ΣΤΕ: Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, Ομοσπονδία Τελωνειακών Υπαλλήλων Ελλάδος, Ομοσπονδία Συλλόγων Υπουργείου Οικονομικών και 6 πρώην υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών ΚΑΤΑ της ΑΑΔΕ

Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω (Α.Μ. ΔΣΑ 16381) Καθηγητής Πανεπιστημίου
Εταιρεία Δικηγόρων Ξ. Κοντιάδης – Α. Φωτιάδου Κλεομένους 57, Αθήνα
Τηλ. 210-68.24.957, 6980-303.338, fax: 210-33.90.522 E-mail: xcontiades@hotmail.com

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ

1) Της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Π.Ο.Ε.-Δ.Ο.Υ.), με έδρα την Αθήνα, οδός Λεωχάρους 2, και Α.Φ.Μ. 090047505, Δ.Ο.Υ ΣΤ’ Αθηνών, νομίμως εκπροσωπουμένης

2) Της Ομοσπονδίας Τελωνειακών Υπαλλήλων Ελλάδος (Ο.Τ.Υ.Ε.), με έδρα την Αθήνα, οδός Ακαδημίας 4, και Α.Φ.Μ. 090398833, ΔΟΥ Δ ́ Αθηνών, νομίμως εκπροσωπουμένης

3) Της Ομοσπονδίας Συλλόγων Υπουργείου Οικονομικών (Ο.Σ.Υ.Ο.), με έδρα την Αθήνα, οδός Λεωχάρους 2, και Α.Φ.Μ. 090050915, ΔΟΥ ΣΤ ́ Αθηνών, νομίμως εκπροσωπουμένης

4) της ΥΦΑΝΤΗ ΕΙΡΗΝΗΣ του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, Α.Φ.Μ. 052710517, οδός Λεωχάρους 2, πρώην υπαλλήλου Υπ. Οικονομικών και πλέον υπαλλήλου της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων

5) της ΚΙΟΥΤΣΟΥΚΙΟΖΟΓΛΟΥ ΑΝΝΑΣ του ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Α.Φ.Μ. 036435515, οδός Λεωχάρους 2, πρώην υπαλλήλου Υπ. Οικονομικών και πλέον υπαλλήλου της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων

6) του ΤΡΙΜΠΟΝΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, Α.Φ.Μ. 024275641, οδός Ακαδημίας 4, πρώην υπαλλήλου Υπ. Οικονομικών και πλέον υπαλλήλου της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων

7) της ΚΑΤΣΙΚΑ ΣΟΦΙΑΣ του ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Α.Φ.Μ. 078521628, οδός Ακαδημίας 4, πρώην υπαλλήλου Υπ. Οικονομικών και πλέον υπαλλήλου της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων

8) της ΛΙΝΑΡΔΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Α.Φ.Μ. 068314459, οδός Λεωχάρους 2, πρώην υπαλλήλου Υπ. Οικονομικών και πλέον υπαλλήλου της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων

9) του ΜΟΪΑΝΟΥ ΙΩΑΝΝΗ του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Α.Φ.Μ. 026883605, οδός Λεωχάρους 2, πρώην υπαλλήλου Υπ. Οικονομικών και πλέον υπαλλήλου της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων

ΚΑΤΑ

Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), με έδρα την Αθήνα, οδός Καραγιώργη Σερβίας 10 και από τον Υπουργό Οικονομικών

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ

Της υπ’ αριθ. Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 (ΦΕΚ Β’ 968/22.3.2017) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)

                                 ________________________

Ι. ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

1. Στον νόμο 4389/2016 (ΦΕΚ Α ́94/27.5.2016) προβλέπεται η σύσταση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 προβλέπεται ότι «1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η «Αρχή»), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της. 2. Η Αρχή απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα, κρατικούς φορείς ή άλλες διοικητικές αρχές[…]».

2. Στο άρθρο 2 προβλέπονται αναλυτικά οι αρμοδιότητες της ΑΑΔΕ. Ειδικότερα, «Η Αρχή ασκεί όλες τις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, που προβλέπονται, κατά την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της, στις διατάξεις της Υποπαραγράφου Ε2 της παραγράφου Ε ́ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (Α ́ 222), σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της κείμενης νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων και των κανονιστικών πράξεων του Υπουργού Οικονομικών, του Αναπληρωτή Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών, καθώς και τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με τον παρόντα νόμο και με οποιαδήποτε άλλη γενική ή ειδική διάταξη».

3. Στην ΑΑΔΕ αναγνωρίζονται σημαντικές αρμοδιότητες άσκησης κανονιστικής εξουσίας. Ειδικότερα, οι κυριότερες εξ αυτών είναι οι ακόλουθες: « 2. Η Αρχή έχει, ιδίως, τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α) τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών και τελωνειακών εσόδων, καθώς και την είσπραξη λοιπών δημοσίων εσόδων, β) την παρακολούθηση και τον έλεγχο της πορείας της βεβαίωσης και τηςείσπραξης των δημοσίων εσόδων και της εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας για την είσπραξη δημοσίων εσόδων γ) τη λήψη και την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών υπηρεσιών της, στους τομείς της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου, της φορολογικής απάτης και της παραοικονομίας, της εφαρμογής των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, της βεβαίωσης και είσπραξης και της βελτίωσης της εισπραξιμότητας των δημοσίων εσόδων δ) την έκδοση κανονιστικών αποφάσεων, εγκυκλίων, οδηγιών και λοιπών διοικητικών εγγράφων που αφορούν εν γένει στην ερμηνεία και στην εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής, τελωνειακής και λοιπής νομοθεσίας που σχετίζεται με τους τομείς αρμοδιότητάς της […] θ) τον εντοπισμό φαινομένων φοροδιαφυγής, λαθρεμπορίου, φορολογικής απάτης, παραεμπορίου και παραοικονομίας και τον καταλογισμό της διαφεύγουσας φορολογητέας ύλης ι) τον εντοπισμό φαινομένων διαφθοράς, αδιαφανών διαδικασιών, αναποτελεσματικότητας, χαμηλής παραγωγικότητας και ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και μη τήρησης της νομιμότητας που τυχόν παρατηρούνται στη λειτουργία και στη δράση των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών υπηρεσιών της […] ιβ) την εισήγηση νομοθετικών διατάξεων και μέτρων για την ενίσχυση της φορολογικής και τελωνειακής συμμόρφωσης και την υποβολή προτάσεων για τη βελτίωση και την επιτάχυνση της εισπραξιμότητας των δημοσίων εσόδων».

4. Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του ως άνω νόμου κατοχυρώνεται η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των μελών της ΑΑΔΕ, καθώς προβλέπεται ότι «Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Εμπειρογνώμονας και ο Διοικητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους και δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο, ούτε σε διοικητική εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές ή άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό. Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Εμπειρογνώμονας και ο Διοικητής απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας». Εξάλλου, στο άρθρο 4 ορίζεται ότι «Τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου, καθώς και ο Διοικητής της Αρχής, μετά από αίτημα διαρκούς ή άλλης Επιτροπής της Βουλής, ή κατόπιν δικής τους πρωτοβουλίας, καταθέτουν ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 138Α σε συνδυασμό με το άρθρο 41Α του Κανονισμού αυτής, σχετικά με θέματα που αφορούν στις αρμοδιότητες της Αρχής. Η Αρχή συνεργάζεται με τις διοικητικές αρχές που ασκούν αρμοδιότητες σε συγκεκριμένους τομείς της εθνικής οικονομίας και παρέχει τη συνδρομή της, εφόσον της ζητηθεί, στις εν λόγω αρχές, στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων της». Στο άρθρο 5 προβλέπεται ότι «Η Αρχή δεν υπόκειται σε ιεραρχικό έλεγχο ή εποπτεία από τον Υπουργό Οικονομικών».

5. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 και 3 του ως άνω Ν. 4389/2016 χορηγείται εξουσιοδότηση στον Διοικητή της Αρχής να εκδόσει με απόφασή του τον Οργανισμό και τους εσωτερικούς κανονισμούς της ΑΑΔΕ. Πιο συγκεκριμένα στο άρθρο 6 προβλέπεται ότι «1. Η οργάνωση και διάρθρωση των υπηρεσιών της Αρχής, ο καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους και των οργανικών θέσεων του προσωπικού αυτής, τα προσόντα διορισμού στους κλάδους και στις ειδικότητες, οι κλάδοι από τους οποίους προέρχονται οι προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων αυτής, καθώς και η κατανομή των οργανικών θέσεων του μονίμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού της Αρχής ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα ρυθμίζονται από τον Οργανισμό της Αρχής[…] 3. Ο Οργανισμός και οι Εσωτερικοί Κανονισμοί εκδίδονται με αποφάσεις του Διοικητή, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 9». Με βάση το ως άνω νομικό πλαίσιο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 (ΦΕΚ Β ́968/22.3.2017) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με την οποία θεσμοθετείται ο Οργανισμός της ΑΑΔΕ.

ΙΙ. ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ

Α. Το εμπρόθεσμο της αιτήσεως

Η προσβαλλόμενη ακυρωτικώς απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων δημοσιεύθηκε στο δεύτερο τεύχος της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και δη στο φύλλο 968 της 22.03.2017. Κατά τούτο η παρούσα αίτηση ακυρώσεως ασκείται εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 του Π.Δ.18/89, αφού η σχετική προθεσμία λήγει την 22.5.2017, δηλαδή την επόμενη εργάσιμη ημέρα της εξηκοστής η οποία ως Κυριακή είναι εξαιρετέα.

Β. Έννομο Συμφέρον

1. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 του Π.Δ. 18/89 και την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου Σας, τα νομικά πρόσωπα έχουν έννομο συμφέρον που θεωρείται προσωπικό για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, ανεξάρτητα από τη διάκρισή τους σε δημόσια και ιδιωτικά, και μπορούν να προσβάλλουν κάθε πράξη ή παράλειψη που προξενεί βλάβη είτε: α) στα συμφέροντα του ίδιου του νομικού προσώπου υλικά κάθε είδους ή ηθικά, η προστασία και η επιδίωξη των οποίων περιλαμβάνεται στους σκοπούς του νομικού προσώπου, όπως αυτοί καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις και το Καταστατικό του, είτε β) στα συμφέροντα του συνόλου των μελών του νομικού προσώπου, εφόσον η προάσπιση ή η προαγωγή των συμφερόντων αυτών περιλαμβάνεται επίσης στους σκοπούς του νομικού προσώπου.

2. Η πρώτη αιτούσα (Π.Ο.Ε.-Δ.Ο.Υ.) είναι δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση που λειτουργεί βάσει νομίμως εγκεκριμένου καταστατικού, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1264/1982. Αναγνωρίσθηκε ως Συνδικαλιστική Οργάνωση με την υπ’ αριθ. 678/17.3.1978 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών και καταχωρήθηκε το καταστατικό της στο βιβλίο σωματείων που τηρείται στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με τον γενικό αριθμό 229, μετά δε τη τελευταία τροποποίησή του με την υπ’ αριθ. 2417/30.4.1998 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του καταστατικού της, μέλη της αιτούσας γίνονται οι πρωτοβάθμιοι ενιαίοι σύλλογοι νομαρχιακού ή διανομαρχιακού επιπέδου, οι οποίοι έχουν ως φυσικά μέλη, μεταξύ άλλων, υπηρετούντες φοροτεχνικούς πρώην εφοριακούς όλων των κλάδων ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ, και ΥΕ, ως μονίμους δημοσίους υπαλλήλους ή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Σκοποί της οργάνωσης, όπως ορίζεται στο καταστατικό της, είναι μεταξύ άλλων α) ο συντονισμός και η ενιαία ανάπτυξη της δράσης των μελών της για την προστασία και προώθηση των επαγγελματικών, οικονομικών, ασφαλιστικών, ηθικών, κοινωνικών και πολιτιστικών συμφερόντων των εργαζομένων, β) η προάσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών, η ανάπτυξη των αρχών του ελεύθερου συνδικαλισμού, ο σεβασμός των διεθνών συμβάσεων εργασίας, η ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος, η δημιουργία κράτους δικαίου και η απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης, και γ) η συμβολή στην προάσπιση των δημοκρατικών θεσμών, της ειρήνης και των ατομικών, κοινωνικών και εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων. Ως μέσα για την πραγματοποίηση των ανωτέρω σκοπών αναφέρονται, μεταξύ άλλων, η οργάνωση και κατεύθυνση των αγώνων όλων των εργαζομένων με διαμαρτυρίες, καταγγελίες, στάσεις εργασίας, απεργίες και όλα τα πρόσφορα μέσα.

