δε οι εισφορές υγείας για το παραπάνω χρονικό διάστημα, εισπράττονται μέσω καταλογισμού και πιστώνονται στην περιουσία του εναγομένου, ταυτόχρονα δε, αυτός που του έχουν καταλογιστεί οι εισφορές, ο ασφαλισμένος, υποχρεούται σε περίπτωση ασθένειας του, ή σε περίπτωση που απαιτηθεί η διενέργεια εξετάσεων και η λήψη φάρμακων, να καταφύγει στον ιδιωτικό τομέα πληρώνοντας το κόστος αυτών εξ ίδιων κεφαλαίων, χωρίς αυτά να συμψηφίζονται ποτέ με τις ασφαλιστικές εισφορές. Το αυτό ισχύει και για την πρακτική του πρώτου εναγόμενου να απαιτεί την καταβολή ασφαλίστρων υγείας για τις περιόδους που δεν παρείχε θεώρηση βιβλιαρίου υγείας, και ουτε παροχές υγείας σε είδος ή εις χρήμα.
Επιπλέον προκύπτει ότι, η διακοπή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και η ταυτόχρονη χρέωση και πίστωση των εισφορών υγείας ως κύρωση σε βάρος των προαναφερομένων καταναλωτών ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ, παραβιάζει βάναυσα την αρχή της αναλογικότητας και θέτει σε κίνδυνο την ζωή των παραπάνω, κατά αντίθεση με τα όσα ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος περί προστασίας της ζωής όσων βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια.
Ιδιαίτερη προβολή της καταχρηστικότητας προκύπτει και από το ότι, ενώ έναντι του τιμήματος αντιπαροχής παρέχονται οι υγειονομικές υπηρεσίες στους ασφαλισμένους και καταναλωτές, το οποίο δύναται να εισπραχθεί αναγκαστικά όχι μόνο βάσει των διατάξεων του ΚΕΔΕ, αλλά και με αυξημένη τοκοφορία και επιβολή προστίμων αλλά και ποινική δίωξη του ασφαλισμένου, η άρνηση των εναγομένων να παράσχουν υγειονομικές υπηρεσίες όπως και η πρόβλεψη στις νομοθετικές διατάξεις, αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας, αφού με αυτήν την μέθοδο, ο ασφαλισμένος που χρεώνεται υποχρεωτικά για κάτι που δεν παραλαμβάνει λόγω της παράνομης σύμφωνα με το ανάπτυγμα, άρνησης των εναγομένων, τιμωρείται με διπλή ποινή και με τη χρέωση και τον καταλογισμό και με την μη παροχή, την στέρηση δηλαδή των υπηρεσιών που δικαιούται να λαμβάνει. Επί πλέον αυτών, ενώ τοκίζεται η απαίτηση του εναγομένου, ο αποκλεισμός από το υγειονομικό σύστημα είναι πλήρης, την στιγμή που θα μπορούσε, η μη καταβολή των εισφορών να δικαιολογούσε έναν μερικό αποκλεισμό, με μικρότερο ποσοστό κάλυψης δηλαδή, η έστω μόνο για ελάσσονος σημασίας ασθένειες και εξετάσεις.
Και το λέμε αυτό, διότι η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική και παγκόσμια αρχή του δικαίου, εφαρμόζεται σε όλες τις σχέσεις παροχής – αντιπαροχής. Εξάλλου όσον αφορά την ασφάλιση ασθένειας και μητρότητας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Απόφαση ΔΕΚ της 17.2.1993, C-159 και 160/91, Poucet και Pistre, Συλλ. 1993,1-664 επ., σκέψη 10 έχει κάνει αποδεκτή την αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς η έμμονη των εναγομένων και των σχετικών νομοθετημάτων να απαιτούν την είσπραξη των εισφορών υγείας, και να προβαίνουν στην χρέωση τους και στην αναγκαστική τους είσπραξη και με ποινική δίωξη των ασφαλισμένων καταναλωτών, καθιστά καταχρηστική και αντίθετη στο Σύνταγμα, την καθολική άρνηση να παρέχουν υπηρεσίες υγείας στους ασφαλισμένους. Επιπροσθέτως μάλιστα, ως ασφαλισμένοι δεν μπορούν να επικαλεστούν ούτε τις ευνοϊκές διατάξεις περί ανασφάλιστων και να πετύχουν με τον τρόπο αυτό την υγειονομική του κάλυψη.
Έτσι λοιπόν βρίσκονται σε μια τριπλή βλάβη και ποινή, 1. κατάσταση μόνιμου κίνδυνου υγείας, ενώ ταυτόχρονα 2. χρεώνονται για κάτι που δεν τους παρέχεται και 3. διώκονται και ποινικά για την μη καταβολή των εισφορών κλάδου ασθένειας.
Επιπλέον παραβιάζεται η αρχή της ισότητας κατά άρθρο 4 παράγραφος 1 Σ:
1) Ειδικότερα, επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των παραπάνω καταναλωτών και ασφαλισμένων σε 2 κατηγορίες, 1. αυτοί που χρωστούν τις ασφαλιστικές εισφορές, τις χρεώνονται αναγκαστικά και κάποια στιγμή θα υποχρεωθούν να τις καταβάλλουν και που δεν έχουν πλήρως (ούτε καν μερικώς) πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, υποχρεούμενοι να προσφύγουν σε υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης τις οποίες πληρώνουν με ίδια τους κεφάλαια, και 2. στους ασφαλισμένους που πληρώνουν τις εισφορές τους και απολαμβάνουν την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Και εν προκειμένω το ποσό που χρεώνονται οι μεν (και θα υποχρεωθούν κάποτε να το πληρώσουν τοκισμένο) χωρίς να απολαμβάνουν υγειονομικές υπηρεσίες είναι το ίδιο ποσό που πληρώνουν οι δε που τις απολαμβάνουν.
2) Επίσης επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ πολιτών στην ίδια χώρα, 1. των παραπάνω καταναλωτών και ασφαλισμένων που χρωστούν τις ασφαλιστικές εισφορές και 2. εκείνων που αυτοί επιλέγουν είναι ανασφάλιστοι και ανεπάγγελτοι και δεν χρεώνονται με ασφαλιστικές εισφορές.
3) Τέλος επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ 1. των παραπάνω καταναλωτών και ασφαλισμένων που χρωστούν τις ασφαλιστικές εισφορές στα εναγόμενα πρόσωπα του ΝΠΔΔ που παρέχουν ασφάλιση υγείας και υγειονομικές υπηρεσίες σε σχέση με 2. τους ασφαλισμένους σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες που απολαμβάνουν τις υγειονομικές υπηρεσίες και παροχές υγείας την ίδια περίπτωση. Ήτοι, στην περίπτωση δηλαδή όπου η Ασφαλιστική Εταιρεία επιλέγει να χρεώνει το ασφάλιστρο που δεν καταβάλλεται και να μην καταγγέλλει την σύμβαση, ή να κάνει επίσχεση παροχής μη χρεώνοντας όμως το ασφάλιστρο.
4) Υπάρχει δε, για όσους πάσχουν από ανίατες ασθενές που παρέχονται κυρίως δια των 3ου έως 7ου των εναγομένων, η αντίθεση αυτής της συμπεριφοράς των εναγομένων, στο άρθρο 2 και 21 παράγραφος 2 και 3 του Συντάγματος, αφού η παραπάνω συμπεριφορά των εναγομένων (και οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις) αντίκεινται στη αρχή της ανθρώπινης αξιοπρεπείας και στην υποχρέωση σεβασμού της ανθρώπινης υγείας και αξίας.
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ. ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΕΣΔΑ ΣΕ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΓΕΝΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
Υπάρχει και παραβίαση του άρθρου 2 και 3 της ΕΣΔΑ, αφού τίθεται σε κίνδυνο η ζωή και η ασφάλεια των καταναλωτών ασφαλισμένων και η άρνηση παροχής υγειονομικών υπηρεσιών συνιστά βασανιστήριο και συμπεριφορά απάνθρωπη και εξευτελιστική αντίθετη στην ανθρωπινή αξιοπρέπεια.
Επιπλέον και με δεδομένο ότι, η παροχή του ασφαλισμένου καταναλωτή για την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη χρεώνεται από τους εναγόμενους, τότε η αντίθετη αξίωση του ασφαλισμένου για την παροχή υπηρεσιών υγείας αποτελεί ενοχικό δικαίωμα, δικαίωμα προσδοκίας και συνεπώς μέρος της περιούσιας του το οποίο προστατεύεται από την διάταξη του πρώτου άρθρου του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο όμως πρωτόκολο της ΕΣΔΑ ματαιώνεται λόγω των προαναφερομένων διατάξεων που εφαρμόζουν οι εναγόμενοι και της συμπεριφοράς που επιδεικνύουν.
Τέλος από τα παραπάνω προκύπτει ότι παραβιάζεται η γενική αρχή του δικαίου και δη γενικός παραδεδεγμένος κανόνας του Διεθνούς Δικαίου, βάσει του οποίου, εφόσον χρεώνεται από τον αντισυμβαλλόμενο και αξιώνεται η καταβολή παροχής για αντιπαροχή υπηρεσιών ή αγαθών, δεν μπορεί ο συμβαλλόμενος που απαιτεί την παροχή, να αρνηθεί την αντιπαροχή, που εδώ είναι η παροχή υγειονομικών υπηρεσιών. Με δεδομένο ότι η γενική αρχή αυτή του διεθνούς δικαίου, είναι πρόταση δικαίου τόσο θεμελιώδους σημασίας, ώστε μπορεί να βρεθεί σχεδόν σε κάθε νομικό σύστημα σε όλο τον κόσμο, η παραπάνω αρχή είναι γενική αρχή ως αρχή του Διεθνούς δικαίου. Όπως άλλωστε και είναι γενική αρχή του Διεθνούς Δικαίου η αρχή της καλής πίστης η οποία επιτάσσει, όταν χρεώνεται κάποιο ποσό να παρέχεται το αντάλλαγμα και, όταν εκδηλώνεται άρνηση παροχής υπηρεσίας ή αγαθού λόγω μη καταβολής αντίτιμου, να μην χρεώνεται τελικά αυτό στον αντισυμβαλλόμενο.
Εξάλλου παραβιάζονται και οι παρεμφερείς γενικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου που είναι η υποχρέωση καλής πίστης και η αρχή pacta sunt servanda σεβασμός των συμφωνημένων -οι συμβάσεις δεσμεύουν νομικά τους συμβαλλομένους όσο αυτές είναι ενεργές και εφόσον χρεώνεται ή πιστώνεται το αντίτιμο ή υπηρεσία ή το αγαθό να παρέχεται, η σε περίπτωση αδυναμίας παροχής της υπηρεσίας η του αγαθού, να αποζημιώνεται.
Ακόμα παραβιάζεται και το Διεθνές Σύμφωνο του 1966 για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα που κυρώθηκε με το Ν. 1532/85) που στο άρθρο 11 παράγραφος 2 περίπτωση δ προβλέπει ότι:
1. Τα συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε προσώπου να απολαμβάνει την καλλίτερη δυνατή σωματική και ψυχική υγεία.
2. Τα μέτρα που θα λάβουν τα συμβαλλόμενα Κράτη, για την εξασφάλιση της πλήρους άσκησης του δικαιώματος αυτού πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης και τα απαιτούμενα μέτρα για τη διασφάλιση:
α) Της μειώσεως των θνησιγενών βρεφών και της θνησιμότητας αυτών καθώς και της υγιεινής ανάπτυξης των παιδιών,
β) Της βελτιώσεως όλων των τομέων υγιεινής του περιβάλλοντος και της βιομηχανικής υγιεινής,
γ) Της προφυλάξεως και θεραπείας επιδημικών, ενδημικών, επαγγελματικών και άλλων ασθενειών και της καταπολέμησης αυτών,
δ) Της δημιουργίας συνθηκών που μπορούν να εξασφαλίζουν σε όλους ιατρικές υπηρεσίες και ιατρική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας.
Παραβιάζονται επίσης και τα άρθρα 7,8,9, 10§§1,2,3,4 του Ν 1136/1981 ΦΕΚ Α 61/13-3-1981 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλισης και τα άρθρα 11,12,13, 14, Ν 1426/1984 ΦΕΚ Α 32/21-3-1984), τελικά ειδικά του ευμενέστερου για εμάς «χωρίς επαρκείς πόρους» του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη ήτοι κανόνες δικαίου που έχουν υπερνομοθετική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ 1 του Ελληνικού γραπτού και αυστηρού Συντάγματος και οι οποίοι κανόνες δικαίου υπερισχύουν-κατισχύουν των κατωτέρας τυπικής ισχύος Νόμων (περί εφαρμοστικών μέτρων των Μνημονίων όπως Ν 4152/2013 κλπ, ΠΔ και Υπουργικών Αποφάσεων και Εγκυκλίων) την στιγμή μάλιστα που οι καταναλωτές είναι υπήκοοι-πολίτες της Ελλάδος και δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, κατ άρθρο 13§1 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη που κυρώθηκε με το Ν 1426/1984, ευρισκόμενοι στο όριο της φτώχειας και κάτω από το όριο της φτώχειας ως ελεύθεροι επαγγελματίες.
Α) Ο κατ΄άρθρο 28 παρ 1 του Συντάγματος υπερνομοθετικής ισχύος νόμος 1136/1981 ΦΕΚ Α 61/13-3-1981), Περί κυρώσεως του Ευρωπαϊκού Κώδικος Κοινωνικής Ασφάλειας καθορίζει ευθέως υποχρεώσεις των κρατικών υπαλλήλων του Ελληνικού Κράτους, στο
«ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΙΑΤΡΙΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ
Αρθρον 7.
Έκαστον Συμβαλλόμενον Μέρος, δια το οποίον ισχύει το παρόν μέρος του κώδικος, οφείλει να εγγυηθή την χορήγησιν παροχών εις τα προστατευόμενα πρόσωπα οσάκις ή κατάστασίς των έχη ανάγκη ιατρικών φροντίδων προληπτικού ή θεραπευτικού χαρακτήρος, συμφώνως προς τα κατωτέρω άρθρα του ρηθέντος μέρους.
Άρθρον 8.
Ο καλυπτόμενος κίνδυνος δέον όπως περιλαμβάνει πάσαν νοσηράν κατάστασιν, ανεξαρτήτως αιτίας, την κύησιν, τον τοκετόν και τα επακόλουθά των.
Άρθρον 9 Τα προστατευόμενα πρόσωπα δέον όπως περιλαμβάνουν :
α) είτε καθωρισμένας κατηγορίας μισθωτών αποτελούσας εν συνόλω 50 % τουλάχιστον του συνόλου των μισθωτών ως και τας συζύγους και τα τέκνα των μελών των κατηγοριών τούτων.
β) είτε καθωρισμένας κατηγορίας του ενεργού πληθυσμού, αποτελούσας εν συνόλω 20% τουλάχιστον του συνόλου των κατοίκων ως και τας συζύγους και τα τέκνα των μελών των κατηγοριών τούτων.
γ) είτε καθωρισμένας κατηγορίας κατοίκων αποτελούσας εν συνόλω 50% τουλάχιστον του συνόλου των κατοίκων.
Άρθρον 10
1. Αι παροχαί δέον όπως περιλαμβάνουν τουλάχιστον :
α) Εν περιπτώσει νοσηράς καταστάσεως:
ι) τας φροντίδας ιατρών γενικής ιατρικής περιλαμβανομένων των επισκέψεων κατ` οίκον.
ιι) τας φροντίδας ιατρών ειδικοτήτων τας παρεχομένας εντός νοσοκομείων εις πρόσωπα νοσηλευόμενα ή μη και τας φροντίδας ιατρών ειδικοτήτων αι οποίαι δύνανται να παρέχωνται εκτός νοσοκομείων.
ιιι) Την προμήθειαν ουσιωδών φαρμακευτικών προϊόντων κατόπιν συνταγής ιατρού ή άλλου ειδήμονος.
ιν) Την νοσοκομειακήν περίθαλψιν όταν αύτη είναι αναγκαία και
β) Εν περιπτώσει κυήσεως τοκετού και των συνεπειών των :
ι) Τας προ του τοκετού φροντίδας, τας φροντίδας κατά τον τοκετόν και τας μετά τον τοκετόν τοιαύτας, τας παρεχομένας είτε παρά του ιατρού, είτε παρά διπλωματούχου μαίας και
ιι) Την νοσοκομειακήν περίθαλψιν όταν αύτη είναι αναγκαία.