3. Η δεύτερη αιτούσα (Ο.Τ.Υ.Ε.) είναι δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση που λειτουργεί νομίμως βάσει του καταστατικού της και έχει ως μέλη πρωτοβάθμιες ενώσεις τελωνειακών υπαλλήλων (άρθρο 4). Αναγνωρίσθηκε ως Συνδικαλιστική Οργάνωση με την υπ’ αριθ. 3324/30.11.1981 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών και καταχωρήθηκε το καταστατικό της στο βιβλίο σωματείων που τηρείται στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με τον γενικό αριθμό 317 (Ειδ. αρ. 2888), μετά δε τη τελευταία τροποποίησή του με την υπ’ αριθ. 1199/24.2.2006 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Στους σκοπούς της αιτούσης, σύμφωνα με το καταστατικό της (άρθρο 3 ), περιλαμβάνονται: α) Η συνένωση και ο συντονισμός των δυνάμεων όλων των Τελωνειακών Υπαλλήλων, με σκοπό την ενιαία και συλλογική συνδικαλιστική δράση για την διασφάλιση, προστασία και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, κοινωνικών, ασφαλιστικών, συνταξιοδοτικών και ευρύτερων συμφερόντων τους, β) Η προώθηση και σφυρηλάτηση της ενότητας και της συνεργασίας μεταξύ των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων των Τελωνειακών Υπαλλήλων και των μελών της γενικότερα, γ) Η προάσπιση της ανεξαρτησίας του συνδικαλιστικού κινήματος από κάθε επιρροή και αντιδημοκρατική ενέργεια, καθώς και η διασφάλιση διαδικασιών που βασίζονται στις αρχές της δημοκρατίας και της αυτονομίας στη λειτουργία και δράση του, δ) Η προσπάθεια ανύψωσης του μορφωτικού και πολιτιστικού επιπέδου των Τελωνειακών, ε) Η αναβάθμιση και ο εκδημοκρατισμός της λειτουργίας της κρατικής μηχανής προς όφελος του λαού και του τόπου, στ) Η συμβολή στη βελτίωση της εργατικής νομοθεσίας και η επίβλεψη για τη σωστή εφαρμογή της, ζ) Η προώθηση της ισοτιμίας και υλοποίησης της ισότητας των δύο φύλλων. Ως μέσα για την πραγματοποίηση των ανωτέρω σκοπών της, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, η οργάνωση και ο συντονισμός των αγώνων του συνδικαλιστικού κινήματος στο χώρο της, με παραστάσεις, διαμαρτυρίες, καταγγελίες, συγκεντρώσεις, στάσεις εργασίας, απεργιακές κινητοποιήσεις και κάθε πρόσφορο μέσο.

4. Η τρίτη αιτούσα (Ο.Σ.Υ.Ο.) είναι δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των πρωτοβάθμιων ενώσεων των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών και των ΝΠΔΔ που εποπτεύονται από αυτό. Αναγνωρίσθηκε ως Συνδικαλιστική Οργάνωση με την υπ’ αριθ. 1216/1985 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών και καταχωρήθηκε το καταστατικό της στο βιβλίο σωματείων που τηρείται στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με τον γενικό αριθμό 389/4046, μετά δε τη τελευταία τροποποίησή του με την υπ’ αριθ. 5150/2009 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Στους σκοπούς της αιτούσης, σύμφωνα με το καταστατικό της (άρθρο 2) περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, α) ο συντονισμός και η ενιαία ανάπτυξη της δράσης των μελών της, για την προστασία και την προώθηση των επαγγελματικών, οικονομικών, ασφαλιστικών, ηθικών και κοινωνικών συμφερόντων των εργαζομένων, β) Η προάσπιση των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, η ανάπτυξη των αρχών του συνδικαλισμού, ο σεβασμός των διεθνών συμβάσεων εργασίας, η ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος και η απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης, γ) η επιδίωξη της βελτίωσης οργάνωσης και λειτουργία των υπηρεσιών του Υπουργείου, ώστε να ανταποκρίνονται και να εξυπηρετούν καλύτερα τις ανάγκες του λαού και της χώρας, δ) η υπεράσπιση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, ελευθεριών των συλλόγων των μελών της. Ως μέσα για την πραγματοποίηση των ανωτέρω σκοπών της, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, η οργάνωση και κατεύθυνση των αγώνων, όλων των εργαζομένων του υπουργείου με διαμαρτυρίες, καταγγελίες, στάσεις εργασίας, απεργίες και όλα τα πρόσφορα μέσα.

5. H προσβαλλόμενη πράξη καταλαμβάνει ευθέως τα μέλη των ανωτέρω αιτουσών συνδικαλιστικών οργανώσεων, καθώς αυτά υπάγονται πλέον υπηρεσιακά και διοικητικά στην νεοσύστατη Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) και στους κανόνες που θέτουν ο Ν. 4389/2016 και η προσβαλλόμενη πράξη. Συνεπώς, τα μέλη των αιτουσών συνδικαλιστικών οργανώσεων, δηλαδή το προσωπικό των ΔΟΥ, οι τελωνειακοί υπάλληλοι και υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών εντάσσονται στο οργανόγραμμα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και υφίστανται μεταβολή στην υπηρεσιακή τους κατάσταση. Ειδικότερα, στο άρθρο 38 της προσβαλλόμενης πράξης ρυθμίζονται αναλυτικά η διάρθρωση και οι αρμοδιότητες των Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών (ΔΟΥ) και εξ αυτού συνάγεται το άμεσο έννομο συμφέρον της πρώτης αιτούσας (Π.Ο.Ε.-Δ.Ο.Υ.). Στο άρθρο 39 της προσβαλλόμενης πράξης το αυτό ισχύει για τη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (Γ.Δ.Τ και Ε.Φ.Κ.) και τις υπαγόμενες σε αυτήν υπηρεσίες (άρθρο 40), στο άρθρο 41 ρυθμίζεται η Διεύθυνση Τελωνειακών Διαδικασιών (Δ.Τ.Δ.), στο άρθρο 42 η Διεύθυνση Στρατηγικής Τελωνειακών Ελέγχων και Παραβάσεων (Δ.Σ.Τ.Ε.Π.), στο άρθρο 43 η Διεύθυνση Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.), στο άρθρο 44 η Διεύθυνση Ηλεκτρονικού Τελωνείου (Δ.Η.Τ.) και Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.), στο άρθρο 46 οι Τελωνειακές Περιφέρειες, στο άρθρο 47 οι Ελεγκτικές Υπηρεσίες Τελωνείων (ΕΛ.Υ.Τ.), στο άρθρο 48 η Διεύθυνση Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού (ΔΙ.Δ.Δ.Υ.), και στο άρθρο 49 τα Τελωνεία. Ενόψει των ανωτέρω, συνάγεται και το άμεσο έννομο συμφέρον της δεύτερης αιτούσας.

6. Περαιτέρω, στο άρθρο 4 της προσβαλλόμενης πράξης προβλέπεται ότι «Η Α.Α.Δ.Ε. διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 43 του Κεφαλαίου Α’ “Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημόσιων Εσόδων” του Μέρους πρώτου του Ν. 4389/2016 και ασκεί τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με τις διατάξεις του ως άνω νόμου, όλες τις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, που προβλέπονται, κατά την 1/1/2017, ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της, στις διατάξεις της υποπαραγράφου Ε2 της παραγράφου Ε ́ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (Α ́ 222)».

7. Εξάλλου, το άρθρο 60 (Κατάταξη προσωπικού) της προσβαλλόμενης πράξης ορίζει ότι «Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 38 του Ν. 4389/2016 (Α’ 94): 1.- Το προσωπικό με σχέση δημοσίου δικαίου, ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ή ορισμένου χρόνου ή με σχέση έμμισθης εντολής, που υπηρετεί ή κατέχει οργανική θέση κατά την προηγούμενη ημερομηνία της έναρξης λειτουργίας της Αρχής στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.), μεταφέρεται αυτοδικαίως με την ίδια σχέση εργασίας στις αντίστοιχες θέσεις της Αρχής, με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του προαναφερθέντος άρθρου και του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 αυτού 2.- Για την κατάταξη του προσωπικού στους κλάδους και στις ειδικότητες της Α.Α.Δ.Ε. δεν απαιτείται διαπιστωτική πράξη». Από τις ως άνω διατάξεις, συνάγεται το άμεσο έννομο συμφέρον και των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών και μεταφέρονται αυτοδικαίως στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.