2. Ο δικαιούχος ή προστάτης οικογενείας δύναται να υποχρεωθή να συμμετάσχη εις τας δαπάνας των ιατρικών φροντίδων των οποίων έτυχε, εν περιπτώσει νοσηράς καταστάσεως. Οι σχετικοί προς την τοιαύτην συμμετοχήν κανόνες δέον να διαμορφούνται κατά τρόπον ώστε να μη συνεπάγωνται υπερβολικήν επιβάρυνσιν.
3. Αι παροχαί αι παρεχόμεναι συμφώνως προς το παρόν άρθρον δέον να τείνουν εις την διαφύλαξιν, την αποκατάστασίν και την βελτίωσιν της υγείας του προστατευομένου προσώπου, ως και της ικανότητός του προς εργασίαν και προς αντιμετώπισιν των προσωπικών του αναγκών.
4. Αι Κρατικαί Υπηρεσίαι ή Οργανισμοί οι απονέμοντες τας παροχάς οφείλουν να ενθαρρύνουν τα προστατευόμενα πρόσωπα δι` όλων των δυναμένων να θεωρηθούν καταλλήλων μέσων, όπως προστρέχουν εις τας γενικάς υπηρεσίας υγείας αι οποίαι έχουν τεθή εις την διάθεσιν των υπό των Δημοσίων Αρχών ή υπό ετέρων οργανισμών ανεγνωρισμένων από τας Δημοσίας Αρχάς……».
Ο κατ΄άρθρο 28 παρ 1 του Συντάγματος υπερνομοθετικής ισχύος νόμος 1426 /1984 ΦΕΚ Α 32/21-3-1984), Για την κύρωση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, καθορίζει ευθέως νεότερες υποχρεώσεις των κρατικών υπαλλήλων των Συμβαλλομένων Κρατών, όπως του Ελληνικού Κράτους στα άρθρα 11, 12, 13,14,16, 17 :
« `Αρθρο 11 Δικαίωμα για προστασία της υγείας
Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για προστασία της υγείας, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λαμβάνουν είτε απευθείας είτε με τη συνεργασία δημόσιων και ιδιωτικών οργανώσεων, κατάλληλα μέτρα που θα αποσκοπούν ιδίως:
1. Να εξαφανίζουν κατά το δυνατό τα αίτια μη ικανοποιητικής υγείας.
2. Να προβλέπουν συμβουλευτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες διαφώτισης σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της υγείας και την ανάπτυξη της συναίσθησης ατομικής ευθύνης στον τομέα της υγείας.
3. Να προλαβαίνουν κατά το δυνατό, τις επιδημίες ενδημικές και άλλες ασθένειες.
`Αρθρο 12 Δικαίωμα για κοινωνική ασφάλεια
Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για κοινωνική ασφάλεια, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση:
1. Να καθιερώνουν ή να διατηρούν σύστημα κοινωνικής ασφάλειας.
2. Να διατηρούν το σύστημα κοινωνικής ασφάλειας σε ικανοποιητικό επίπεδο ίσο τουλάχιστον με εκείνο που απαιτείται για την επικύρωση της 102 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, σχετικά με τά ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας.
3. Να καταβάλλουν προσπάθεις για την ανύψωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας σε ψηλότερο επίπεδο
4. Να λαμβάνουν μέτρα για τη σύναψη των κατάλληλων διμερών ή πολυμερών συμβάσεων ή με άλλα μέσα και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που καθορίζονται με τις συμφωνίες αυτές, για να διασφαλίζουν:
α) την ισότητα μεταχείρισης ανάμεσα στους υπηκόους του κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους και τους υπηκόους των άλλων Μερών αναφορικά με τα δικαιώματα για κοινωνική ασφάλεια, περιλαμβανομένης και της διαφύλαξης των πλεονεκτημάτων που έχουν παραχωρηθεί από τις νομοθεσίες κοινωνικής ασφάλειας, ανεξάρτητα με τις μετακινήσεις που θα ήταν δυνατό να πραγματοποιήσουν τα προστατευόμενα πρόσωπα στο έδαφος των Συμβαλλόμενων Μερών,
β) την παροχή, διατήρηση και αποκατάσταση των δικαιωμάτων για κοινωνική ασφάλεια με μέσα όπως είναι ο συνυπολογισμός των περιόδων ασφάλισης ή απασχόλησης που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία του καθενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη.
`Αρθρο 13 Δικαίωμα για κοινωνική και ιατρική αντίληψη
Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για κοινωνική και ιατρική αντίληψη, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση:
1. Να μεριμνούν ώστε κάθε πρόσωπο, που δεν διαθέτει επαρκείς πόρους και δεν είναι σε θέση να τους εξασφαλίσει με δικά του μέσα ή από άλλη πηγή, ιδίως δε από παροχές που καταβάλλονται από σύστημα κοινωνικής ασφάλειας, να μπορεί να λαμβάνει κατάλληλη βοήθεια και σε περίπτωση ασθένειας τις φροντίδες που απαιτεί η κατάσταση της υγείας του.
2. Να μεριμνούν ώστε τα πρόσωπα που δικαιούνται παρόμοια βοήθεια να μη βλέπουν να τους περιορίζονται από το λόγο αυτόν τα πολιτικά ή κοινωνικά δικαιώματά τους.
3. Να προβλέπουν ότι όλα τα πρόσωπα θα μπορούν να λαμβάνουν από τις αρμόδιες υπηρεσίες δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα οποιαδήποτε αναγκαία πιστωτική βοήθεια για την πρόληψη, εξάλειψη ή βελτίωση της κατάστασης ανάγκης προσωπικής ή οικογενειακής φύσεως.
4. Να εφαρμόζουν τις διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 αυτού του άρθρου, με βάση την ισότητα των υπηκόων τους με τους υπηκόους των άλλων Συμβαλλόμενων Μερών, που βρίσκονται νόμιμα στο έδαφός τους, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση κοινωνικής και ιατρικής αντίληψης που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 11 Δεκέμβρη 1953.
`Αρθρο 14 Δικαίωμα για απόλαυση των κοινωνικών υπηρεσιών
Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για απόλαυση των κοινωνικών υπηρεσιών, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση:
1. Να ενθαρρύνουν ή να οργανώνουν τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούν τις μεθόδους που ταιριάζουν στην κοινωνική υπηρεσία και συμβάλλουν στην καλή διαβίωση και στην ανάπτυξη των ατόμων και των ομάδων μέσα στην κοινωνία καθώς και στην προσαρμογή τους στον κοινωνικό περιβάλλον.
2. Να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των ατόμων και των εθελοντικών ή άλλων οργανώσεων στη σύσταση ή στη διατήρηση των υπηρεσιών αυτών.
Άρθρο 15 …………
`Αρθρο 16 Δικαίωμα της οικογένειας για κοινωνική, νομική και οικονομική προστασία
Για πραγματοποίηση των απαραίτητων συνθηκών διαβίωσης που απαιτούνται για την πλήρη ανάπτυξη της οικογένειας που είναι βασικό κύτταρο της κοινωνίας, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προωθούν την οικονομική, νομική και κοινωνική προστασία της οικογενειακής ζωής, ιδίως με κοινωνικές και οικογενειακές παροχές, με φορολογικές διατάξεις, με ενθάρρυνση για την κατασκευή κατοικιών που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της οικογένειας, με την ενίσχυση των νέων εστιών ή με κάθε άλλο κατάλληλο μέτρο.
`Αρθρο 17 Δικαίωμα της μητέρας και του παιδιού για κοινωνική και οικονομική προστασία
Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος της μητέρας και του παιδιού για κοινωνική και οικονομική προστασία, τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για το σκοπό αυτόν, περιλαμβανομένης της σύστασης ή της διατήρησης κατάλληλων ιδρυμάτων ή υπηρεσιών….».
Έτσι λοιπόν προκύπτει σαφώς ότι η συμπεριφορά των εναγομένων είναι αθροιστικά παράνομη αφού εφαρμόζουν νόμους που αντίκεινται σε διατάξεις ανώτερης τυπικής ισχύος και φυσικά πλήττουν την ανθρωπινή αξιοπρέπεια.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ. ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 22 § 5 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Η παραπάνω συμπεριφορά των εναγομένων αντίκειται στο άρθρο 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος της 102 ΔΣΕ, και του άρθρο 34 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, συναφής είναι η από 18-12-2013 γνωμοδότησης του κου Καθηγητού του Συνταγματικού δίκαιου η οποία επί του θέματος εκθέτει τα κάτωθι που αποτελούν και μέρος του δικογράφου:
«Η ασφαλιστική σχέση που εκ του νόμου ιδρύεται μεταξύ ορισμένου προσώπου και του φορέα ασφάλισης (ταμείου) με την υπαγωγή του προσώπου στην ασφάλιση του φορέα και τη κτήση της ιδιότητας του ασφαλισμένου, λειτουργεί υποχρεωτικά καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που ασκείται ασφαλιστέα δραστηριότητα (δηλαδή άσκηση επαγγέλματος ή παροχή εργασίας), οπότε και διατηρείται η ιδιότητα του ασφαλισμένου. Λόγω της εκ του νόμου υποχρεωτικότητας της ασφαλιστικής σχέσης, ούτε η υπαγωγή στην ασφάλιση ούτε η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή εξαρτώνται από την ιδιωτική βούληση. Πρόσωπο που ασκεί ασφαλιστέα δραστηριότητα δεν επιτρέπεται να εξαιρεθεί από την υπαγωγή του στην ασφάλιση του οικείου φορέα ούτε ασφαλισμένος επιτρέπεται να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από την ασφαλιστική σχέση. Η εκ του νόμου υποχρεωτικότητα της ασφαλιστικής σχέσης λειτουργεί βεβαίως αμφιμερώς και, ενόψει της αρχής της νομιμότητας, δεσμεύει εξίσου και τους φορείς ασφάλισης (ν.π.δ.δ.). Ο φορέας δεν επιτρέπεται να εξαιρεί πρόσωπα που εκ του νόμου υπάγονται στην ασφάλισή του (ούτε, άλλωστε, να υπάγει στην ασφάλιση πρόσωπα που δεν ασκούν κατά νόμον ασφαλιστέα δραστηριότητα) και, επίσης, δεν επιτρέπεται να αρνείται την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του (ούτε, άλλωστε, να απαλλάσσει ασφαλισμένους από τις δικές τους). Με τη συνταγματική κατοχύρωση του θεσμού και του δικαιώματος της κοινωνικής ασφάλισης, η υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση και λειτουργίας της ασφαλιστικής σχέσης απορρέει πλέον εκ του Συντάγματος (άρθρο 22 παρ. 5) και, επομένως, δεσμεύει εξίσου και τον νομοθέτη, κοινό ή κανονιστικό. Η δέσμευση του νομοθέτη συνίσταται προεχόντως στην υποχρέωση καθολικής ασφαλιστικής κάλυψης, με την έννοια της ασφαλιστικής κάλυψης του συνόλου του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (βλ. χαρακτηριστικά ΣτΕ 1185/2010: «η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος θεσπίζει για τον νομοθέτη υποχρέωση ασφαλιστικής καλύψεως όχι μόνον του κάθε πολίτη, αλλά όλου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας»), τουλάχιστον για τους βασικούς ασφαλιστικούς κινδύνους. Ως τέτοιοι νοούνται, κατ’ ελάχιστον, το γήρας, η αναπηρία, ο θάνατος, η ασθένεια και μητρότητα κ.ά. Παράλληλα με το άρθρο 22 παρ. 5 Συντ. που κατοχυρώνει γενικά το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση, ειδικό συνταγματικό έρεισμα της υποχρέωσης ασφαλιστικής κάλυψης υγείας, δηλαδή της ασφάλισης ασθένειας και μητρότητας, παρέχουν και οι διατάξεις της παρ. 1 («Η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους»), της παρ. 3 («Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών»), καθώς επίσης, πλέον, και της παρ. 5 του άρθρου 21 Συντ. («Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους»). Εξάλλου, η υποχρεωτική ασφάλιση ασθένειας και μητρότητας απορρέει και από υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου. Τέτοιοι είναι, ιδίως, η υπ’ αριθμ. 102 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας «περί ελάχιστων ορίων κοινωνικής ασφάλειας» (κυρώθηκε με το ν. 3155/1955, ΦΕΚ Α’ 140), το άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 «περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας», όπως ισχύει, και προπαντός το άρθρο 34 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ: «Η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα πρόσβασης στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στις κοινωνικές υπηρεσίες που εξασφαλίζουν προστασία σε περιπτώσεις όπως η μητρότητα, η ασθένεια [κλπ.], σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Κατά συνέπεια, κανένας δεν επιτρέπεται να παραμένει ακάλυπτος ασφαλιστικά, -εδώ είναι σαφές ότι εννοεί τις λέξεις : δεν επιτρέπεται να παραμένει χωρίς να του παρέχεται πραγματική κάλυψη και όχι τις λέξεις : να είναι απλά εγγεγραμμένος ως ασφαλισμένος-, εφόσον και για όσο διάστημα ασκεί ασφαλιστέα δραστηριότητα, δηλαδή (οπωσδήποτε και κατ’ ελάχιστον) όσο παραμένει επαγγελματικά ενεργός, με την έννοια ότι δεν έχει διακόψει την απασχόλησή του ή την άσκηση του επαγγέλματος του. Στις περιπτώσεις όπου υφίσταται υποχρέωση καθολικής ασφαλιστικής κάλυψης για τους βασικούς ασφαλιστικούς κινδύνους (μεταξύ των οποίων οπωσδήποτε και η ασθένεια και μητρότητα), ο κοινός νομοθέτης δεν επιτρέπεται να αποκλείει ή να επιτρέπει τον αποκλεισμό οποιουδήποτε από την ασφαλιστική κάλυψη. Κατά μείζονα λόγο, ο κανονιστικός νομοθέτης, δεν επιτρέπεται να ερμηνεύει τις διατάξεις που τον εξουσιοδοτούν να ρυθμίσει ορισμένη κατηγορία ασφαλιστικών σχέσεων με την έννοια ότι: δεν του παρέχουν την εξουσία να αποκλείει ή να επιτρέπει τον αποκλεισμό οποιουδήποτε από την ασφαλιστική κάλυψη. Με άλλα λόγια, η υποχρέωση καθολικής ασφαλιστικής κάλυψης περιορίζει τόσο την, κατά τα λοιπά ευρύτατη, διαπλαστική εξουσία που έχει ο κοινός νομοθέτης για την οργάνωση και ρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος όσο και τη διακριτική ευχέρεια που, κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου, έχει ο κανονιστικός νομοθέτης για την εξειδίκευση των σχετικών ζητημάτων. Εξάλλου, η υποχρεωτικότητα της κοινωνικής ασφάλισης δεν εξαντλείται στην υποχρεωτική υπαγωγή ορισμένου προσώπου στην ασφάλιση, δηλαδή στην ίδρυση της ασφαλιστικής σχέσης, αλλά εκτείνεται καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας της, καταλαμβάνει δηλαδή ολόκληρο το πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σχέση αυτή (βλ. Όλ. Αγγελοπούλου, Η υποχρεωτικότητα ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνικής ασφάλισης, 2004, σ. 35-36 και passim). Χαρακτηριστικά αποτυπώνεται αυτό στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 2084/1992, σύμφωνα με την οποία «η ασφάλιση στους οικείους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και το Δημόσιο είναι υποχρεωτική και καταλαμβάνει τα πρόσωπα κατά την διάρκεια της απασχόλησης τους…». Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, αντίκεινται στον συνταγματικά κατοχυρωμένο υποχρεωτικό χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης, ρυθμίσεις, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα, πρόσωπα τα οποία, μολονότι ασκούν ασφαλιστέα δραστηριότητα και, επομένως, δεν έχει λήξει η ασφαλιστική σχέση τους με τον οικείο φορέα, παρόλα αυτά να αποστερούνται, για οποιονδήποτε λόγο και για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα κατά τη λειτουργία της εν λόγω σχέσης, την ασφαλιστική κάλυψη βασικών κινδύνων, όπως είναι η ασθένεια και μητρότητα.