8. Το έννομο συμφέρον των αιτουσών οργανώσεων συνίσταται, ως εκ τούτου, στη μεταβολή, βάσει του εξουσιοδοτικού Ν. 4389/2016 και της προσβαλλόμενης πράξης, της υπηρεσιακής τους κατάστασης, η οποία έγκειται στην υπαγωγή τους στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. Ειδικότερα, πέρα από το ζήτημα των αρμοδιοτήτων τους και της οργανωτικής διάρθρωσης των υπηρεσιών, όπως αυτό ρυθμίζεται αναλυτικά στην προσβαλλόμενη πράξη, υπόκεινται εφεξής στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του Διοικητή της Αρχής σε μια σειρά από υπηρεσιακά θέματα: αναλυτικότερα, στο άρθρο 14 παρ. 3 (αρμοδιότητες Διοικητή) του Ν. 4389/2016 προβλεπεται οτι «3. Ως προς το προσωπικο της Αρχης, ο Διοικητης, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά: α) Επιλέγει και τοποθετεί τους προ σταμένους των οργανικών μονάδων κάθε επιπέδου της Αρχής και αποφασιζει την προωρη ληξη της θητειας τους και την απαλλαγη η μετακινηση τους β) Οργανωνει και υλοποιει προγράμματα εκπαίδευσης, μετεκπαίδευσης και εξειδίκευσης του προσωπικού που υπαγεται στις οργανικες μοναδες της Αρχης γ) Αποφασίζει για τις προ ποθέσεις και τα κριτήρια πρόσληψης προσωπικού στην Αρχή και για την υποβολη στους αρμοδιους φορεις και στο Α.Σ.Ε.Π. των αντιστοιχων αιτηματων για τις σχετικες προκηρυξεις, συμφωνα με τις κειμενες διαταξεις δ) Καθορίζει τον αριθμό θέσεων αποφοιτων των Τεχνολογικων Εκπαιδευτικων Ιδρυματων (Τ.Ε.Ι.) και των Ινστιτουτων Επαγγελματικης Καταρτισης (Ι.Ε.Κ.) για την πραγματοποιηση προαιρετικης πρακτικης ασκησης σε Υπηρεσιες της Αρχης ε) Καθορίζει ή ανακαθορίζει ειδικό σύστημα προαγωγών και βαθμολογικής και υπηρεσιακής εξέλιξης των υπαλλήλων της Αρχής στ) Καθοριζει ειδικό μισθολογικό καθεστώς και ειδικοτερο συστημα επιπλεον ανταμοιβης (bonus) για το προσωπικο της Αρχης ζ) Καθοριζει η ανακαθοριζει μεθοδολογίες και ειδικότερα συστήματα ποιοτικής και ποσοτικής αξιολόγησης του προσωπικού της Αρχής η) Καθοριζει τον τροπο, τη διαδικασια και τα οργανα ελεγχου της επιτευξης των στοχων, τα κριτήρια αξιολόγησης των υπαλλήλων της Αρχής, τον τρόπο, τη διαδικασία, τα όργανα αξιολόγησης αυτών και καθε αναγκαια λεπτομερεια εφαρμογης του συνολου της διαδικασιας θ) Καθοριζει, με αποφάσεις του που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: i) τα απαιτουμενα τυπικά προσόντα των υποψηφιων Ελεγκτων Βεβαιωσης και Αναγκαστικης Εισπραξης των Εσοδων του Κρατους (Ελεγκτων), οπως τιτλοι σπουδων, πτυχιο Α.Ε.Ι. η Τ.Ε.Ι., μεταπτυχιακοι η διδακτορικοι τιτλοι και τη συναφεια αυτων με το αντικειμενο της θεσης εργασιας, τη γνωση ξενης γλωσσας, τη γνωση ηλεκτρονικου υπολογιστη, ii) τα ουσιαστικά προσόντα αυτών, οπως εξειδικευση και προηγουμενη εμπειρια, iii) το ειδος, το χρονο και τον τροπο της εκπαιδευσης, καθως και τη βαθμολογια αυτης που πρεπει να διαθετει ο υποψηφιος για να θεωρηθει οτι την εχει περαιωσει με επιτυχια, η οποια αποτελει απαραιτητο προσον καταταξης των υποψηφιων στον πινακα η τους πινακες επιτυχοντων, iv) τους συντελεστές βαρύτητας των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφιων, καθως και καθε αλλο θεμα σχετικο με τη διαδικασια, τα κριτηρια επιλογης, την αξιολογηση, την επιλογη αυτων και την καταρτιση του πινακα η των πινακων επιτυχοντων, v) τη διαρκεια της θητειας των Ελεγκτων, τους λογους απαλλαγης απο τη θεση και κινητικοτητας αυτων και καθε αλλη λεπτομερεια που σχετιζεται με τη θητεια και την αξιολογηση τους».

9. Συνεπώς, μεταβάλλεται άρδην το υπηρεσιακό καθεστώς των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών που δια του ως άνω νόμου και της προσβαλλομένης πράξεως υπηρετούν πλέον στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, δεδομένης δε και της απουσίας εφεξής διοικητικού ελέγχου και εποπτείας των πράξεων του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (βλ. αναλυτικά κατωτέρω στους λόγους ακύρωσης) συνάγεται, περαιτέρω, ότι η μεταβολή της υπηρεσιακής κατάστασης των μελών των αιτουσών οργανώσεων είναι δυσμενής και τεκμηριώνεται η ύπαρξη άμεσου εννόμου συμφέροντός τους. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το νέο υπηρεσιακό καθεστώς στο οποίο υπάγονται, διαφοροποιούνται επί το δυσμενέστερον οι όροι πρόσληψης, υπηρεσιακής εξέλιξης, αξιολόγησης, πειθαρχικού ελέγχου κ.ο.κ. σε σύγκριση προς το προϊσχύον καθεστώς που εξακολουθεί να διέπει τους δημοσίους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών και ευρύτερα τους δημοσίους υπαλλήλους της κεντρικής δημόσιας διοίκησης.

10. Εξάλλου, πέραν των ανωτέρω, οι αιτούντες υπ’ αριθ. 4 έως 9, πρώην υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών και νυν υπάλληλοι της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, έχουν άμεσο έννομο συμφέρον λόγω της δυσμενούς υπηρεσιακής τους μεταβολής και δη με την ένταξή τους στην ιδρυθείσα ΑΑΔΕ, καθώς καθίσταται νομικά επισφαλής η υπηρεσιακή τους κατάσταση ενόψει της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Διοικητή αυτής, η οποία εκ του νόμου τού αναγνωρίζεται στα θέματα του προσωπικού (άρθρο 14 του Ν. 4389/2016), χωρίς αυτή να υπόκειται στον διοικητικό, ιεραρχικό έλεγχο και εποπτεία, όπως τελούσαν οι σχετικές πράξεις του Υπουργού Οικονομικών, και χωρίς να χωρεί κατ’ ουσίαν επί των ζητημάτων αυτών ούτε κοινοβουλευτικός έλεγχος.