Στην ασφαλιστική σχέση, κύρια υποχρέωση του ασφαλισμένου είναι η καταβολή εισφορών. Λόγω του υποχρεωτικού και εκ του νόμου χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης, ο ασφαλισμένος ουδέποτε μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωσή του αυτή. Σε περίπτωση που δεν καταβάλει τις οφειλόμενες εισφορές, ο ασφαλιστικός φορέας δικαιούται να προβεί σε αναγκαστική είσπραξη των εισφορών, διαθέτοντας προς τούτο τα προνόμια του Δημοσίου και κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Για τον ΟΑΕΕ, ρυθμίσεις για την αναγκαστική είσπραξη εισφορών προβλέπονται στο άρθρο 16 του Καταστατικού του και το άρθρο 12 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Λειτουργίας. Από την ασφαλιστική σχέση απορρέουν, εξάλλου, διάφορες παρεπόμενες υποχρεώσεις του ασφαλισμένου, όπως η υποχρέωση αναγγελίας κάθε μεταβολής της ασφαλιστικής του κατάστασης κ.ά.. Από την άλλη, κύρια υποχρέωση του ασφαλιστικού φορέα είναι η ασφαλιστική κάλυψη. Αυτό σημαίνει ειδικότερα ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ασφαλιστικής σχέσης, ο ασφαλισμένος καλύπτεται για τους ασφαλιστικούς κινδύνους. Είναι σαφές δε ότι, η έννοια του όρου: καλύπτεται για τους ασφαλιστικούς κινδύνους, δεν είναι λογοτεχνική, αλλά πραγματική. Σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου (ασθένεια, μητρότητα κλπ.), η υποχρέωση αυτή μετατρέπεται σε υποχρέωση χορήγησης της προβλεπόμενης στο νόμο ή τις καταστατικές διατάξεις παροχής. Από την ασφαλιστική σχέση απορρέουν, παρομοίως, διάφορες παρεπόμενες υποχρεώσεις του ταμείου, όπως ιδίως η υποχρέωση χορήγησης βεβαιώσεων αναφορικά με την ασφαλιστική κατάσταση του ασφαλισμένου. Οι διατάξεις που συνεπάγονται ότι, σε περίπτωση μη καταβολής (ή ρύθμισης) οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, αναστέλλεται η κύρια υποχρέωση του κλάδου υγείας του ΟΑΕΕ (δηλαδή του ΕΟΠΥΥ), με την πραγματική έννοια ότι οι ασφαλισμένοι στερούνται της ασφαλιστικής κάλυψης καθ’ όλο το σχετικό διάστημα αναιρεί το πραγματικό του όρου : καλύπτεται για τους ασφαλιστικούς κινδύνους. Επίσης, αναστέλλεται η παρεπόμενη υποχρέωση χορήγησης βεβαιώσεων. Κατά το ίδιο, ωστόσο, διάστημα δεν αναστέλλεται η υποχρέωση του ασφαλισμένου για την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, αφού αυτές εξακολουθούν να αναγράφονται και διατηρούνται ως οφειλές – απαιτήσεις, οφείλονται (που σημαίνει ότι καταλογίζονται και μπορούν να εισπραχθούν αναγκαστικά). Όμως, οι εισφορές της περιόδου αυτής δεν αντιστοιχούν σε «αντιπαροχή» του ταμείου, εφόσον δεν υπάρχει η πραγματική ασφαλιστική κάλυψη. Πριν από το Σύνταγμα του 1975, δηλαδή πριν από τη συνταγματική κατοχύρωση της υποχρεωτικότητας της ασφαλιστικής κάλυψης, γινόταν δεκτό ότι η κοινωνική ασφάλιση των αυτοαπασχολούμενων προσομοιάζει με την ιδιωτική ασφάλιση, με αποτέλεσμα να «ισχύουν επ’ αυτών, καθ’ ό μέτρον προσαρμόζονται εις τον θεσμόν της κοινωνικής ασφαλίσεως, αι γενικαί αρχαία περί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, μεταξύ δε τούτων και ότι δια να αξιώσει τις παροχήν δέον προηγουμένως να έχη προβεί εις εκπλήρωσιν της ιδικής του υποχρεώσεως» (έτσι Αντ. Πετρόγλου, Δίκαιον Κοινωνικής Ασφαλίσεως, τόμ. Α’, 1974, σ. 213-214, βλ. και Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, ό.π., σ. 193). Κατά την αντίληψη αυτή, το ταμείο δεν όφειλε αντιπαροχή (την ασφαλιστική κάλυψη) όσο δεν κατέβαλε έναντι αυτής την παροχή του (τις εισφορές) ο ασφαλισμένος. Κατάλοιπο της αντίληψης αυτής φαίνεται πως είναι και η εξεταζόμενη – προσβαλλόμενη εσφαλμένη ρύθμιση.
Η ρύθμιση, όμως, αυτή δεν διαθέτει πλέον, αντίστοιχο με το προς του 1975 Σύνταγμα, συνταγματικό έρεισμα, διότι, υπό την ισχύ του άρθρου 22 παρ. 5 Συντ., οι αρχές των αμφοτεροβαρών συμβάσεων του ιδιωτικού δικαίου δεν είναι εφαρμοστέες επί της (δημοσίου δικαίου) ασφαλιστικής σχέσης. Ειδικότερα, η ασφαλιστική κάλυψη του ταμείου δεν νοείται, κατά νομική κυριολεξία, ως «αντιπαροχή» έναντι παροχής που καταβάλλει ο ασφαλισμένος, αλλά συνιστά εκπλήρωση αυτοτελούς υποχρέωσης δημοσίου δικαίου.
Το Σύνταγμα επιτάσσει την υποχρεωτική ασφάλιση όλου του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και ο νόμος επιβάλλει στους οικείους φορείς την υποχρέωση ασφαλιστικής κάλυψης, -επανερχόμαστε εδώ στην έννοια της Ασφαλιστικής κάλυψης, ως όρο παροχής, πραγματικό και όχι φιλολογικό-, όσων (και για όσο) ασκούν ασφαλιστέα δραστηριότητα. Η εκ μέρους των φορέων εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής είναι ανεξάρτητη από την ιδιωτική βούληση και, άρα, όσο διατηρείται η ασφαλιστική σχέση (δηλαδή εξακολουθεί να ασκείται ασφαλιστέα δραστηριότητα), βαρύνει διαρκώς και οπωσδήποτε τον φορέα ανεξαρτήτως οποιασδήποτε συμπεριφοράς, ενέργειας ή παράλειψης, των (ιδιωτών) ασφαλισμένων του.»
Περαιτέρω, η επίμαχη ρύθμιση δεν διαθέτει ούτε νομοθετικό έρεισμα. Πράγματι, η αναστολή της ασφαλιστικής κάλυψης υγείας των ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ δεν προβλέπεται στο νόμο παρά μόνο στις καταστατικές διατάξεις του ταμείου, που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότησή του (βλ. παραπάνω, υπό II. 1). Δεδομένου όμως ότι η νομοθεσία περί ΟΑΕΕ σιωπά ως προς το ζήτημα αυτό (όπως άλλωστε και η, απλώς παραπεμπτική, νομοθεσία περί ΕΟΠΥΥ), πρέπει να γίνει δεκτό ότι καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης προβλέφθηκε το πρώτον με κανονιστικές πράξεις μια τόσο μείζονος σημασίας (μερική μονομερής αναστολή της ασφαλιστικής σχέσης) και με βαρύτατες συνέπειες (στέρηση ασφαλιστικής κάλυψης) ρύθμιση. Πολλώ δε μάλλον, τα παραπάνω δεν θα μπορούσαν καν να προβλεφθούν στο νόμο. Όπως έχει γίνει δεκτό, «στοιχείο της έννοιας της εισφοράς προς ασφαλιστικό οργανισμό συνιστά η προσδοκία κάποιας αντιπαροχής με την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας δεσμεύει το νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, και κατά την εκδήλωση της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων (πρβλ. ΣτΕ 1774/2009). Η αρχή της ισότητας επιβάλλει στο νομοθέτη, κοινό ή κανονιστικό, να δρα μέσα στα όριά της, τα οποία αποκλείουν … την έκδηλη άνισης μεταχείρισης με τη μορφή της … επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης…» (ΣτΕ 3285/2011 κ.ά.). Μια νομοθετική ρύθμιση η οποία θα στερούσε από ασφαλισμένο την ασφαλιστική κάλυψη υγείας για ορισμένο διάστημα, για το οποίο όμως ο ίδιος εξακολουθεί να βαρύνεται με εισφορές, είναι άτοπη, επειδή θα συνιστούσε επιβολή αδικαιολόγητης επιβάρυνσης (επιβολή εισφορών χωρίς προσδοκία «αντιπαροχής») που υπερβαίνει τα όρια που θέτει η αρχή της ισότητας.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι επιτρεπτή η μονομερής, σε βάρος του ασφαλισμένου, αναστολή της ασφαλιστικής σχέσης ούτε ως προς τις παροχές που συμφωνήθηκαν με τον βασικό Νόμο, αλλά αντιθέτως όσο αυτός ασκεί ασφαλιστέα δραστηριότητα δικαιούται και, αντιστοίχως, ο φορέας υποχρεούται να διατηρεί ενεργή πραγματική την ασφαλιστική σχέση και ως προς τις παροχές που συμφωνήθηκαν με τον βασικό Νόμο. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και για το διάστημα κατά το οποίο ο ασφαλισμένος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του (οφείλει εισφορές), ο ίδιος εξακολουθεί μεν να βαρύνεται με ασφαλιστικές εισφορές υγείας που αντιστοιχούν στο χρόνο αυτό (τις οποίες μπορεί να διεκδικήσει αναγκαστικά ο φορέας), όμως και ο φορέας εξακολουθεί να βαρύνεται με όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σχέση. Αυτό, εξάλλου, ισχύει εξίσου για την κύρια υποχρέωση του φορέα, δηλαδή την ασφαλιστική κάλυψη υγείας, όσο και για τις παρεπόμενες υποχρεώσεις του, όπως η υποχρέωση χορήγησης βεβαιώσεων σχετικά με την ασφαλιστική κατάσταση του ασφαλισμένου.»
Συνεπώς όπως αναφέρει η παραπάνω γνωμάτευση η οποία αποτελεί κείμενο της παραπάνω αγωγής και νομική της βάση,
«Ενόψει του υποχρεωτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης και, ειδικότερα, της καθολικής υποχρέωσης ασφαλιστικής κάλυψης υγείας, δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή η μονομερής, σε βάρος του ασφαλισμένου, αναστολή της ασφαλιστικής σχέσης με αναστολή της χορήγησης παροχών ασθένειας και μητρότητας από τον ΕΟΠΥΥ σε ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ που βρίσκονται σε αδυναμία εξόφλησης οφειλόμενων εισφορών. Οι σχετικές καταστατικές διατάξεις του ΟΑΕΕ έχουν εκδοθεί καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης και είναι, για το λόγο αυτό, αντισυνταγματικές και άρα ανίσχυρες. Τα ίδια, εξάλλου, ισχύουν και όσον αφορά την αναστολή χορήγησης κάθε είδους βεβαιώσεων.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε. ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΝΑ ΑΠΟΔΕΧΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΤΙΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΡΕΧΟΥΝ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΕΦΟΣΟΝ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΑΥΤΕΣ Η ΝΑ ΡΥΘΜΙΖΕΤΑΙ Η ΟΦΕΙΛΗ ΜΟΝΟ ΕΞ ΑΥΤΩΝ
Οι αναγκαστικά ασφαλισμένοι καταναλωτές στο πρώτο εναγόμενο καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές σε 2 αυτοτελείς μερίδες, για τον κλάδο σύνταξης και για τον κλάδο ασθένειας. Προκύπτει σαφώς λοιπόν ότι η ασφαλιστική σχέση είναι αυτοτελής για κάθε κλάδο ασφάλισης. Ακόμη και εντός του ίδιου φορέα (ΟΑΕΕ), πόσο μάλλον μεταξύ διαφορετικών (ΟΑΕΕ και ΕΟΠΥΥ), είναι καταρχήν διακριτές και αυτοτελείς οι ασφαλιστικές σχέσεις που δημιουργούνται στον κάθε κλάδο, σύνταξης ή υγείας και τηρούνται διαφορετικοί λογαριασμοί με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια. Από την άποψη αυτή, μπορεί να προβλέπεται, για διαχειριστικούς λόγους, ότι οι εισφορές των διαφόρων κλάδων συνεισπράττονται, αυτές όμως διατηρούν την αυτοτέλειά τους με την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτό η μη καταβολή εισφορών του ενός κλάδου να επάγεται δυσμενείς έννομες συνέπειες όσον αφορά την ασφάλιση σε άλλο κλάδο.
Εν προκειμένω, ακόμη και όσο ο κλάδος υγείας ανήκε στον ΟΑΕΕ, προβλεπόταν ότι οι εισφορές του κλάδου υγείας (απλώς) «συνεισπράττονται» (και άρα δεν συνιστούν ενιαία οφειλή) με τις εισφορές του κλάδου σύνταξης (άρθρο 4 παρ. 3 του Κανονισμού του Κλάδου Υγείας). Ήδη, πάντως, μετά την ένταξη του κλάδου υγείας στον ΕΟΠΥΥ, οι εισφορές υγείας οφείλονται σε διαφορετικό φορέα ασφάλισης, δηλαδή σε διαφορετικό νομικό πρόσωπο (τον ΕΟΠΥΥ), και επομένως εξέλιπε οποιαδήποτε αμφιβολία θα μπορούσε να δημιουργηθεί ως προς την αυτοτέλειά τους. Το ότι στο άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 3918/2011 προβλέπεται ότι οι εισφορές υγείας εξακολουθούν (απλώς) «να εισπράττονται» από τους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς (εν προκειμένω, τον ΟΑΕΕ) δεν αναιρεί την αυτοτέλειά τους έναντι των εισφορών του κλάδου σύνταξης, δεδομένου άλλωστε ότι πλέον αυτές απλώς συν- εισπράττονται από τον ΟΑΕΕ, προκειμένου να αποδοθούν στη συνέχεια στον ΕΟΠΥΥ.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι εισφορές του κλάδου υγείας του ΟΑΕΕ ανέκαθεν, αλλά πάντως οπωσδήποτε μετά την ένταξη του κλάδου στον ΕΟΠΥΥ, συνιστούν αυτοτελείς οφειλές, ανεξάρτητες από τις εισφορές του κλάδου σύνταξης. Και η μη καταβολή του ενός είδους δεν επηρεάζει τις παροχές του άλλου είδους.
Το ότι (απλώς) συνεισπράττονται δεν συνεπάγεται ότι συνιστούν ενιαία οφειλή. Κατά συνέπεια, η μη καταβολή εισφορών του κλάδου σύνταξης ουδεμία έννομη συνέπεια μπορεί να επιφέρει όσον αφορά την ασφάλιση υγείας, δηλαδή την (αυτοτελή και διακριτή) ασφαλιστική σχέση του ασφαλισμένου με τον φορέα ασφάλισης υγείας, που είναι πλέον ο ΕΟΠΥΥ. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος του ΟΑΕΕ εξοφλήσει τις οφειλόμενες εισφορές υγείας, καθίσταται ασφαλιστικά ενήμερος έναντι του ΕΟΠΥΥ όσον αφορά την ασφαλιστική κάλυψη υγείας, ανεξαρτήτως τυχόν οφειλών του στον κλάδο σύνταξης του ΟΑΕΕ.
Με δεδομένο λοιπόν τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω και με δεδομένο ότι υπάρχει πλέον διαχωρισμός της ασφαλιστικής σχέσης όσον αφορά την παροχή σύνταξης και της ασφαλιστικής σχέσης όσον αφορά τις παροχές υγείας, η άρνηση των εναγομένων να παρέχουν υπηρεσίες υγείας, όταν ο ασφαλισμένος καταβάλει (η έχει ρυθμίσει) μόνο τις εισφορές του κλάδου υγείας και ιδίως του πρώτου εξ αυτών να εισπράττει και να ρυθμίζει (εφόσον του προσφέρονται μόνο αυτές οι πληρωμές από τον ασφαλισμένο) μόνο οι παροχές υγείας είναι παράνομη. Όπως και παράνομα ενεργεί το πρώτο από τους εναγόμενους μη αποδεχόμενο την ξεχωριστή καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών υγείας από τους καταναλωτές ασφαλισμένους σε αυτό που προσφέρονται να το πράξουν, και μη θεωρώντας τα βιβλιάρια υγείας σε αυτούς εάν χρωστούν εισφορές του κλάδου σύνταξης, το δε δεύτερο εναγόμενο μη παρέχοντας, υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης στους παραπάνω καταναλωτές ασφαλισμένους στο ΟΑΕΕ (που χρωστούν μόνο ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου σύνταξης).