11. Αναλυτικότερα, στο άρθρο 38 παρ. 1 έως 5 του ως ανω εξουσιοδοτικου Νομου προβλεπεται οτι «1. Οι υπηρετουντες προισταμενοι οργανικων μοναδων επιπεδου Γενικης Διευθυνσης, καθως και Διευθυνσης και Υποδιευθυνσης των Υπηρεσιων που υπαγονται απευθειας στον Γενικο Γραμματεα Δημοσιων Εσοδων, της Κεντρικης Υπηρεσιας, των Ειδικων Αποκεντρωμενων Υπηρεσιων και των Ειδικων Δ.Ο.Υ., (ΦΑΕ Αθηνων, Δ.Ο.Υ. Κατοικων Εξωτερικου, Δ.Ο.Υ. Πλοιων, ΦΑΕ Πειραια, ΦΑΕ Θεσσαλονικης), καθως και των Τελωνειων: Α ́ Εισαγωγων-Εξαγωγων Θεσσαλονικης, Διεθνη Αερολιμενα Αθηνων, Ε ́ Εισαγωγης Πειραια και ΣΤ ́ Εξαγωγων-Εισαγωγων Πειραια, συνεχιζουν να ασκουν τα καθηκοντα τους στις αντιστοιχες οργανικες μοναδες της Αρχης για το υπολοιπο της θητειας τους, εφοσον κριθουν καταλληλοι μετα απο αξιολογηση πριν την εναρξη λειτουργιας της Αρχης, αλλως μεταφερονται ως υπαλληλοι. Οι προισταμενοι που επιλεγονται και τοποθετουνται εντος του 2016, καθως και οι προισταμενοι που δεν ανηκουν στην κατηγορια του πρωτου εδαφιου, μεταφερονται αυτοδικαια στις αντιστοιχες θεσεις της Αρχης για το υπολοιπο της θητειας τους, χωρις προηγουμενη αξιολογηση. 2. Το προσωπικο με σχεση δημοσιου δικαιου, ιδιωτικου δικαιου αοριστου χρονου η ορισμενου χρονου η με σχεση εμμισθης εντολης, που υπηρετει η κατεχει οργανικη θεση κατα την προηγουμενη ημερομηνια της εναρξης λειτουργιας της Αρχης στη Γενικη Γραμματεια Δημοσιων Εσοδων (Γ.Γ.Δ.Ε.), μεταφερεται αυτοδικαιως με την ιδια σχεση εργασιας στις αντιστοιχες θεσεις της Αρχης, με την επιφυλαξη της παραγραφου 1 του παροντος αρθρου. Το προσωπικο με τις ως ανω σχεσεις εργασιας που μεχρι την εναρξη ισχυος του παροντος νομου εχει μετακινηθει απο τις υπηρεσιες της Γ.Γ.Δ.Ε. σε αλλες υπηρεσιες του Υπουργειου Οικονομικων και αντιστροφως, καταλαμβανει οργανικες θεσεις απο τις υφισταμενες κενες οργανικες θεσεις στις υπηρεσιες στις οποιες εχει μετακινηθει. 3. Η Αρχη υπεισερχεται σε καθε σταδιο των εκκρεμων διαδικασιων διορισμων και πασης φυσεως υπηρεσιακων μεταβολων της Γ.Γ.Δ.Ε. χωρις να απαιτειται επαναληψη τους, με την επιφυλαξη τυχον ειδικοτερων διαταξεων. 4. Οι αποσπασεις προσωπικου απο και προς τη Γ.Γ.Δ.Ε. διατηρουνται σε ισχυ και μετα την εναρξη λειτουργιας της Αρχης μεχρι τη ληξη τους. Η παραγραφος 7 του αρθρου 25 καταλαμβανει και τις περιπτωσεις παρατασης των αποσπασεων. 5. Οι υπαλληλοι που θα αξιολογηθουν ως ακαταλληλοι η ανεπαρκεις κατα τον πρωτο χρονο λειτουργιας της Αρχης, μεταφερονται απο αυτην. Η διαδικασια, ο τροπος και τα ειδικοτερα ζητηματα της μεταφορας απο την Αρχη καθοριζονται με κοινη αποφαση του Υπουργου Οικονομικων και του Υπουργου Εσωτερικων και Διοικητικης Ανασυγκροτησης».

12. Ενόψει των ανωτέρω συνάγεται ότι ο τέταρτος έως και ο ένατος των αιτούντων, όπως και τα μέλη των λοιπών αιτουσών συνδικαλιστικών οργανώσεων, υπόκεινται εφεξής σε μια διοικητικά ανέλεγκτη διαδικασία αξιολόγησης και κινητικότητας, που θέτει σε επισφάλεια και διακινδύνευση την υπηρεσιακή τους θέση και κατάσταση και εξ αυτού έχουν άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της προσβαλλόμενης πράξης.

Γ. Επί της αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας

Κατά της προσβαλλόμενης πράξης δεν χωρεί, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ενδικοφανής προσφυγή, ούτε υπόκειται στην άσκηση άλλου ενδίκου μέσου ή βοηθήματος ενώπιον άλλου Δικαστηρίου, που να άγει στον δικαιοδοτικό της έλεγχο και να έχει χαρακτήρα παράλληλης προσφυγής. Η επίμαχη κανονιστική πράξη συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και συνεπώς παραδεκτώς προσβάλλεται ακυρωτικώς ενώπιόν Σας.

ΙΙΙ. ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Α. Παράβαση του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος

1. Σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος: «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Yπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Eξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό».

2. Η νομοθετική εξουσιοδότηση, η οποία απαιτείται για την άσκηση από τη διοίκηση κανονιστικής εξουσίας, πρέπει να είναι ορισμένη και ειδική και υπάγεται συνταγματικά σε αυστηρά κριτήρια ως προς το εύρος της. Επιτρέποντας, κατ’εξαίρεση, ο συντακτικός νομοθέτης, την παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης σε όργανα της Διοίκησης υποδεέστερα του Προέδρου της Δημοκρατίας, τα περιβάλλει κατ’ ουσίαν με νομοθετικές αρμοδιότητες, ενώ αυτά είναι λιγότερο ή περισσότερο απομακρυσμένα από την πηγή της λαϊκής κυριαρχίας. Αφορά, λοιπόν, η κανονιστική αυτή αρμοδιότητά τους αποκλειστικά τη ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων ή θεμάτων με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Η νομολογία δέχεται ότι ειδικότερα είναι τα θέματα που αποτελούν μερικότερη περίπτωση του θέματος που αποτελεί κύριο αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης ή έχει λεπτομερειακό χαρακτήρα σε σχέση με τη βασική ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νόμο. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο, όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά επί πλέον και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ Ολ. 1101/2002μ Ολ. 2815/2014, αναλυτικά για τα παραπάνω βλ. Ε. Πρεβεδούρου, άρθρο 43 σε Φ. Σπυρόπουλος- Ξ. Κοντιάδης- Χ.Ανθόπουλος-Γ. Γεραπετρίτης (διεύθ.), Σύνταγμα. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Σάκκουλας, 2017, σελ. 898 επ.).

3. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, οι Ανεξάρτητες Αρχές, οι οποίες συνιστούν όργανα του Κράτους και της Διοίκησης, όπως εν προκειμένω η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, έχουν την αρμοδιότητα να εκδίδουν κανονιστικές πράξεις, κατόπιν σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης, μόνον εφόσον πρόκειται για τη ρύθμιση θεμάτων με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Ωστόσο, στο άρθρο 1 της προσβαλλόμενης πράξης, αναφέρεται ρητά ότι «αποστολή της Α.Α.Δ.Ε. είναι ο προσδιορισμός, η βεβαίωση και η είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της», η δε πράξη αυτή ερείδεται στη σχετική νομοθετική ρύθμιση (άρθρο 2 του Ν. 4389/2016), σύμφωνα με την οποία «2. Η Αρχή έχει, ιδίως, τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α) τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών και τελωνειακών εσόδων, καθώς και την είσπραξη λοιπών δημοσίων εσόδων β) την παρακολούθηση και τον έλεγχο της πορείας της βεβαίωσης και της είσπραξης των δημοσίων εσόδων και της εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας για την είσπραξη δημοσίων εσόδων γ) τη λήψη και την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών υπηρεσιών της, στους τομείς της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου, της φορολογικής απάτης και της παραοικονομίας, της εφαρμογής των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, της βεβαίωσης και είσπραξης και της βελτίωσης της εισπραξιμότητας των δημοσίων εσόδων».

4. Είναι σαφές ότι οι παραπάνω σημαντικές αρμοδιότητες της ΑΑΔΕ αφορούν θέματα γενικού, αφηρημένου και καθολικού χαρακτήρα, τα οποία εμπίπτουν κατεξοχήν στην ύλη του τυπικού νομοθέτη και δεν μπορούν, εξαντικειμένου, να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης κατά το άρθρο 43 παρ. 2 Σ. Η κανονιστική δράση της διοίκησης τίθεται, τόσο από την προσβαλλόμενη πράξη όσο και από το νομικό της έρεισμα, δηλαδή τον Ν. 4389/2016, σε ένα ευρύτατο ερμηνευτικό πλαίσιο, βάσει του οποίου η ΑΑΔΕ ουσιαστικά υποκαθίσταται στη λειτουργία του νομοθέτη σε μια σειρά ζητημάτων γενικής φορολογικής και οικονομικής πολιτικής και διοίκησης (όπως π.χ. ειδικότερα, ο προσδιορισμός των εσόδων, ο έλεγχος της είσπραξής τους, τα μέτρα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας κ.ά.). Συνεπώς, η προσβαλλόμενη πράξη θέτει παράνομα κανόνες δικαίου, αφού στηρίζεται σε διάταξη νόμου (4389/2016), η οποία είναι αντίθετη στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος.

5. Εξάλλου, η εξουσιοδότηση που παρέχεται στον Διοικητή της ΑΑΔΕ δια των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 Ν. 4389/2016 για την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως δεν είναι ειδική και ορισμένη, ούτε θέτει τα κατά το Σύνταγμα προβλεπόμενα κριτήρια ως προς το εύρος της. Σημειωτέον δε, ότι οι Οργανισμοί των λοιπών μη συνταγματικώς κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Αρχών έχουν θεσμοθετηθεί από την κανονιστικώς δρώσα κεντρική διοίκηση κατά κανόνα δια προεδρικών διαταγμάτων.

Β. Παραβίαση των άρθρων 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος: οι αρμοδιότητες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων ανήκουν στον στενό πυρήνα του Κράτους

1. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος «Oι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Στο δε άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπεται ότι «1. Kανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος». Από τα ως άνω άρθρα συνάγεται η εξουσία του Κράτους προς επιβολή και είσπραξη των φόρων, η οποία αποτελεί κατεξοχήν πεδίο μονομερούς άσκησης της κρατικής κυριαρχίας (βλ. Β. Γκέρτσο, άρθρο 78 σε Φ. Σπυρόπουλος- Ξ. Κοντιάδης- Χ. Ανθόπουλος-Γ. Γεραπετρίτης (διεύθ.), Σύνταγμα. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Σάκκουλας, 2017, σελ. 1205).

2. Στη θεωρία και τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι ο στενός πυρήνας του Κράτους ή, αλλιώς, η δράση της Διοίκησης που συνδέεται άμεσα με τα παραδοσιακά θεμέλια της κρατικής κυριαρχίας (ασφάλεια, δικαιοσύνη, φορολογία) και τη μονομερή άσκηση καταναγκασμού τίθεται, ως δέσμη αρμοδιοτήτων, εκτός της εκχώρησης σε μη κρατικούς φορείς. Σημείο σταθμό στη σχετική νομολογία για τον στενό πυρήνα του Κράτους, για το πεδίο δηλαδή της κρατικής εξουσιαστικής δράσης που δεν είναι δυνατό να εκχωρηθεί σε ιδιωτικούς φορείς, αποτελεί η απόφαση ΣτΕ 1934/1998 για τα παρκόμετρα και την άσκηση εν γένει αρμοδιοτήτων αστυνομικής φύσεως από ιδιώτες. Το Δικαστήριό Σας επισήμανε ότι «…οι μνημονευμένες διατάξεις του άρθ. 36 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και του άρθρου 45 του νόμου 2218/1994, κατά το μέρος που προβλέπουν ευθέως ή επιτρέπουν την ανάθεση αστυνομικής φύσεως αρμοδιοτήτων (βεβαίωση της παράβασης, ακινητοποίηση οχημάτων, επιβολή προστίμων) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, αντίκεινται στις θεμελιώδεις διατάξεις του άρθ. 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά την έννοια των οποίων, αστυνομική εξουσία, ως η κατεξοχήν δημόσια εξουσία και έκφραση κυριαρχίας, ασκείται, δια της αστυνομικής αρχής, μόνο από το Κράτος (και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που και αυτά είναι αποκεντρωμένες καθ’ ύλην κρατικές υπηρεσίες) και όχι από ιδιώτες». Στην πρόσφατη απόφαση 2192/2014, το Δικαστήριό Σας έκρινε ότι «η εθνική άμυνα, η δημόσια τάξη και η κρατική ασφάλεια, ειδικότερες εκφάνσεις των οποίων αποτελεί η πρόληψη και η καταστολή του εγκλήματος, ως κατεξοχήν δημόσιες εξουσίες και εκφράσεις κυριαρχίας, αποτελούν αρμοδιότητες αναπόσπαστες από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Για τον λόγο αυτό, η άσκηση των επιμέρους αρμοδιοτήτων που συγκροτούν την αποστολή των σωμάτων αυτών, μη δυνάμενη κατ’ αρχήν να παραχωρηθεί σε ιδιώτες ασκείται, μέσω των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, μόνον από το κράτος» και αναγνώρισε τους ένστολους, όπως και τους δικαστικούς λειτουργούς, ως ειδική κατηγορία υπαλλήλων που υπηρετούν στο σκληρό πυρήνα του Κράτους (Βλ. επίσης ΣτΕ 867/2002, ΤοΣ, 2002, σελ. 653 επ. με αντικείμενο την ιδιωτικοποίηση του ΟΔΔΥ).

3. Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη πράξη και τον εξουσιοδοτικό νόμο 4389/2016 συντελείται η πλήρης εκχώρηση αρμοδιοτήτων που εντάσσονται στη φορολογική πολιτική και διοίκηση, και δη πεδίων που ανήκουν στην άσκηση της γενικής πολιτικής της χώρας, τόσο σε ό,τι αφορά, μεταξύ άλλων, τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη δημοσίων εσόδων, όσο επίσης στη λήψη μέτρων για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου, της φορολογικής απάτης και της παραοικονομίας, καθώς και στον εντοπισμό των φαινομένων διαφθοράς και παραοικονομίας και τον καταλογισμό φορολογικών παραβάσεων από την Κεντρική Διοίκηση/Κυβέρνηση του Κράτους, δηλαδή το Υπουργείο Οικονομικών, σε μια Ανεξάρτητη Αρχή, η οποία είναι μεν δημόσια αρχή, δεν εντάσσεται, όμως, οργανικά και λειτουργικά στον στενό κρατικό πυρήνα.

4. Η φύση των ως άνω αρμοδιοτήτων της ΑΑΔΕ, φορολογικού, δημοσιονομικού και εν γένει αυστηρά καταναγκαστικού χαρακτήρα ή ακόμη και «αστυνομικής» φύσης, καθιστά παράνομη και αντισυνταγματική την ανάθεσή τους σε μια Αρχή που δεν υπόκειται σε ιεραρχικό διοικητικό έλεγχο ή εποπτεία ούτε υπάγεται στον πολιτικό έλεγχο της Κυβερνήσεως ούτε, τέλος, υπόκειται κατ’ ουσίαν σε κυβερνητικό έλεγχο. Η ΑΑΔΕ αναπτύσσει έντονη κανονιστική δράση σε όλο το φάσμα της φορολογικής πολιτικής και διοίκησης, από τον σχεδιασμό, τον προσδιορισμό και τον έλεγχο του εισπρακτικού της μέρους μέχρι την πάταξη της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας, έχοντας επίσης κυρωτικές αρμοδιότητες. Πάρα ταύτα η ΑΑΔΕ δεν υπόκειται στον κυβερνητικό έλεγχο, ούτε είναι πολιτικά υπόλογη, όπως η Κυβέρνηση, η οποία ελέγχεται διαρκώς και πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής (βλ. αναλυτικά στον επόμενο λόγο ακύρωσης).

5. Εν προκειμένω κρίσιμο είναι να υπομνησθεί ότι στο άρθρο 27 Ν. 4174/2013 προβλέπονται οι τεχνικές ελέγχου των εισοδημάτων των φυσικών προσώπων και εξουσιοδοτείται ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων να εξειδικεύσει το περιεχόμενό τους. Ήδη η ως άνω εξουσιοδότηση χορηγείται πλέον στον Διοικητή της ΑΑΔΕ. Δεδομένου ότι το άρθρο 27 δεν προσδιορίζει το περιεχόμενο των τεχνικών ελέγχου, ο Διοικητής της ΑΑΔΕ αποκτά την αρμοδιότητα να διαμορφώσει κατά το δοκούν, με απόφασή του, το περιεχόμενο των τεχνικών ελέγχου. Δια του προσδιορισμού του περιεχομένου κάθε μορφής τεχνικού ελέγχου τίθενται οι μέθοδοι με τις οποίες η φορολογική διοίκηση θα προσδιορίσει τη φορολογητέα ύλη ή άλλως τη φορολογική βάση, δηλαδή το οικονομικό μέγεθος επί του οποίου επιβάλλεται ο φόρος. Κατά συνέπεια ο προσδιορισμός της φορολογητέας ύλης συναρτάται απολύτως με το περιεχόμενο των επιμέρους τεχνικών ελέγχου, που πλέον προσδιορίζονται πλήρως και απολύτως αδέσμευτα από τον Διοικητή της ΑΑΔΕ. Ως εκ τούτου ο προσδιορισμός της φορολογικής βάσης πραγματοποιείται με κανονιστική πράξη του Διοικητή της ΑΑΔΕ και όχι με τυπικό νόμο, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 78 του Συντάγματος, ή έστω δια κανονιστικής πράξεως της κεντρικής διοίκησης δυνάμει ειδικής και ορισμένης νομοθετικής εξουσιοδότησης. Σημειωτέον δε ότι ήδη είχε επισημανθεί η αντισυνταγματικότητα της σχετικής εξουσιοδότησης ακόμη και όταν αυτή απένημε την ως άνω αρμοδιότητα στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, δηλαδή σε όργανο της κεντρικής διοικήσεως εποπτευόμενο από τον Υπουργό Οικονομικών και κατ’ επέκταση υποκείμενο σε πολιτικό και κοινοβουλευτικό έλεγχο.

6. Για να καταδειχθεί η ενίσχυση της ανεξαρτησίας των Αρχών, παρότι αυτές γίνεται δεκτό ότι αποτελούν τμήμα οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, χαρακτηριστική είναι η επιλογή του αναθεωρητικού νομοθέτη το 2001 να διαγράψει από τη γενική περιγραφή του όρου τον επιθετικό προσδιορισμό «διοικητικές». (βλ. Κ. Ηλιάδου, άρθρο 101 Α, σε Φ. Σπυρόπουλος- Ξ. Κοντιάδης- Χ. Ανθόπουλος-Γ. Γεραπετρίτης (διεύθ.), Σύνταγμα. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Σάκκουλας, 2017, σελ. 1624 επ.). Στον δε κρίσιμο εξουσιοδοτικό νόμο 4389/2016, προς επίρρωση των ανωτέρω, προβλέπεται για την ΑΑΔΕ ρητα στο αρθρο 3 οτι «Ο Προεδρος, τα μελη του Συμβουλιου Διοικησης, ο Εμπειρογνωμονας και ο Διοικητης κατα την εκτελεση των καθηκοντων τους, δεσμευονται μονο απο το νομο και τη συνειδηση τους και δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο ούτε σε διοικητική εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές ή άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό. Ο Προεδρος, τα μελη του Συμβουλιου Διοικησης, ο Εμπειρογνωμονας και ο Διοικητης απολαμβανουν προσωπικης και λειτουργικης ανεξαρτησιας», ενω στο αρθρο 5 οριζεται οτι «1. Η Αρχη δεν υπόκειται σε ιεραρχικό έλεγχο ή εποπτεία από τον Υπουργό Οικονομικών».