Οι δε λόγοι είναι οι εξής:
ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗΣ
Ειδικότερα ενεργούν παράνομα διότι εφαρμόζουν τις άκυρες προαναφερόμενες καταστατικές διατάξεις του ΟΑΕΕ και συγκεκριμένα, τα άρθρα 6 παρ. 1 του Κανονισμού του Κλάδου Υγείας και 11 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Λειτουργίας οι οποίες εξαρτούν τη εκπλήρωση είτε των κύριων (ασφαλιστική κάλυψη) είτε των παρεπόμενων υποχρεώσεων του ταμείου (χορήγηση βεβαιώσεων) στο πλαίσιο της ασφαλιστικής σχέσης του κλάδου υγείας από την εξόφληση των «πάσης φύσεως», δηλαδή και όσων απορρέουν από τη (διακριτή) ασφαλιστική σχέση του κλάδου σύνταξης, εισφορών.
Οι παραπάνω κανονιστικές πράξεις είναι άκυρες κατά άρθρο 43 του Συντάγματος διότι έχουν εκδοθεί καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης καθόσον και ο εξουσιοδοτικός νόμος δεν προβλέπει τίποτα σχετικά και ούτε παρείχε την ευχέρεια στην κανονιστική διοίκηση να ρυθμίσει το παραπάνω ζήτημα.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Αλλά οι παραπάνω κανονιστικές πράξεις είναι άκυρες και καθότι αντίκεινται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος αλλά και στα άρθρα, 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος, 4 παράγραφος 1 του Συντάγματος, 2 του Συντάγματος και 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος .
1) Καταρχήν παραβιάζεται και το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος αφού πλέον εμποδίζεται η συμμετοχή του ασφαλισμένου στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, αφού ο καταναλωτής ασφαλισμένος στους εναγόμενους που δεν καταβάλει τις εισφορές κλάδου σύνταξης ενώ καταβάλλει τις εισφορές υγείας ή τις προσφέρει, αυτός στερείται της υγειονομικής περίθαλψης. Και αυτό την στιγμή που έχει καταβάλλει το αντίτιμο της και προσφέρεται να το καταβάλλει, με αποτέλεσμα να υποχρεούται να προσφύγει στην περίθαλψη που παρέχουν οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες και τα ιδιωτικά νοσοκομεία η οποία είναι 500% ακριβότερη από ότι εκείνη που παρέχουν οι εναγόμενοι. Έτσι επωμίζεται ένα ακόμα οικονομικό βάρος το οποίο τον εμποδίζει να συνεισφέρει στην κοινή ανάπτυξη.
2) Επιπλέον προκύπτει ότι στην περίπτωση αυτή η διακοπή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ως κύρωση – ποινή σε βάρος των προαναφερομένων καταναλωτών ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ, παραβιάζει βάναυσα την αρχή της αναλογικότητας και θέτει σε κίνδυνο την ζωή των παραπάνω κατά αντίθεση με τα όσα ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος περί προστασίας της ζωής όσων βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια. Και αυτό διότι η μη καταβολή των εισφορών συντάξεως ενώ καταβάλλονται ή προσφέρονται να καταβληθούν οι εισφορές του κλάδου υγείας, δεν επηρεάζει στο ελάχιστο την δυνατότητα των εναγομένων να προσφέρουν τις υγειονομικές υπηρεσίες, αφού όπως αναφέραμε για τις ασφαλιστικές εισφορές σύνταξης και υγείας τηρούνται ξεχωριστοί λογαριασμοί με λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια που απαγορεύεται μάλιστα οι εισφορές από τον ένα κλάδο να μεταφερθούν στον άλλο. Έτσι λοιπόν η κύρωση διακοπής υγειονομικής περίθαλψης λόγω μη καταβολής εισφορών υγείας είναι άσχετη με το σκοπό για τον οποίο πληρώνονται οι εισφορές του κλάδου συντάξεων αλλά και συνιστά στην ουσία ποινή – βασανιστήριο και συμπεριφορά η οποία αντίκειται στην ανθρωπινή αξιοπρέπεια αφού, τιμωρείται με την μη παροχή των υπηρεσιών που δικαιούται να λαμβάνει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ο αποκλεισμός από το υγειονομικό σύστημα είναι πλήρης την στιγμή που η μη καταβολή των εισφορών κλάδου σύνταξης θα μπορούσε να δικαιολογούσε μόνο έναν μερικό αποκλεισμό για ελάσσονος σημασίας ασθένειες και εξετάσεις, η οποία είναι κυρίως αρμοδιότητα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης του ν 4238/2014. Εδώ όμως συμβαίνει οι σοβαρά πάσχοντας να αποκλείονται πλήρως από την υγειονομική περίθαλψη.
3) Τέλος επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των παραπάνω καταναλωτών και ασφαλισμένων που χρωστούν τις ασφαλιστικές εισφορές στα εναγόμενα πρόσωπα του ΝΠΔΔ που παρέχουν ασφάλιση υγείας και υγειονομικές υπηρεσίες σε σχέση με τους ασφαλισμένους άλλων ταμείων, πχ των Δικηγόρων και των Δικαστικών Επιμελητών, όπου η μη καταβολή των εισφορών του κλάδου σύνταξης και η καταβολή των εισφορών υγείας, δεν εμποδίζει την πρόσβαση των εκεί ασφαλισμένων καταναλωτών στις υγειονομικές υπηρεσίας που παρέχει το δεύτερο των εναγομένων.
4) Επαναλαμβάνουμε ότι Υπάρχει για όσους πάσχουν από ανίατες ασθενές αντίθεση στο άρθρο 2 κα 21 παράγραφος 2 και 3 του Συντάγματος και στην αφού η παραπάνω συμπεριφορά των εναγομένων (και οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις) αντίκεινται στη αρχή της ανθρώπινης αξιοπρεπείας και στην υποχρέωση σεβασμού της ανθρώπινης υγείας και αξίας.
Επιπλέον επαναλαμβάνουμε και ότι, και με δεδομένο ότι η παροχή του ασφαλισμένου καταναλωτή για την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη χρεώνεται από τους εναγόμενους, τότε η αντίθετη αξίωση του ασφαλισμένου για την παροχή υπηρεσιών υγείας αποτελεί ενοχικό δικαίωμα, δικαίωμα προσδοκίας και συνεπώς μέρος της περιούσιας του το οποίο προστατεύεται από την διάταξη του πρώτου άρθρου του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ το οποίο όμως ματαιώνεται λόγω των προαναφερομένων διατάξεων που εφαρμόζουν οι εναγόμενοι και της συμπεριφοράς που επιδεικνύουν .
Τέλος επαναλαμβάνουμε και ότι :
1. τα παραπάνω προκύπτει ότι παραβιάζεται η γενική αρχή του δικαίου και δη γενικός παραδεδεγμένος κανόνα του Διεθνούς δικαίου βάσει του οποίου εφόσον χρεώνεται από τον αντισυμβαλλόμενο και αξιώνεται η καταβολή παροχής για παροχή υπηρεσιών ή αγαθών δεν μπορεί ο συμβαλλόμενος που την απαιτεί να αρνηθεί την αντιπαροχή που εδώ είναι η παροχή υγειονομικών υπηρεσιών. Με δεδομένο ότι η γενική αρχή του διεθνούς δικαίου είναι κάποια πρόταση δικαίου τόσο θεμελιώδους ώστε να βρεθεί σχεδόν σε κάθε νομικό σύστημα, η παραπάνω αρχή είναι γενική αρχή του Διεθνούς δικαίου. Όπως άλλωστε και είναι γενική αρχή του Διεθνούς Δικαίου η αρχή της καλής πίστης η οποία επιτάσσει όταν χρεώνεται κάποιο ποσό να παρέχεται το αντάλλαγμα και όταν εκδηλώνεται άρνηση παροχής υπηρεσίας ή αγαθού λόγω μη καταβολής αντίτιμου να μην χρεώνεται τελικά αυτό στον αντισυμβαλλόμενο.
2. Παραβιάζονται και οι παρεμφερείς γενικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου που είναι η υποχρέωση καλής πίστης και η αρχή pacta sunt servanda σεβασμός των συμφωνημένων -οι συμβάσεις δεσμεύουν νομικά τους συμβαλλομένους όσο αυτές είναι ενεργές και εφόσον χρεώνεται ή πιστώνεται το αντίτιμο ή υπηρεσία ή το αγαθό να παρέχεται.
3. Εξαιτίας της άρνησης να παρέχουν υγειονομικές υπηρεσίες στα μέλη των οικογενειών των καταναλωτών που δεν καταβάλουν τις υγειονομικές εισφορές παραβιάζεται και το Διεθνές Σύμφωνο του 1966 για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα που κυρώθηκε με το Ν. 1532/85) που στο άρθρο 11 παράγραφος 2 περίπτωση δ που προβλέπει ότι:
1. Τα συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε προσώπου να απολαμβάνει την καλλίτερη δυνατή σωματική και ψυχική υγεία.
2. Τα μέτρα που θα λάβουν τα συμβαλλόμενα Κράτη, για την εξασφάλιση της πλήρους άσκησης του δικαιώματος αυτού πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης και τα απαιτούμενα μέτρα για τη διασφάλιση:
α) Της μειώσεως των θνησιγενών βρεφών και της θνησιμότητας αυτών καθώς και της υγιεινής ανάπτυξης των παιδιών,
β) Της βελτιώσεως όλων των τομέων υγιεινής του περιβάλλοντος και της βιομηχανικής υγιεινής,
γ) Της προφυλάξεως και θεραπείας επnδημικών, ενδημικών, επαγγελματικών και άλλων ασθενειών και της καταπολέμησης αυτών,
δ) Της δημιουργίας συνθηκών που μπορούν να εξασφαλίζουν σε όλους ιατρικές υπηρεσίες και ιατρική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας.
Έτσι λοιπόν προκύπτει σαφώς ότι η συμπεριφορά των εναγομένων είναι παράνομη αφού εφαρμόζουν νόμους που αντίκεινται σε διατάξεις ανώτερης τυπικής ισχύος και φυσικά πλήττουν την ανθρωπινή αξιοπρέπεια.
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
Επιπλέον λοιπόν υπάρχει και παραβίαση του άρθρου 2 και 3 της ΕΣΔΑ αφού τίθεται σε κίνδυνο η ζωή και η ασφάλεια των καταναλωτών ασφαλισμένων και η άρνηση παροχής υγειονομικών υπηρεσιών ενώ καταβάλλονται και προσφέρονται να καταβληθούν οι ασφαλιστικές εισφορές υγείας συνιστά βασανιστήριο και συμπεριφορά απάνθρωπη και εξευτελιστική αντίθετη στην ανθρωπινή αξιοπρέπεια.
Τέλος δε και εξαιτίας της άρνησης να παρέχουν υγειονομικές υπηρεσίες παραβιάζεται και το Διεθνές Σύμφωνο του 1966 για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα που κυρώθηκε με το Ν. 1532/85) που στο άρθρο 11 παράγραφος 2 περίπτωση δ που προβλέπει ότι:
1. Τα συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε προσώπου να απολαμβάνει την καλλίτερη δυνατή σωματική και ψυχική υγεία
2. Τα μέτρα που θα λάβουν τα συμβαλλόμενα Κράτη, για την εξασφάλιση της πλήρους άσκησης του δικαιώματος αυτού πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης και τα απαιτούμενα μέτρα για τη διασφάλιση:
α) Της μειώσεως των θνησιγενών βρεφών και της θνησιμότητας αυτών καθώς και της υγιεινής ανάπτυξης των παιδιών,
β) Της βελτιώσεως όλων των τομέων υγιεινής του περιβάλλοντος και της βιομηχανικής υγιεινής,
γ) Της προφυλάξεως και θεραπείας επnδημικών, ενδημικών, επαγγελματικών και άλλων ασθενειών και της καταπολέμησης αυτών,
δ) Της δημιουργίας συνθηκών που μπορούν να εξασφαλίζουν σε όλους ιατρικές υπηρεσίες και ιατρική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας.
Έτσι λοιπόν προκύπτει σαφώς ότι η συμπεριφορά των εναγομένων είναι παράνομη αφού εφαρμόζουν νόμους που αντίκεινται σε διατάξεις ανώτερης τυπικής ισχύος και φυσικά πλήττουν την ανθρωπινή αξιοπρέπεια.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΒΑΣΗ
Τέλος και με βάση τα όσα αναφέρθηκαν στο προηγούμενο κεφαλαίο της αγωγής παραβιάζεται και το άρθρο 169 παράγραφος 1 Συνθήκη για την λειτουργία της ΕΕ που επιτάσσει την προστασία της υγείας της ασφάλειας και της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών.
Επιπλέον βλάπτονται τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών και προσβάλλεται η υγειά και η ασφάλεια τους με αποτέλεσμα να παραβιάζονται ταυτόχρονα και οι διατάξεις των άρθρων 168 και 151 της Συνθήκης για την λειτουργία της ΕΕ που επιτάσσουν την προστασία της δημόσιας υγείας και την προώθηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών και συνεπώς καταναλωτών. Τέλος παραβιάζονται και το άρθρο 169 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό 102 της Συνθήκης για την λειτουργία της ΕΕ που απαγορεύουν την κατάχρηση μονοπωλιακής θέση και την θέσπιση μη δικαίου τιμήματος για την παροχή υπηρεσιών κατά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Το δε άρθρο 169 της συνθήκης για την λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκει υλοποίηση στο άρθρο 1 του ν 2251/1994 που έχει ως εξής:
Τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών τελούν υπό την προστασία του Κράτους.
Το Κράτος μεριμνά ιδίως για:
α) την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών,
β) τα οικονομικά τους συμφέροντα,
γ) την οργάνωση τους σε ενώσεις καταναλωτών,
δ) το δικαίωμα ακρόασής τους σε θέματα που τους αφορούν και
Ενώ με τον παραπάνω νόμο εισήλθε στην Ελληνική Έννομη Τάξη η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων. Τα δυο αυτά νομοθετήματα όπως εκθέσαμε στο προηγούμενο κεφαλαίο της αγωγής οριοθετούν το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 169 παράγραφος 1 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνεπώς καθορίζουν την απαγορευμένη συμπεριφορά των προμηθευτών έναντι των καταναλωτών ακόμα και εάν αυτή επιβάλλεται από Εθνικές Νομοθετικές διατάξεις οι οποίες όμως δεν εφαρμόζονται λόγω αντίθεσης στον Πρωτογενές και Παράγωγο Κοινοτικό.
Έτσι λοιπόν παραβιάζεται το παραπάνω άρθρο της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνδυασμό με το πνεύμα των άρθρων 1, 2 παράγραφος 6 αφού διαταράσσεται η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των καταναλωτών σε βάρος των εναγομένων προμηθευτών.
Επίσης παραβιάζεται και το άρθρο 2 παράγραφος 7 περιπτώσεις ζ, ι, κ, λ, κστ αφού η συμπεριφορά των εναγομένων και η πρόβλεψη των κανονιστικών διατάξεων έχουν ως αποτέλεσμα να:
ζ) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση,
ι) επιτρέπουν στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο,
λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση ή
κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις.
Επιπλέον παραβιάζεται το άρθρο 169 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 9γ παράγραφος 2 ν 2251/1944
2. Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη, όταν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας, και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή, στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.
Αφού με τα κριτήρια της επαγγελματικής ευσυνειδησίας δεν μπορεί ο προμηθευτής να αρνείται την παροχή μιας διακριτής υπηρεσίας, εάν δεν καταβάλλεται το ποσό ετέρης διακριτής υπηρεσίας.
Επιπλέον δε παραβιάζεται το άρθρο 169 § 1 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 9ζ παράγραφος 2 ν 2251/1994:
2. Για να κριθεί εάν μια εμπορική πρακτική κάνει χρήση παρενόχλησης, καταναγκασμού, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρησης επιρροής, λαμβάνονται υπόψιν όλα τα στοιχεία της και ιδίως:
α) η χρονική στιγμή, ο τόπος, η φύση ή η επιμονή,
β) η χρήση απειλητικών ή προσβλητικών εκφράσεων ή συμπεριφοράς,
γ) η εκμετάλλευση, από τον προμηθευτή, κάθε συγκεκριμένης ατυχίας ή περίστασης, την οποία γνωρίζει και η οποία είναι τόσο σοβαρή, ώστε να διαταράσσει την κρίση του καταναλωτή, προκειμένου να επηρεάσει την απόφασή του όσον αφορά το προϊόν,
δ) κάθε επαχθές ή δυσανάλογο μη συμβατικό εμπόδιο που επιβάλλει ο προμηθευτής σε περίπτωση που ο καταναλωτής επιθυμεί να ασκήσει τα δικαιώματά του στο πλαίσιο της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων λύσης της σύμβασης ή μετάβασης σε άλλο προϊόν ή σε άλλον προμηθευτή,
ε) κάθε απειλή για λήψη μέτρου που δεν μπορεί να ληφθεί νομίμως.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ
Παραβιάζονται και το άρθρο 168 και 169 της Συνθήκης για την λειτουργία της ΕΕ σε συνδυασμό με τον σκοπό τους άρθρου 102 που απαγορεύει την κατάχρηση μονοπωλιακής θέση και την θέσπιση τιμήματος για την παροχή υπηρεσιών κατά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Ειδικότερα παραβιάζεται το άρθρο 168 και ιδίως το άρθρο 169 όπως οριοθετείται από το άρθρο 102 ΣΛΕΕ που απαγορεύει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέση και την θέσπιση καταχρηστικού και μη δικαίου τιμήματος για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών και υπηρεσιών ασφάλισης υγείας στους καταναλωτές αφού απαιτείται η καταβολή εκ μέρους των καταναλωτών προσθέτων χρεώσεων (εισφορές κλάδου σύνταξης) που δεν έχουν σχέση με τις καταβολές του κλάδου υγείας:
Είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της εσωτερικής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της.
Η κατάχρηση αυτή δύναται να συνίσταται ιδίως:
α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη δικαίων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής,
β) στον περιορισμό της παραγωγής, της διαθέσεως ή της τεχνολογικής αναπτύξεως επί ζημία των καταναλωτών,
γ) στην εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με
αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό,
δ) στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών
το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την λειτουργία της ΕΕ προβλέπει για τα ΝΠΔΔ:
2. Οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες των Συνθηκών ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Ένωσης.
Οι παραπάνω διατάξεις ενσωματώθηκαν και στο άρθρο 2 του ν 3959/2011 που προβλέπει:
Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης στο σύνολο ή μέρος της αγοράς της Ελληνικής Επικράτειας.
Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση μπορεί να συνίσταται ιδίως:
α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη εύλογων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής,
β) στον περιορισμό της παραγωγής, της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης με ζημία των καταναλωτών,
γ) στην εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως στην αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, με αποτέλεσμα να περιέρχονται ορισμένες επιχειρήσεις σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό,
δ) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
Ενώ η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης και παραβίασης των διατάξεων περί ανταγωνισμού συνιστούν συμπεριφορά βλαπτική για τον καταναλωτή όπως προκύπτει και από το άρθρο 1 του ν 2251/1997 σε συνδυασμό με τα άρθρα 9α-9θ του ιδίου νόμου. Ειδικότερα το άρθρο 9γ προβλέπει:
1 Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που υιοθετούνται πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή που σχετίζεται με συγκεκριμένο προϊόν. Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη, όταν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας, και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή, στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.
2. Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη, όταν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας, και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή, στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.
3. Εμπορικές πρακτικές οι οποίες ενδέχεται να στρεβλώνουν ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά μόνο μιας σαφώς προσδιοριζόμενης ομάδας καταναλωτών που είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι ως προς την πρακτική αυτή ή ως προς το συγκεκριμένο προϊόν λόγω πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας, ηλικίας ή απειρίας, με τέτοιο τρόπο ώστε ο προμηθευτής να μπορεί ευλόγως να το προβλέψει, εκτιμώνται υπό το πρίσμα του μέσου μέλους της συγκεκριμένης ομάδας.
4. Εμπορικές πρακτικές είναι αθέμιτες, ιδίως όταν είναι παραπλανητικές ή επιθετικές, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 9δ, 9ε, 9στ και στα άρθρα 9ζ και 9η,αντίστοιχα.
Επισημαίνεται ότι ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι οι εναγόμενοι ως ΝΠΔΔ δεν υπάγονται στο Εθνικό και Κοινοτικό Δίκαιο του Ανταγωνισμού η συμπεριφορά τους είναι παράνομη αφού παραβιάζει το πνεύμα προστασίας του κοινοτικού δικαίου το οποίο αφού αναπτύσσεται σε όλη την ανθρώπινη δραστηριότητα δεν μπορεί να χωροθετηθεί σε στεγανά μέρη όπου η παρανομία στο ένα δεν, επηρεάζει τους υπαγομένους στο άλλο καταναλωτές και την γενική οικονομική πρόοδο:
Οι δυο πρώτοι εναγόμενοι παραπάνω ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι ως ΝΠΔΔ δεν υπάγονται στις διατάξεις περί ανταγωνισμού, έχουν ακόμα και σε εξωνομικη θεώρηση το μονοπώλιο ασφάλισης υγείας και παροχής υπηρεσιών υγείας, αφού ο δεύτερος παρέχει τις υπηρεσίες του σε όλους του ασφαλισμένους των ΝΠΔΔ ασφαλιστικών ταμείων συμπεριλαμβανόμενων και των καταναλωτών, υπαγομένων στην ασφάλιση του πρώτου εναγομένου, οι οποίοι είναι μια πολυπληθής κατηγορία πολιτών εμπόρων, που εκ του νόμου υποχρεούνται στην καταβολή εισφορών σε αυτούς και με αναγκαστικό καταλογισμό.
Η δε πρακτική τους να απαιτούν για την παροχή υπηρεσιών υγείας καταβολή πέραν των εισφορών υγείας και των εισφορών κλάδου σύνταξης συνιστά και την επιβολή μη εύλογων τιμών πωλήσεως και όρων συναλλαγής, η οποία βλάπτει τα συμφέροντα των καταναλωτών.
Συνιστά όμως και επιβολή άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές αλλά και υποχρέωση πληρωμής εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως δεν έχουν σχέση με την παρεχομένη υπηρεσία
Έτσι ισχύουν όλα όσα εκθέσαμε στον νομικό συλλογισμό όπου η συμπεριφορά του προμηθευτή τυγχάνει παράνομη ως αντίθετη στο Πρωτογενές και Παράγωγο Κοινοτικό Δίκαιο που καθορίζει την προστασία του καταναλωτή αλλά και τους όρους παροχής των υπηρεσιών και της χρέωσης αυτής ακόμα και εάν προμηθευτής είναι ΝΠΔΔ.
Και εάν η παραπάνω συμπεριφορά επιβάλλεται από νομοθετικές διατάξεις, τότε αυτές είναι ανίσχυρες ως αντίθετες στο Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, αφού ματαιώνουν τον σκοπό της προστασίας του καταναλωτής και το ελάχιστο πλαίσιο προστασίας αυτού.
ΤΡΙΤΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ
Με βάση επίσης τα όσα εκθέσαμε παραπάνω παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 168 και 151 της Συνθήκης για την λειτουργία της ΕΕ που επιτάσσουν την προστασία της δημόσιας υγείας και την προώθηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών και συνεπώς καταναλωτών, την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού αλλά και την αποφυγή επιβολής διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών, οι οποίοι θα παρεμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η παραβίαση αυτή γίνεται καταρχήν σε συνδυασμό με το άρθρο 169 και τα όσα αναφέραμε στην πρώτη παράβαση αλλά και αυτοτελώς ανεξάρτητα από την ιδιότητα των ασφαλισμένων ως καταναλωτών
Ειδικότερα:
Το άρθρο 168 προβλέπει:
Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης, εξασφαλίζεται υψηλού επιπέδου προστασία της υγείας του ανθρώπου.
Το άρθρο 151 προβλέπει
Η Ένωση και τα κράτη μέλη, έχοντας υπόψη τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα όπως αυτά που ορίζονται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη που υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961, και στον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989, έχουν ως στόχο την προώθηση της απασχόλησης, τη βελτίωση των διαβίωσης και εργασίας, ώστε να καταστήσουν δυνατή την εναρμόνισή τους με παράλληλη διατήρηση της προόδου, την κατάλληλη κοινωνική προστασία, τον κοινωνικό διάλογο και την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων που θα επιτρέψουν ένα υψηλό και διαρκές επίπεδο απασχόλησης και την καταπολέμηση του αποκλεισμού.
Το άρθρο 153 προβλέπει
1. Προκειμένου να υλοποιήσει τους στόχους του άρθρου 151, η Ένωση υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών στους ακόλουθους τομείς:
α) βελτίωση, ιδιαιτέρως, του περιβάλλοντος εργασίας, με σκοπό την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων,
β) όροι εργασίας,
γ) κοινωνική ασφάλιση και κοινωνική προστασία των εργαζομένων,
δ) προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας,
ε) ενημέρωση και διαβούλευση με τους εργαζομένους,
στ) εκπροσώπηση και συλλογική υπεράσπιση των συμφερόντων εργαζομένων και εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένης της συνδιαχείρισης, με την επιφύλαξη της παραγράφου 5,
ζ) απασχόλησης των υπηκόων των τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στο έδαφος της Ένωσης,
η) αφομοίωση των αποκλειομένων από την αγορά εργασίας προσώπων, με την επιφύλαξη του άρθρου 166,
θ) ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις ευκαιρίες στην αγορά εργασίας και τη μεταχείριση στην εργασία,
ι) καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού,
ια) εκσυγχρονισμός των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, με την επιφύλαξη του στοιχείου γ).
2. Για τον σκοπό αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο:
α) δύνανται να θεσπίζουν μέτρα ενθάρρυνσης της συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών, μέσω πρωτοβουλιών που αποσκοπούν στη βελτίωση των γνώσεων, την ανάπτυξη της ανταλλαγής πληροφοριών και δοκιμασμένων πρακτικών, την προώθηση καινοτόμων λύσεων και την αξιολόγηση εμπειριών, αποκλειόμενης της εναρμόνισης των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών,
β) δύνανται να θεσπίζουν, στους τομείς που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως θ) της παραγράφου 1, μέσω οδηγιών, τις ελάχιστες προδιαγραφές οι οποίες εφαρμόζονται σταδιακά, λαμβανομένων υπόψη των και των τεχνικών ρυθμίσεων που υφίστανται σε κάθε κράτος μέλος. Στις οδηγίες αυτές αποφεύγεται η επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών, οι οποίοι θα παρεμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών.
Στους τομείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία γ), δ), στ) και ζ), το Συμβούλιο αποφασίζει σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία, ομοφώνως, και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τις εν λόγω επιτροπές.
Το Συμβούλιο, προτάσσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δύναται να αποφασίζει με ομοφωνία την εφαρμογή της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας στην παράγραφο 1, σημεία δ), στ) και ζ).
3. Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους, εφόσον οι κοινωνικοί εταίροι το ζητήσουν από κοινού, την εφαρμογή των οδηγιών που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 ή, κατά περίπτωση, την εφαρμογή απόφασης του Συμβουλίου που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 155.
Σε αυτή την περίπτωση, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να εξασφαλίζει ότι, το αργότερο κατά την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να μεταφερθεί ή να τεθεί σε εφαρμογή στο εθνικό δίκαιο μια οδηγία ή μια απόφαση, οι κοινωνικοί εταίροι έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα μέσω συμφωνιών, ενώ παράλληλα το κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να θεσπίζει τις αναγκαίες διατάξεις ώστε να είναι, ανά πάσα στιγμή, σε θέση να εξασφαλίζει τα αποτελέσματα που επιβάλλονται από την εν λόγω οδηγία ή απόφαση.
Το δε άρθρο 12 του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Χάρτη προβλέπει:
Δικαίωμα για κοινωνική ασφάλεια
Άρθρο 12.- Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για κοινωνική ασφάλεια, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση :
1. Να καθιερώνουν ή να διατηρούν σύστημα κοινωνικής ασφάλειας.
2. Να διατηρούν το σύστημα κοινωνικής ασφάλειας σε ικανοποιητικό επίπεδο ίσο τουλάχιστο με εκείνο που απαιτείται για την επικύρωση της 102 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας σχετικά με τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας.
3. Να καταβάλλουν προσπάθειες για την ανύψωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας σε ψηλότερο επίπεδο.
Έτσι λοιπόν καθίσταται σαφές ότι εφαρμόζεται ως διάταξη του Πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας, η οποία κυρώθηκε με το ν. 3155/1955, ΦΕΚ Α’ 140 ως προς τα ελάχιστα όρια πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη η οποία παραβιάζεται στα κάτωθι άρθρα ήτοι:
Ι
Άρθρον 7.
Παν Μέλος δι’ ο ισχύει το παρόν Μέρος της Συμβάσεως δέον να εξασφαλίζη την χορήγησιν παροχών εις τα προστατευόμενα πρόσωπα, οσάκις η κατάστασις αυτών απαιτεί ιατρικάς φροντίδας προληπτικού θεραπευτικού χαρακτήρος συμφώνως προς τα κατωτέρω άρθρα του ρηθέντος Μέρους.
Άρθρον 8.
Ο καλυπτόμενος κίνδυνος δέον όπως περιλαμβάνη πάσαν εξ οιασδήποτε αιτίας προερχομένην νοσηράν κατάστασιν, την κύησιν, τον τοκετόν και τας συνεπείας τούτων.
Άρθρον 10.
5. Εις τας παροχάς δέον όπως περιλαμβάνωνται τουλάχιστον : α) Εις περιπτώσεις νοσηράς καταστάσεως :
αι φροντίδες ιατρών γενικής ιατρικής, περιλαμβανομένων και των κατ’ οίκον επισκέψεων,
αι φροντίδες ιατρών ειδικοτήτων αι παρεχόμεναι εν νοσοκομείοις εις πρόσωπα περιθαλπτόμενα εν αυτοίς ή μη και αι φροντίδες ιατρών ειδικοτήτων, αι δυνάμεναι να παρασχεθούν και εκτός νοσοκομείων,
η χορήγησις των αναγκαίων φαρμακευτικών ειδών επί τη βάσει συνταγής ιατρού ή άλλου ειδήμονος,
IV) η εν νοσοκομείω νοσηλεία οσάκις αύτη τυγχάνει αναγκαία. β) εις περίπτωσιν κυήσεως, τοκετού και των συνεπειών τούτων :
η προ του τοκετού, κατά τον τοκετόν και μετ’ αυτόν περίθαλψις η παρεχομένη υπό ιατρού διπλωματούχου μαίας, η νοσοκομειακή περίθαλψις οσάκις αύτη είναι αναγκαία.
6. Ο δικαιούχος το συντηρούν αυτόν μέλος της οικογενείας του, δύναται να υπο- χρεωθή να μετάσχη εις τας δαπάνας της ιατρικής περιθάλψεως της παρεχομένης εις περίπτωσιν ασθενείας. Το ποσοστόν της συμμετοχής ταύτης δέον να είναι τοιούτον ώστε να μη συνεπάγεται πολύ μεγάλην επιβάρυνσιν.
7. Αι χορηγούμεναι συμφώνως προς το παρόν άρθρον παροχαί δέον να τείνουν εις την συντήρησιν, αποκατάστασιν βελτίωσιν της υγείας του προστατευομένου προσώπου, ως και της προς εργασίαν ικανότητος και εις την δυνατότητα της αντιμετω- πίσεως των ατομικών του αναγκών.
8. Αι χορηγούσαι τας παροχάς αρμοδίαι κρατικαί υπηρεσίαι < ιδρύματα δέον όπως ενισχύσουν δι’ όλων των καταλλήλων μέσων τα προστατευόμενα πρόσωπα να προσφεύγουν εις τας γενικάς υπηρεσίας υγείας, αίτινες τίθενται εις την διάθεσίν των υπό των δημοσίων αρχών υπό ετέρων οργανισμών ανεγνωρισμένων υπό των δημοσίων αρχών.
Άρθρον 11.
Αι περί ων το άρθρον 10 παροχαί δέον όπως, κατά την επέλευσιν του καλυπτομένου κινδύνου, εξασφαλίζωνται εις τα προστατευόμενα πρόσωπα τα πληρούντα ταύτα ο προστάτης της οικογενείας αυτών ωρισμένας προϋποθέσεις απαραιτήτους δια την αποφυγήν καταχρήσεων.
Άρθρον 12.
3. Αι περί ων το άρθρον 10 παροχαί δέον να χορηγούνται καθ’ όλην την διάρκειαν του καλυπτομένου κινδύνου, εξαιρέσει της περιπτώσεως νοσηράς καταστάσεως ότε η διάρκεια των παροχών δύναται να περιορισθή εις 26 εβδομάδας κατά περίπτωσιν. Αι εις είδος παροχαί πάντως δεν δύνανται να διακοπούν εφ’ όσον καταβάλλεται επίδομα ασθενείας.
Προσέτι δέον όπως ληφθούν μέτρα δια την αύξησιν του ως άνω ορίου εις περιπτώσεις ασθενειών δια τας οποίας αναγνωρίζεται υπό της εθνικής νομοθεσίας ότι είναι αναγκαία παρατεταμένη περίθαλψις.
4. Εάν εγένετο δήλωσις, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, η διάρκεια των παροχών δύναται να περιορισθή εις 13 εβδομάδας κατά περίπτωσιν.
Εξάλλου δε, αντίκειται στο σύνολο του Κανονισμού 883/2004 που αντικατέστησε τον Κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 «περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας», ο οποίος δεν εξαρτά την παροχή ασφαλιστικών παροχών υγείας από την καταβολή των ασφαλιστικών παροχών του κλάδου σύνταξης όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 και 6
Τέλος δε παραβιάζεται και το άρθρο 34 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ:
«Η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα πρόσβασης στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στις κοινωνικές υπηρεσίες που εξασφαλίζουν προστασία σε περιπτώσεις όπως η μητρότητα, η ασθένεια [κλπ.], σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές».
Έτσι λοιπόν η άρνηση εκ μέρους των εναγομένων για παροχή υγειονομικών υπηρεσιών στους ασφαλισμένους που δεν καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές σύνταξης εμποδίζει την πρόσβαση τους στο κοινωνικό σύστημα υγείας και στις ελάχιστες παροχές αυτού, και τους οδηγεί σε κοινωνικό αποκλεισμό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ . ΤΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΑΥΤΩΝ
Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι, η συμπεριφορά των εναγόμενων είναι αντικειμενικά παράνομη. Συνεπώς νόμιμα μπορούμε να ζητήσουμε πέραν της παύσης της παράνομης συμπεριφοράς για το μέλλον και την υποχρέωση των εναγομένων να προχωρήσουν σε συγκεκριμένες ενέργειες, με απειλή σε βάρος τους χρηματικής ποινής 100.000 € για κάθε μια επιμέρους και ανά καταναλωτή αλλά και κατά ημέρα παραβίαση εκάστης των παραπάνω υποχρεώσεων.
ΠΡΩΤΟ ΑΙΤΗΜΑ
Έτσι λοιπόν νόμιμα ζητούμε για το πρώτο εναγόμενο να παύσει να αρνείται την θεώρηση των βιβλιαρίων υγείας στους Άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και σύνταξης που όμως τους χρεώνονται από το πρώτο εναγόμενο ώστε να μπορούν αυτοί να λάβουν τις υπηρεσίες που παρέχει το δεύτερο εναγόμενο. Θα πρέπει δε να υποχρεωθεί στον μέλλον να θεωρεί τα βιβλιάρια υγείας στους αμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και κλάδου σύνταξης που όμως τους χρεώνονται από το πρώτο εναγόμενο. Συνάμα και με δεδομένο ότι παράνομα επιδιώκει την είσπραξη ασφαλιστικών εισφορών υγείας έως και σήμερα για τις περιπτώσεις που δεν παρείχε θεώρηση βιβλιαρίου υγείας και παροχές υγείας σε είδος ή εις χρήμα θα πρέπει ακριβώς για τις εισφορές που επιβλήθηκαν στο παρελθόν από την 31/12/1994 και έως και την 31/12/2014 να παύσει για το μέλλον να απαιτεί από τους ασφαλισμένους καταναλωτές την καταβολή ασφαλίστρων υγείας και να επιδιώκει την και αναγκαστική τους είσπραξη με κάθε τρόπο αλλά και να τις διαβιβάζει από 1/7/2013 στον Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών. Συνάμα δε υποχρεωθεί στο μέλλον να απέχει από κάθε ενέργεια είσπραξης των παραπάνω ασφαλιστικών εισφορών για τις περιόδους ασφάλισης από την 31/12/1994 έως την 31/12/2014 αλλά και να τις διαβιβάζει στο Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΙΤΗΜΑ
Με δεδομένο ότι για την παροχή των υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο των εναγόμενων πέραν της θεώρησης του βιβλιαρίου απαιτείται συνδυαστικά ή και ξέχωρα η προσκόμιση βεβαίωσης περί υπαγωγής στο πρώτο εναγόμενο νόμιμα, ζητούμε, για το πρώτο εναγόμενο να παύσει να μην χορηγεί βεβαιώσεις περί ασφάλισης σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) στους ασφαλισμένους καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας (και σύνταξης) τις οποίες όμως και τους τις χρεώνει. Θα πρέπει δε να υποχρεωθεί στον μέλλον να χορηγεί βεβαιώσεις περί ασφάλισης σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας (και σύνταξης) τις οποίες όμως και τις χρεώνει.
ΤΡΙΤΟ ΑΙΤΗΜΑ
Με δεδομένο ότι το πρώτο εναγόμενο παρέχει υγειονομικές παροχές σε χρήμα, νόμιμα ζητούμε για το πρώτο εναγόμενο να παύσει να μην χορηγεί τις προβλεπόμενες σε χρήμα παροχές υγείας στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας (και σύνταξης) τις οποίες όμως και τους τις χρεώνει. Θα πρέπει δε να υποχρεωθεί στον μέλλον να χορηγεί τις προβλεπόμενες σε χρήμα παροχές υγείας στους ασφαλισμένους καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας (και σύνταξης) τις οποίες όμως και τους τις χρεώνει.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΙΤΗΜΑ
Με δεδομένο ότι το πρώτο εναγόμενο αποκρούει παράνομα την προσφορά από τους άμεσα ασφαλισμένους των εισφορών υγείας και απαιτεί μαζί και την καταβολή των εισφορών του κλάδου σύνταξης. Νόμιμα ζητούμε για το πρώτο εναγόμενο να παύσει να μην δέχεται την καταβολή από τους ασφαλισμένους των εισφορών κλάδου υγείας και να απαιτεί για την Θεώρηση των βιβλιάριων υγείας και την παροχή βεβαίωσης περί ασφάλιση σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) την καταβολή των εισφορών του κλάδου σύνταξης. Θα πρέπει δε να υποχρεωθεί στον μέλλον να δέχεται την καταβολή από τους ασφαλισμένους των εισφορών κλάδου υγείας και να μην απαιτεί για την θεώρηση των βιβλιάριων υγείας και την παροχή βεβαίωσης περί ασφάλιση σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) την καταβολή των εισφορών του κλάδου σύνταξης.
ΠΕΜΠΤΟ ΑΙΤΗΜΑ
Με δεδομένο ότι το πρώτο εναγόμενο αποκρούει παράνομα την προσφορά από τους ασφαλισμένους των εισφορών υγείας και απαιτεί και την καταβολή των εισφορών του κλάδου σύνταξης, το ίδιο πράττει και αναφορικά με την ρύθμιση των παραπάνω χρεών όπου απαιτεί και την ρύθμιση των χρωστούμενων εισφορών του κλάδου της σύνταξης. Νόμιμα ζητούμε για το πρώτο εναγόμενο να παύσει:
1) να αρνείται να ρυθμίζει σε δόσεις σύμφωνα με το ισχύοντα νόμο τις χρωστούμενες σε αυτό από τους ασφαλισμένους του εισφορές υγείας και να μην απαιτεί για την Θεώρηση των βιβλιάριων υγείας και την παροχή βεβαίωσης περί ασφάλισης σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) την ρύθμιση και καταβολή και των εισφορών του κλάδου σύνταξης.
2) Να αρνείται θεωρεί τα βιβλιάρια υγείας στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου σύνταξης αλλά καταβάλουν τις εισφορές του κλάδου υγείας ή έχουν προβεί σε ρύθμιση αυτών .
3) Να αρνείται να χορηγεί βεβαιώσεις περί ασφάλισης σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) αλλά και περί καταβολής ή ρύθμισης των εισφορών του κλάδου υγείας, στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου σύνταξης αλλά καταβάλουν τις εισφορές του κλάδου υγείας ή έχουν προβεί σε ρύθμιση αυτών.
4) Να αρνείται άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών χορηγεί τις προβλεπόμενες σε χρήμα παροχές υγείας στους ασφαλισμένους καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου σύνταξης αλλά καταβάλουν τις εισφορές του κλάδου υγείας ή έχουν προβεί σε ρύθμιση αυτών.
Και ζητούμε δε για το μέλλον να υποχρεωθεί:
1) Να ρυθμίζει σε δόσεις σύμφωνα με το ισχύοντα νόμο τις χρωστούμενες σε αυτό από τους ασφαλισμένους του εισφορές υγείας και να μην απαιτεί για την Θεώρηση των βιβλιάριων υγείας και την παροχή βεβαίωσης περί ασφάλιση σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) την ρύθμιση και καταβολή των εισφορών του κλάδου σύνταξης.
2) Να θεωρεί τα βιβλιάρια υγείας στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου σύνταξης αλλά καταβάλουν τις εισφορές του κλάδου υγείας ή έχουν προβεί σε ρύθμιση αυτών .
3) Να χορηγεί βεβαιώσεις περί ασφάλισης σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) αλλά και περί καταβολής ή ρύθμισης των εισφορών του κλάδου υγείας στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου σύνταξης αλλά καταβάλουν τις εισφορές του κλάδου υγείας ή έχουν προβεί σε ρύθμιση αυτών .
4) Να χορηγεί τις προβλεπόμενες σε χρήμα παροχές υγείας στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου σύνταξης αλλά καταβάλουν τις εισφορές του κλάδου υγείας ή έχουν προβεί σε ρύθμιση αυτών .
ΕΚΤΟ ΑΙΤΗΜΑ
Με δεδομένο ότι τις υπηρεσίες υγείας σε είδος τις παρέχει το δεύτερο εναγόμενο, εφόσον όμως του προσκομιστεί θεωρημένο βιβλιάριο από το πρώτο εναγόμενο αυτό να παύσει:
1) Να μην παρέχει τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές και υπηρεσίες στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών το πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και σύνταξης που χρεώνονται από το πρώτο εναγόμενο.
2) Να απαιτεί για να παρέχει τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών το πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και κλάδου σύνταξης, την θεώρηση του ασφαλιστικού βιβλιαρίου τους αλλά να τις παρέχει εφόσον αποδεικνύουν με οποιαδήποτε δημόσιο έγγραφο ότι υπάγονται στην ασφάλιση του πρώτου εναγόμενου ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών υγείας.
3) Να μην παρέχει τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών το πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που έχουν καταβάλλει (η έχουν ρυθμίσει ) τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας αλλά όχι αυτές τους κλάδου σύνταξης.
Και ζητούμε για το μέλλον να υποχρεωθεί το δεύτερο εναγόμενο:
1) Να παρέχει τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας αλλά χρεώνονται από το πρώτο εναγόμενο.
2) Να μην απαιτεί για να παρέχει τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και κλάδου σύνταξης την θεώρηση του ασφαλιστικού βιβλιαρίου τους αλλά να τις παρέχει εφόσον αποδεικνύουν με οποιαδήποτε δημόσιο έγγραφο ότι υπάγονται στην ασφάλιση του πρώτου εναγόμενου.
3) Να παρέχει τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών το πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που έχουν καταβάλλει (η έχουν ρυθμίσει ) τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας αλλά όχι αυτές τους κλάδου σύνταξης.
ΕΒΔΟΜΟ ΑΙΤΗΜΑ
Με δεδομένο ότι η υγειονομική περίθαλψη και ιδίως η δευτεροβάθμια παρέχεται και διαμέσου των 3ου , 4ου , 5ου , 6ου και 7ου των εναγομένων που εφαρμόζουν τις εγκυκλίου των δυο πρώτων εναγομένων νόμιμη περίπτωση συντρέχει για την αποκατάσταση της νομιμότητας, να παύσουν:
1) Να αρνούνται να παρέχουν τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές και υπηρεσίες στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και σύνταξης που χρεώνονται από το πρώτο εναγόμενο.
2) Να απαιτούν για να παρέχουν τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και κλάδου σύνταξης, την θεώρηση του ασφαλιστικού βιβλιαρίου τους αλλά να τις παρέχει εφόσον αποδεικνύουν με οποιαδήποτε δημόσιο έγγραφο ότι υπάγονται στην ασφάλιση του πρώτου εναγόμενου ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών υγείας .
3) Να αρνούνται να παρέχουν τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους ασφαλισμένους στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που έχουν καταβάλλει (η έχουν ρυθμίσει ) τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας αλλά όχι αυτές τους κλάδου σύνταξης.
4) να αρνούνται να παρέχουν με τους ίδιους όρους (τίμημα, συμμετοχή, και όροι πληρωμής) τις υπηρεσιες στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που παρέχονται στους ενήμερους ασφαλισμένους των δυο εναγομένων και να απαιτούν την ίδια χρέωση που απαιτούν για τους ανασφαλίστους για αυτές τις υπηρεσίες
Και ζητούμε για το μέλλον να υποχρεωθούν οι 3ος , 4ος , 5ος , 6ος και 7ος των εναγομένων:
1) Να παρέχουν τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας αλλά χρεώνονται από το πρώτο εναγόμενο.
2) Να μην απαιτούν για να παρέχουν τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και κλάδου σύνταξης την θεώρηση του ασφαλιστικού βιβλιαρίου τους αλλά να τις παρέχει εφόσον αποδεικνύουν με οποιαδήποτε δημόσιο έγγραφο ότι υπάγονται στην ασφάλιση του πρώτου εναγόμενου.
3) Να παρέχουν τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που έχουν καταβάλλει (η έχουν ρυθμίσει ) τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας αλλά όχι αυτές τους κλάδου σύνταξης.
4) Να παρέχουν με τους ίδιους όρους (τίμημα, συμμετοχή, και όροι πληρωμής) στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών τις υπηρεσίες τους που παρέχονται στους ενήμερους ασφαλισμένους των δυο εναγομένων και να μην απαιτούν την ίδια χρέωση που απαιτούν για τους ανασφαλίστους για αυτές τις υπηρεσίες.
ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Καθίσταται αντιληπτός και δεδομένος ο κίνδυνος της υγείας των Ελλήνων κατά μεγάλο ποσοστό πολιτών και καταναλωτών ασφαλισμένων στο ΟΑΕΕ-ΕΟΠΥΥ και των οικογενειών τους οι οποίοι στερούνται παντελώς της πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας σε περίοδο οικονομικής κρίσης ενώ χρεώνονται για αυτές οσάν να τους παρέχονταν κανονικά, υφιστάμενοι τις συνέπειες του νόμους που περιλαμβάνουν και την άσκηση σε βάρος τους ποινικής δίωξης για τις μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές.
Επισημαίνεται μάλιστα η παράνομη διακοπή της ασφαλιστικής κάλυψης δεν υποκαθίσταται από τυχόν υπαγωγή του ασφαλισμένου (εφόσον πληροί τις εισοδηματικές και λοιπές προϋποθέσεις) στο Πρόγραμμα ελεύθερης πρόσβασης σε υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας της Υ.Α. 654/12-8- 2013, η οποία ήδη αντικαταστάθηκε από την Υ.Α. 724/4-10-2013. Και τούτο, διότι το «εισιτήριο ελεύθερης πρόσβασης» (health voucher) αποτελεί μια κατ’ ουσίαν προνοιακή παροχή που απευθύνεται σε ανασφάλιστους, καθόσον είναι απολύτως ασύνδετο προς οποιαδήποτε ασφαλιστική σχέση Σε κάθε περίπτωση, εξάλλου, δεν πρόκειται παρά για ένα μερικό (δηλαδή όχι καθολικό) και προσωρινό μέτρο, στο πλαίσιο του Ε.Π. «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού» του ΕΣΠΑ, που δεν υποκαθιστά τις εγγυήσεις που παρέχει η ένταξη στην ασφαλιστική κοινότητα ορισμένου ταμείου και η λειτουργία της διαρκούς, δημοσίου δικαίου, ασφαλιστικής σχέσης.
Το αυτό ισχύει και όσον αφορά την πρωτοβάθμια φροντίδα όπου παρά τις επικοινωνιακές δήθεν δηλώσεις ότι η πρωτοβάθμια, ιατρική φροντίδα του ν 4238/2014 παρέχεται δωρεάν, αυτό είναι ανακριβές και μαθηματικά και οικονομικά άτοπο αφού ο νόμος 4238/2014 προβλέποντας την ισότιμη ιατρική φροντίδα εννοεί φυσικά την τελική χρέωση των υπηρεσιών. Αυτή θα καλύπτεται υποτιθεται από τα ασφαλιστικά ταμεία, το δε προβλεπόμενο εισιτήριο των 5 € (εάν ποτέ εφαρμοστεί) αφορά τους πλήρως ανασφαλίστους και όχι την επίδικη κατηγορία καταναλωτών ασφαλισμένων-ζομπι. Και φυσικά με την οικονομική λογική αποφυγής δημιουργίας ελλειμμάτων που επιβάλλει η λεγομένη τρόικα αλλά και με βάσει τις εν γένει οικονομικές περιστάσεις και με το ιστορικό επέμβασης του ΔΝΤ σε χώρες του τρίτου κόσμου και την τακτική που εκεί εφάρμοσε θα οδηγηθούμε έως την συζήτηση της παρούσας αγωγής στο ίδιο καθεστώς που ισχύει και σήμερα όπου οι ανασφάλιστοι και η επίδικη κατηγορία καταναλωτών ασφαλισμένων-ζομπι θα αποβληθουν πλήρως από το υγειονομικό σύστημα πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο. Αυτό ενισχύεται και από την πρόβλεψη του ν 4238/2014 ότι πρωτοβάθμια φροντίδα θα κάνουν και τα πρωτοβάθμια ιδιωτικά κέντρα υγείας, τα οποία φυσικά είναι λογικά αδύνατον να ανεχθούν την δωρεάν παροχή ιατρικών υπηρεσιών για οποιονδήποτε τόσο από τα ίδια αλλά και από τα δημόσια Κέντρα Υγείας που θα κατηγορηθούν εν τελεί και για αθέμιτο ανταγωνισμό και στρέβλωση της αγοράς. Και είναι γνωστό ποιοι είναι οι σταυροφόροι που θέλουν να απαλείψουν κάθε είδους στρέβλωση της αγοράς υπέρ του «αγαθού» ιδιωτικού τομέα………… (όπως και τα αποτελέσματα των ενεργειών τους που προκάλεσαν το παραπάνω κοινωνικό πρόβλημα). Το γεγονός ότι πρόκειται για προσωρινό και απλή εξαγγελία ενισχύεται και από τις επίσημες παραδοχές και δηλώσεις του νυν Υπουργού Υγείας που παρατεθήκαν σε άρθρο στην έγκριτη εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 6-3-2014 που δεν τις διέψευσε ποτέ και που έχουν ως εξής:
Πολύ ενοχλήθηκε ο κ. Αδωνις Γεωργιάδης όταν σε κάποια στιγμή της σύσκεψης που έγινε με την τρόικα στο υπουργείο Οικονομικών ο κ. Πόουλ Τόμσεν γύρισε προς το μέρος του και του είπε: «Αdonis, πολύ με απογοητεύσατε. Είμαι απογοητευμένος από εσάς». Ηταν σαν ένας κεραυνός που έπεσε στο κεφάλι του υπουργού Υγείας η φράση αυτή του κ. Τόμσεν. Αυτός που θεωρείται ως το πιο καλό παιδί της τρόικας, αυτός που διατυμπανίζει ότι είναι ο πιο μνημονιακός από όλους τους υπουργούς, αυτός, τέλος, που άλλαξε κόμμα για να υπερασπιστεί το Μνημόνιο, να ακούει από τον ισχυρότερο εκπρόσωπο της τρόικας ότι είναι… απογοητευμένος από τη δράση του.Είναι αλήθεια ότι μόλις το άκουσε αυτό ο κ. Γεωργιάδης έμεινε άφωνος (speechless, όπως έλεγε χαρακτηριστικά), αλλά σε λίγο συνήλθε και ζήτησε από τον Τόμσεν να πάρει πίσω τη φράση αυτή. Ο κ. Τόμσεν όμως ήταν ανένδοτος και δεν συμφωνούσε με την πρόταση που είχε υποβάλει ο υπουργός Υγείας για το καθεστώς των μη συνταγογραφημένων φαρμάκων. Η πίκρα όμως του υπουργού ήταν τόσο μεγάλη που απείλησε μάλιστα να… μεταναστεύσει στις ΗΠΑ εάν δεν γίνουν δεκτές οι προτάσεις του: «Ακουσε, Πόουλ» είπε με το γνωστό παραπονιάρικο ύφος του, «εδώ η γυναίκα μου η Ευγενία μου λέει να πάρουμε τα παιδιά και να φύγουμε όλοι μαζί για την Αμερική. Εκανα τόσο πολλά στα θέματα Υγείας, τόσα που με βρίζουν οι μισοί Ελληνες και να μου λες ότι είσαι απογοητευμένος από εμένα; Καλύτερα στην Αμερική…». Είναι αλήθεια ότι ο κ. Τόμσεν δεν συγκινήθηκε με την απειλή περί μεταναστεύσεως του κ. Γεωργιάδη και τον κοιτούσε ατάραχος. Το ίδιο και οι υπόλοιποι υπουργοί που μετείχαν στη σύσκεψη, οι οποίοι δεν επιχείρησαν να τον αποτρέψουν. Ακόμα και ο κ. Ι. Στουρνάραςτον άκουγε μη μπορώντας να πιστέψει αυτά που άκουγε. Οπότε ο Αδωνις έβαλε τα μεγάλα μέσα: «Δεν μου λες, Πόουλ», είπε κάπως επιθετικά στον εκπρόσωπο του ΔΝΤ παραμερίζοντας όλους τους τύπους, «από σαλάμι ξέρεις; Γιατί εάν ξέρεις, τότε θα γνωρίζεις ότι εάν φας αμέσως ολόκληρο το σαλάμι είναι πολύ πιθανόν να πεθάνεις. Ενώ εάν το κόψεις σε φέτες και το τρως σιγά-σιγά το απολαμβάνεις». Φαίνεται ότι αυτή τη φορά ο κ. Τόμσεν ήξερε από… σαλάμι και δέχτηκε ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις στο Υγείας στο πάρα πέντε!
Εν προκειμένω δε εικάζουμε ότι το σαλάμι στο τέλος θα καταλήξει να οδηγηθούμε έως την συζήτηση της παρούσας αγωγής στο ίδιο καθεστώς που ισχύει και σήμερα όπου οι ανασφάλιστοι και η επίδικη κατηγορία καταναλωτών ασφαλισμένων-ζομπι θα αποβληθούν πλήρως από το υγειονομικό σύστημα πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο αφού θα υποχρεώνονται να πληρώνουν και την πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη.
Επίσης όσον αφορά την δεύτερη κατηγορία καταναλωτών ασφαλισμένων των εναγομένων οι οποίοι είναι στα πρόθυρα της οικονομικής καταστροφής, η δυνατότητα να πληρώνουν ξεχωριστά τις εισφορές υγείας, αλλά και να προβαίνουν σε ρύθμιση των χρωστούμενων εισφορών υγείας θα τους επιτρέψει να έχουν πρόσβαση στην υγεία και στους εναγόμενους να αποκτήσουν πρόσθετα έσοδα σε μια περίοδο που το σύστημα υγείας δοκιμάζεται.
Νόμιμη λοιπόν περίπτωση συντρέχει να κηρυχθεί η εκδοθεισομένη απόφασή σας προσωρινά εκτελεστή, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος, υποβάθμισης του επιπέδου της ζωής των καταναλωτών, να μην περιέλθουν σε κατάσταση απόγνωσης και κατατρομοκράτησης οι καταναλωτές, και να μη μειωθούν τα έσοδα των εναγομένων. Αυτό δε είναι επιτακτικό τόσο για αστικά κέντρα της Αθήνα και της Θεσαλλονίκης όπου η ανεργία των ελεύθερων επαγγελματιών ξεπερνά το 50% όσο και για την Κρήτη και την Ζάκυνθο όπου ισχύει το ίδιο. Όσο δε αφορά την Κεφαλλονια η παραπάνω ανάγκη είναι επιτακτική αφού λόγω των σεισμών του Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 2014 το σύνολο του εμπορικού κόσμου και ασφαλισμένων των δυο πρώτων εναγομένων έχει αναστείλει την οικονομική του δραστηριότητα και αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης.
Επειδή η παρούσα είναι νόμιμη βάσιμη και αληθινή.
ΣΥΛΛΟΓΙΚΉ ΑΓΩΓΗ ΜΕΡΟΣ Ε ´. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΛΟΓΟΥΣ
Και με την επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματός μας και όλων όσων θα προσθέσουμε κατά την συζήτηση της παρούσας .
ΖΗΤΟΥΜΕ
Να γίνει δεκτή η παρούσα συλλογική αγωγή μας.
Να παύσει το πρώτο εναγόμενο:
1) Να μην θεωρεί τα βιβλιάρια υγείας στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και σύνταξης που όμως τους χρεώνονται από το πρώτο εναγόμενο .
2) Να μην χορηγεί βεβαιώσεις περί ασφάλισης σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας (και σύνταξης) τις οποίες όμως και τους τις χρεώνει.
4) Να μην χορηγεί τις προβλεπόμενες σε χρήμα παροχές υγείας στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας (και σύνταξης) τις οποίες όμως και τους τις χρεώνει.
5) Να μην δέχεται την καταβολή από τους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών των εισφορών κλάδου υγείας και να απαιτεί για την Θεώρηση των βιβλιάριων υγείας και την παροχή βεβαίωσης περί ασφάλισης σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) την καταβολή των εισφορών του κλάδου σύνταξης.
6) Να μην ρυθμίζει σε δόσεις σύμφωνα με το ισχύοντα νόμο τις χρωστούμενες σε αυτό από τους ασφαλισμένους του εισφορές υγείας και να απαιτεί για την Θεώρηση των βιβλιάριων υγείας και την παροχή βεβαίωσης περί ασφάλισης σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) την ρύθμιση και καταβολή των εισφορών του κλάδου σύνταξης.
7) Να μην θεωρεί τα βιβλιάρια υγείας στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου σύνταξης αλλά καταβάλουν τις εισφορές του κλάδου υγείας ή έχουν προβεί σε ρύθμιση αυτών.
8) Να μην χορηγεί βεβαιώσεις περί ασφάλισης σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) αλλά και περί καταβολής ή ρύθμισης των εισφορών του κλάδου υγείας, στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου σύνταξης αλλά καταβάλουν τις εισφορές του κλάδου υγείας ή έχουν προβεί σε ρύθμιση αυτών .
9) Να μην χορηγεί τις προβλεπόμενες σε χρήμα παροχές υγείας στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου σύνταξης αλλά καταβάλουν τις εισφορές του κλάδου υγείας ή έχουν προβεί σε ρύθμιση αυτών.
10) Να απαιτεί την καταβολή ασφαλίστρων υγείας που επιβλήθηκαν στο παρελθόν από την 31/12/1994 και έως την 31/12/2014 χρόνο συζήτησης της αγωγής μας και να επιδιώκει την αναγκαστική τους είσπραξη σε βάρος των άμεσα ασφαλσιμενων καταναλωτών με κάθε τρόπο αλλά και να τις διαβιβάζει από 1/7/2013 στον Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών στις περιπτώσεις που δεν παρείχε θεώρηση βιβλιαρίου υγείας και ούτε παροχές υγείας σε είδος ή εις χρήμα.
Να παύσει το δεύτερο εναγόμενο:
1) Να αρνείται να παρέχει τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές και υπηρεσίες στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας αλλά χρεώνονται από το πρώτο εναγόμενο.
2) Να απαιτεί για να παρέχει τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών το πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και κλάδου σύνταξης, την θεώρηση του ασφαλιστικού βιβλιαρίου τους αλλά να τις παρέχει εφόσον αποδεικνύουν με οποιαδήποτε δημόσιο έγγραφο ότι υπάγονται στην ασφάλιση του πρώτου εναγομένου.
3) Να αρνείται να παρέχει τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που έχουν καταβάλλει (η έχουν ρυθμίσει ) τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας αλλά όχι αυτές τους κλάδου σύνταξης.
Να παύσουν οι υπόλοιποι εναγόμενοι (3ος ,4ος, 5ος 6ος και 7ος ):
1) Να αρνούνται να παρέχουν τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές και υπηρεσίες στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και σύνταξης που χρεώνονται από το πρώτο εναγόμενο.
2) Να απαιτούν για να παρέχουν τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και κλάδου σύνταξης, την θεώρηση του ασφαλιστικού βιβλιαρίου τους αλλά να τις παρέχει εφόσον αποδεικνύουν με οποιαδήποτε δημόσιο έγγραφο ότι υπάγονται στην ασφάλιση του πρώτου εναγόμενου ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών υγείας .
3) Να αρνούνται να παρέχουν τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που έχουν καταβάλλει (η έχουν ρυθμίσει ) τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας αλλά όχι αυτές τους κλάδου σύνταξης.
4) να αρνούνται να παρέχουν στους παραπάνω καταναλωτές άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που χρεωστουν τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας τις υπηρεσίες υγείας με τους ίδιους όρους (τίμημα, συμμετοχή, και όροι και τρόπος πληρωμής) που παρέχονται στους ενήμερους ασφαλισμένους των δυο εναγομένων και να απαιτούν την ίδια χρέωση που απαιτούν για τους ανασφαλίστους για αυτές τις υπηρεσίες
Να απειληθεί σε βάρος έκαστων των εναγομένων χρηματικής ποινής 10.000 € για κάθε μια επιμέρους και ανά καταναλωτή αλλά και κατά ημέρα παραβίαση εκάστης των παραπάνω υποχρεώσεων.
Να υποχρεωθεί το πρώτο εναγόμενο στο μέλλον:
1) Να θεωρεί τα βιβλιάρια υγείας στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και κλάδου σύνταξης.
2) Να χορηγεί βεβαιώσεις περί ασφάλισης σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας τις οποίες όμως και τους τις χρεώνει.
4) Να χορηγεί τις προβλεπόμενες σε χρήμα παροχές υγείας στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας τις οποίες όμως και τους τις χρεώνει.
5) Να δέχεται την καταβολή από τους άμεσα ασφαλισμένους των εισφορών κλάδου υγείας και να μην απαιτεί για την Θεώρηση των βιβλιάριων υγείας και την παροχή βεβαίωσης περί ασφάλισης σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) την καταβολή των εισφορών του κλάδου σύνταξης.
6) Να ρυθμίζει σε δόσεις σύμφωνα με το ισχύοντα νόμο τις χρωστούμενες σε αυτό από τους άμεσα ασφαλισμένους του εισφορές υγείας και να μην απαιτεί για την Θεώρηση των βιβλιάριων υγείας και την παροχή βεβαίωσης περί ασφάλιση σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) την ρύθμιση και καταβολή των εισφορών του κλάδου σύνταξης.
7) Να θεωρεί τα βιβλιάρια υγείας στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου σύνταξης αλλά καταβάλουν τις εισφορές του κλάδου υγείας ή έχουν προβεί σε ρύθμιση αυτών .
8) Να χορηγεί βεβαιώσεις περί ασφάλισης σε αυτό (για την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από το δεύτερο εναγόμενο) αλλά και περί καταβολής ή ρύθμισης των εισφορών του κλάδου υγείας στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου σύνταξης αλλά καταβάλουν τις εισφορές του κλάδου υγείας ή έχουν προβεί σε ρύθμιση αυτών .
9) Να χορηγεί τις προβλεπόμενες σε χρήμα παροχές υγείας στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου σύνταξης αλλά καταβάλουν τις εισφορές του κλάδου υγείας ή έχουν προβεί σε ρύθμιση αυτών.
10) Να μην απαιτεί την καταβολή ασφαλίστρων υγείας και να μην επιδιώκει την αναγκαστική τους είσπραξη με κάθε τρόπο από τους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και να τις διαβιβάζει από 1/7/2013 στον Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών τις εισφορές που επιβλήθηκαν στο παρελθόν από την 31/12/1994 και έως και την 31/12/2014 έως την έκδοση οριστικής άλλως τελεσίδικης απόφασης επί της παρούσα αγωγής οπού δεν παρείχε θεώρηση βιβλιαρίου υγείας στους ασφαλισμένους καταναλωτές και ούτε , παροχές υγείας σε είδος ή εις χρήμα.
Να υποχρεωθεί το δεύτερο εναγόμενο στο μέλλον:
1) Να παρέχει τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και σύνταξης που όμως τους χρεώνονται από το πρώτο εναγόμενο.
2) Να μην απαιτεί για να παρέχει τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους ασφαλισμένους στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και κλάδου σύνταξης την θεώρηση του ασφαλιστικού βιβλιαρίου τους αλλά να τις παρέχει εφόσον αποδεικνύουν με οποιαδήποτε δημόσιο έγγραφο ότι υπάγονται στην ασφάλιση του πρώτου εναγομένου.
3) Να παρέχει τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που έχουν καταβάλλει (η έχουν ρυθμίσει ) τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας αλλά όχι αυτές τους κλάδου σύνταξης.
Να υποχρεωθούν οι υπόλοιποι εναγόμενοι (3ος ,4ος, 5ος 6ος και 7ος ):
1) Να παρέχουν τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές και υπηρεσίες στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και σύνταξης που χρεώνονται από το πρώτο εναγόμενο.
2) Να παρέχουν τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που δεν έχουν καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας και κλάδου σύνταξης, χωρίς την θεώρηση του ασφαλιστικού βιβλιαρίου τους αλλά να τις παρέχει εφόσον αποδεικνύουν με οποιαδήποτε δημόσιο έγγραφο ότι υπάγονται στην ασφάλιση του πρώτου εναγόμενου ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών υγείας και ασφάλισης.
3) Να παρέχουν τις προβλεπόμενες από τον νόμο υγειονομικές παροχές στους άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών στο πρώτο εναγόμενο καταναλωτές που έχουν καταβάλλει (η έχουν ρυθμίσει ) τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας αλλά όχι αυτές τους κλάδου σύνταξης.
4) Να παρέχουν στους παραπάνω καταναλωτές άμεσα ασφαλισμένους αλλά και έμμεσα ασφαλισμένους μέλη οικογενειών των αμέσως ασφαλισμένων καταναλωτών που χρεωστούν τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας τις υπηρεσίες υγείας με τους ίδιους όρους (τίμημα, συμμετοχή, και όροι και τρόπος πληρωμής) που παρέχονται στους ενήμερους ασφαλισμένους των δυο εναγομένων και να απαιτούν την ίδια χρέωση που απαιτούν για τους ανασφαλίστους για αυτές τις υπηρεσίες
Να απειληθεί σε βάρος έκαστων των εναγομένων χρηματική ποινή 10.000 € για κάθε μια επιμέρους και ανά καταναλωτή αλλά και κατά ημέρα παραβίαση εκάστης των παραπάνω υποχρεώσεων.
Να αναγνωριστεί το δικαίωμα των καταναλωτών να αξιώσουν μεμονωμένα αποζημίωση, για κάθε μια από τις παραπάνω βλαπτικές συμπεριφορές των εναγομένων ιδίως δε το δικαίωμα αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης λόγω των παράνομων πρακτικών των εναγομένων αλλά και το δικαίωμα αποζημίωσης για δαπάνες που κατέβαλαν σε ιδιωτική κλινική και ιατρό για την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη λόγω άρνησης των εναγομένων να τους παράσχουν ιατροφαρμακευτικές υπηρεσίες.
Να κηρυχθεί η εκδοθεισομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή.
Να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
Αρμόδιος δικαστικός επιμελητής παραγγέλλεται να επιδώσει την παρούσα νόμιμα και εμπρόθεσμα την παρούσα προς 1) το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία ΟΑΕΕ (Οργανισμός Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών που εδρεύει στην Αθήνα οδός Ακαδημίας αριθμός 22 και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία Ε.Ο.Π.Υ.Υ (Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υγειονομικών Υπηρεσιών που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής Αθήνα Λεωφόρος Κηφισιάς αριθμός 39 και εκπροσωπείται νόμιμα 3) Το Νομικό Πρόσωπο Δημόσιου Δικαίου με την επωνυμία «Γ.Ν.Α. Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ- ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ» Ν.Π.Δ.Δ. που εδρεύει στην Αθήνα οδός Υψηλάντου αριθμός 45-47 και εκπροσωπείται νόμιμα. 4) Το Νομικό Πρόσωπο Δημόσιου Δικαίου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ Γ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ» Ν.Π.Δ.Δ που εδρεύει στην Εξοχή Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα. 5) Το Νομικό Πρόσωπο Δημόσιου Δικαίου με την επωνυμία ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ Ο ΆΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ» Ν.Π.Δ.Δ που εδρεύει στις Μουρνιες Κυδωνιας Χανιων και εκπροσωπείται νόμιμα. 6) Το Νομικό Πρόσωπο Δημόσιου Δικαίου με την επωνυμία ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΖΑΚΥΝΘΟΥ «ΆΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ» Ν.Π.Δ.Δ που εδρεύει στο Γαιτανι Ζακύνθου και εκπροσωπείται νόμιμα. 7) Το Νομικό Πρόσωπο Δημόσιου Δικαίου με την επωνυμία ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ «ΆΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ » Ν.Π.Δ.Δ που εδρεύει στο Αργοστολι Κεφαλληνίας οδός Σουηδιας και Κεφαλληνίας και εκπροσωπείται νόμιμα, προς γνώση τους και τις νόμιμες συνέπειες καλούμενοι να παρασταθούν κατά την συζήτηση της όπου και όταν ανωτέρω ορίζεται.
https://www.facebook.com/mytaloulislawoffice
http://lawyalty.wordpress.com/2014/03/24/αγωγη-ινκα-κατα-οαεε-εισφορεσ-υγειασ/
INKA: Μετά την Αγωγή δίνουν υγεία στους ανασφάλιστους ΟΑΕΕ
ΔΤ 517 /27.06.2014
Συζητήθηκε, μετά από αναβολή που ζήτησε η κυβέρνηση, την 24.06.14 η Αίτηση Ασφαλιστικών μέτρων, επί της Συλλογικής Αγωγής Ν 2251/94 υπέρ των ανασφάλιστων του ΙΝΚΑ κατά ΟΑΕΕ κλπ. Περιμένουμε σήμερα την Προσωρινή Διαταγή μη καταδιωκτικών μέτρων.
Η κυβέρνηση περίμενε την ανάρτηση του Νομικού Δέους της Αγωγής του ΙΝΚΑ για να πει ότι ψήφισε, 2 μέρες μετά, την περίθαλψη των ανασφάλιστων, με τροπολογία που είχε κατατεθεί.
Μετά βέβαια την συζήτηση της Αγωγής μας. Για την διαγραφή των παράνομων απαιτήσεων τίποτα.
Ότι θέλουνε βάζουνε και ότι θέλουνε βγάζουνε εκεί πέρα στη Βουλή, όποτε θέλουνε και όποτε δεν θέλουνε.
Το έχουμε δει όλοι καθαρά αυτό. Αυτή τους η αγριότητα μάλλον τελειώνει εδώ κοντά.
Η Ελληνική δημοσιογραφία σαν ουρά ποντικιού των πολιτικών, για την Αγωγή του ΙΝΚΑ άχνα.
Ε ναι, αυτή είναι η Ελληνική δημοσιογραφία. Πυκνό σκοτάδι και δοξαστικά στις σφαγές των πολιτών από διά του κοινωνικού τρόμου τους αυτοεκλεγόμενους.
http://inka-ilias.blogspot.gr/2014/06/inka.html
http://eleftheroiellines.blogspot.gr/2014/06/inka.html
ΙΝΚΑ Θεσσαλίας
2 Ιουλίου 2014
Σε συλλογική αγωγή εναντίον του ΟΑΕΕ, για τους ανασφάλιστους επαγγελματίες, πρόκειται να προχωρήσει το ΙΝΚΑ Θεσσαλίας.
Αυτό ανακοίνωσε σε προχθεσινή συγκέντρωση εμπόρων της Λάρισας ο πρόεδρος του ινστιτούτου Βασίλης Κόκκαλης.
Ειδικότερα, ο Β. Κόκκαλης ανέφερε για το θέμα:
«Συμπολίτης μας – καταναλωτής, ο οποίος είναι ασφαλισμένος στο ΤΕΒΕ ως ελεύθερος επαγγελματίας, προσέφυγε στο ΙΝΚΑ Θεσσαλίας και ζήτησε την συνδρομή του προκειμένου να ανταπεξέλθει στις επαπειλούμενες κατασχέσεις και ποινικές διώξεις από τον οργανισμό (ΟΑΕΕ-ΤΕΒΕ).
Το συνολικό ποσό της οφειλής του ανήρχετο στο ποσό των 34.941,13 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 11.413 ευρώ αντιστοιχεί στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκτός του ποσού (επιπλέον) των 3.602 ευρώ και 1.257 ευρώ τα οποία είναι προσαυξήσεις.
Την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ενώ έχει διακοπεί από το ΤΕΒΕ προς αυτόν από το έτος 2008, εν τούτοις την αξιώνει ο οργανισμός μέχρι και σήμερα.
Δηλαδή, αφ’ ενός αρνείται ο ΟΑΕΕ διαρκώς και μόνιμα από το έτος 2008 να παρέχει τις υγειονομικές υπηρεσίες προς τον έμπορο- ελεύθερο επαγγελματία, αφετέρου συνεχίζει να χρεώνεται και να καταλογίζονται οι ανάλογες εισφορές σαν να παρέχονται μετά από θεώρηση εν ισχύ βιβλιαρίων ασθενείας, απορρίπτοντας το αίτημα για αναδρομική διαγραφή του ποσού από το χρονικό σημείο που διεκόπη η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και το βιβλιάριο υγείας έμεινε αθεώρητο και ανενεργό.
Ο ΟΑΕΕ αρνείται τη θεώρηση εν ισχύ των βιβλιαρίων ασθενείας των ασφαλισμένων που οφείλουν ασφαλιστικές εισφορές, τις οποίες όμως τις χρεώνει και τις διατηρεί ως απαιτήσεις εναντίον τους, με αποτέλεσμα ο ΕΟΠΥΥ να αρνείται να τις παράσχει.
Πρώτη παράβαση: Ως ασφαλισμένος παραμένει καταναλωτής και συνεπώς η άρνηση του οργανισμού να παρέχει υγειονομικές υπηρεσίες, ενώ τις χρεώνει υποχρεωτικά και αντίστοιχα η άρνηση να διαγράψει αναδρομικά τις οφειλές που πηγάζουν από το χρονικό διάστημα το οποίο δεν καλύπτεται, παραβιάζει την αρχή της ισορροπίας προμηθευτή και καταναλωτή και την αρχή της παροχής υπηρεσιών έναντι αντιτίμου για υπηρεσίες που ο προμηθευτής αρνείται να παραδώσει στον ασφαλισμένο – καταναλωτή.
Έχουμε σαφέστατη παράβαση του άρθρου 169 της Συνθήκης για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Παράβαση του Κοινοτικού Δικαίου).
Δεύτερη παράβαση: Παραβιάζεται το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος (αρχή της ισότητας) και άρθρο 5 παρ. 1, 4 (η προσωπικότητα του ατόμου) δηλαδή η μη ελεύθερη πρόσβαση στις υγειονομικές υπηρεσίες.
Το ΙΝΚΑ Θεσσαλίας προσφεύγει με συλλογική αγωγή κατά του ΟΑΕΕ-ΤΕΒΕ.
Άλλο αίτημα ασφαλισμένων, που θα εξετάσει η Δικαιοσύνη, θα είναι και η αναλογική ασφάλιση με βάση τα εισοδήματα των τριών τελευταίων ετών.
Ο ΟΑΕΕ κάνοντας χρήση μόνο του καταστατικού αυτού αναπροσάρμοσε προς τα πάνω όλες τις ασφαλιστικές κατηγορίες κατά τα έτη 2006, 2007.
Σήμερα ο ΟΑΕΕ επιβάλλεται να αναπροσαρμόσει τις ασφαλιστικές κατηγορίες προς τα κάτω και πάντα σύμφωνα με τα εισοδήματα».
Το ΙΝΚΑ Θεσσαλίας σ΄ αυτή την προσπάθεια έχει στο πλευρό του το Επιμελητήριο Λάρισας.
Στη συγκέντρωση της Λάρισας οι έμποροι εξέφρασαν την οργή τους για τις σχεδιαζόμενες κατασχέσεις εκ μέρους του ΟΑΕΕ, οι οποίες θα προκύψουν εξαιτίας της αδυναμίας τους να είναι συνεπείς στις ασφαλιστικές τους καταβολές προς το ταμείο.
Μιλώντας, εκ μέρους της συντονιστικής επιτροπής, ο Γιάννης Αρζουμανίδης σημείωσε ότι θα πρέπει να συντονιστούν οι ενέργειες των εμπλεκόμενων φορέων με στόχο τη δημιουργία ενός μετώπου προστασίας των εμπόρων, οι οποίοι βρίσκονται σε τραγική θέση.
ΠΗΓΗ: larissanet.gr
και
http://www.inkathessalias.gr/480/
Δηλώστε συμμετοχή στην συλλογική αγωγή κατά του ΟΑΕΕ, ΕΟΠΥΥ και ενδεικτικά 5 Νοσοκομείων
https://justiceforgreece.wordpress.com/2014/07/23/δηλώστε-συμμετοχή-στην-συλλογική-αγω/
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΙΝΚΑ-ΔΤ-543/29-30.04.2015
ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ 29 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015 ΣΤΙΣ 09:30 ήμασταν όλοι εκεί
Χθες την 29-4-2015 ενώπιον του πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αίθουσα 12 κτήριο 6, εκδικαζόταν η συλλογική αγωγή του ΙΝΚΑ κατά του Ο.Α.Ε.Ε., ΤΕΒΕ, ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΩΝ, ΔΗΜΟΣΙΟΥ με αριθμό πινακίου 29.
Το παράδοξο της όλης υπόθεσης είναι πως, ενώ είχε πρόθεση ο Ο.Α.Ε.Ε και το Δημόσιο και συμφώνησαν σε αναβολή και να συζητηθεί η αγωγή μετά από ενάμιση μήνα, στις 10-6-2015, μετά από πρόταση του ΙΝΚΑ, και ομόφωνα όλοι απεδέχθησαν την πρόταση, η έδρα του Δικαστηρίου αντί να δεχθεί το αίτημα όλων των διαδίκων για την 10-6-2015, ρωτώντας το Δημόσιο μήπως δεν προλάβει να ενημερωθεί μέχρι την 10-6-15 και χρειάζεται περισσότερο χρόνο αναβολής, αποφάσισε να συζητηθεί η αγωγή στις 3-2-2016.
Σημ. (ενώ ως πρωτοείσακτη 12 μήνες νωρίτερα στις 28-1-2012 που ένεκα των εκλογών ανεβλήθη για σήμερα τις 29-4-2015, οι 360 μέρες μελέτης αυτονόητα κρίνεται επαρκής χρόνος για οποιονδήποτε διάδικο).
Κύριοι Δικαστές σεβασμός στην υπηρεσία του λαού και όχι μόνο των Κυβερνήσεων.
Και για την αποκατάσταση των ως άνω σας κάνουμε γνωστόν πως για νέα ίδια αγωγή ακόλουθα των ανωτέρω την ίδια μέρα 29-4-2015 ζητήσαμε και η γραμματεία του Δικαστηρίου παρέχει δικάσιμο για τις 17-6-2015.
Προς τι λοιπόν αυτή η αναβολή που δόθηκε για το 2016 ενώ υπήρχε ημερομηνία πολύ συντομότερη της αναβολής για τον επόμενο χρόνο?, παρότι και είχε συμφωνηθεί η 10-6-15, και απειλούνται με κατασχέσεις οι ανασφάλιστοι /ασφαλισμένοι.
Ο πόνος, το δάκρυ, ο θάνατος !!! δεν αναβάλλονται, από τις δικές σας αναβολές, αλλά ζητούν, όταν σφάλει και αργεί το Δημόσιο, από τους θεσμούς, τώρα από εσάς, από την Δικαιοσύνη, άμεσα δικαίωση στο δίκαιο αίτημα των πολιτών να πληρώνουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες ανταποδοτικά και όχι υποχρεωτικά.
Ζητούμε για να πάρουμε νομίμως :
1) Το διαχωρισμό της εισφοράς υγείας από την εισφορά της σύνταξης, επειδή είναι απαραίτητο, για να δοθεί η δυνατότητα σε κάθε ασφαλισμένο να ρυθμίσει-πληρώσει μόνο την εισφορά υγείας, να δοθεί πλήρης ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους ασφαλισμένους και τα προστατευόμενα μέλη τους αφενός και αφετέρου να μην έχει καμία οικονομική απώλεια το ταμείο.
2) Διαγραφή του ποσού της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που ενώ ο ΟΑΕΕ δεν παρείχε (αρνούμενος να σφραγίσει βιβλιάρια οφειλετών), συνέχιζε να χρεώνει και να τοκίζει αφού, πέραν του αχρεωστήτως, δημιουργεί μεγαλύτερη οικονομική πίεση στις επιχειρήσεις και έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική και σωματική υγεία των ασφαλισμένων και των προστατευόμενων μελών τους.