7. Εις επίρρωσιν των ανωτέρω, δέον όπως υπομνησθεί ότι η πληρης αποξενωση των Ανεξαρτητων Αρχων απο τον ιεραρχικό διοικητικό έλεγχό τους αποδίδει ιδιαίτερα και κρίσιμα για τη συγκεκριμένη περίπτωση θεσμικά χαρακτηριστικα: τις εντάσσει μεν στην εκτελεστική εξουσία, τους επιφυλάσσει όμως διακριτή θέση και ρόλο. Συνεπως, η θεσμική αυτή ιδιομορφία των Αρχών, και εν προκειμένω της ΑΑΔΕ, που τις θέτει εκτός της ιεραρχικής διοικητικής δομής, με αποτέλεσμα οι πράξεις τους να υπάγονται μόνο σε δικαστικό και όχι σε διοικητικό έλεγχο, δεν είναι συνταγματικά συμβατή με την άσκηση αρμοδιοτήτων τέτοιας φύσεως, σημασίας και μονομερούς κρατικής εξουσίας όπως αυτές που έχουν ανατεθεί στην ΑΑΔΕ με τον εξουσιοδοτικό νόμο και την προσβαλλόμενη πράξη.

8. Εξάλλου, η νομική φύση των Ανεξάρτητων Αρχών δικαιολογεί, ως γνωστόν, την αναγνώριση αρμοδιοτήτων που σχετίζονται με την εγγύηση της προστασίας των δικαιωμάτων, την εύρυθμη λειτουργία των τηλεπικοινωνιών, της αγοράς, τη ραδιοτηλεόραση, την καταπολέμηση της κακοδιοίκησης και όχι την αυτόνομη και διοικητικά ανέλεγκτη κανονιστική τους δράση σε πεδία που έχουν μείζονα σημασία για το Κράτος και δη για τον στενό πυρήνα του, όπως αυτός παραδοσιακά εντοπίζεται στην ασφάλεια, την άμυνα, τη δικαιοσύνη και τη φορολογία.

9. Περαιτέρω, ειδικά ως προς την άσκηση της φορολογικής πολιτικής και διοίκησης, η αναγνώριση τέτοιας ευρύτητας κανονιστικής αρμοδιότητας στην ΑΑΔΕ θέτει με ιδιαίτερη ένταση το ζήτημα της λυσιτέλειας του ελέγχου της νομιμότητας των πράξεών της, καθώς είναι προφανές ότι η ερμηνεία και εφαρμογή της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, η οποία από τη φύση της είναι εξαιρετικά τεχνική και πολύπλοκη, απαιτεί την έκδοση πλήθους κανονιστικών διοικητικών πράξεων και, συνήθως, ερμηνευτικών εγκυκλίων και οδηγιών που εξειδικεύουν το νομικό πλαίσιο. H εφαρμογή της νομοθεσίας αποδεικνύεται στο πεδίο αυτό καθοριστική, καθώς προσδιορίζει εν τέλει με την έννοια της αυθεντικής ερμηνείας ζητήματα που εξ ορισμού δεν μπορούν συχνά να αποσαφηνιστούν από την έκδοση του σχετικού νόμου ή ανακύπτουν με ένταση στην πράξη. Υπό αυτή την έννοια, η ρητή αναγνώριση από το νομοθέτη στην ΑΑΔΕ της αρμοδιότητας για «την έκδοση κανονιστικών αποφάσεων, εγκυκλίων, οδηγιών και λοιπών διοικητικών εγγράφων που αφορούν εν γένει στην ερμηνεία και στην εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής, τελωνειακής και λοιπής νομοθεσίας που σχετίζεται με τους τομείς αρμοδιότητάς της», καθίσταται με γνώμονα το Σύνταγμα προβληματική, από τη στιγμή που δεν συνοδεύεται από τη δυνατότητα άσκησης άμεσου ιεραρχικού διοικητικού ελέγχου (τον οποίο, αντιθέτως, είχε τη δυνατότητα να ασκεί προηγουμένως ως προς τις αρμοδιότητες αυτές ο Υπουργός Οικονομικών στην Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων) και καταλείπει στον διοικούμενο μόνο την εγγύηση της δικαστικής προστασίας.

Γ. Παραβίαση των άρθρων 82, 84 και 86 του Συντάγματος

1. Σύμφωνα με το άρθρο 82 του Συντάγματος, «η Kυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Xώρας», στα δε άρθρα 84 και 86 του Συντάγματος τυποποιείται νομικά η πολιτική ευθύνη και λογοδοσία των μελών της. Η προσβαλλόμενη πράξη, καθώς και ο εξουσιοδοτικός νόμος 4389/2016, στον οποίο αυτή ερείδεται, αναγνωρίζουν στην ΑΑΔΕ αρμοδιότητες γενικής πολιτικής, ειδικότερα στον τομέα της οικονομίας και της φορολογίας, όπως μεταξύ άλλων ο προσδιορισμός και η είσπραξη των δημοσίων εσόδων, καθώς και η λήψη μέτρων για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας εν γένει. Όμως η ΑΑΔΕ ως Ανεξάρτητη Αρχή είναι κατ’ ουσίαν πολιτικά ανεύθυνη, εφόσον δεν μπορεί να καταλογιστεί σε αυτήν η πολιτική ευθύνη που αναγνωρίζεται στο κοινοβουλευτικό σύστημα στα μέλη της Κυβέρνησης σύμφωνα με τα άρθρα 84 και 86 του Συντάγματος. Συνεπώς, η φύση των αρμοδιοτήτων της ΑΑΔΕ την καθιστά, σε αντίθεση προς το Σύνταγμα, φορέα στην ουσία νομοθετικής εξουσίας, που υποκαθιστά εν τέλει την Κυβέρνηση στο έργο της, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 82 του Συντάγματος.

2. Εξάλλου, η νομική της φύση ως Ανεξάρτητης Αρχής καθιστά αδύνατη την υπαγωγή της όχι μόνο στον διοικητικό ιεραρχικό έλεγχο, αλλά και σε έναν στοιχειώδη πολιτικό έλεγχο. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των Ανεξαρτήτων Αρχών είναι καταστατικά ελλιπής και αποσπασματικός, ιδίως σε σχέση με αυτόν της Κυβέρνησης, με τον οποίο εξάλλου ουδόλως συνδέεται, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 138Α του Κανονισμού της Βουλής, «1. Κάθε ανεξάρτητη αρχή, συνταγματικά κατοχυρωμένη ή συσταθείσα με νόμο, υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής, μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους, έκθεση πεπραγμένων για το έργο της κατά το προηγούμενο έτος. Ο Πρόεδρος της Βουλής διαβιβάζει την έκθεση στη μόνιμη επιτροπή θεσμών και διαφάνειας ή στην αρμόδια διαρκή επιτροπή ή και σε επιτροπή συνιστώμενη, κατά περίπτωση, από τη Διάσκεψη των Προέδρων». Περαιτέρω (παρ. 4), «η μόνιμη επιτροπή θεσμών και διαφάνειας, η αρμόδια διαρκής επιτροπή και η τυχόν συνιστώμενη κατά την παράγραφο 1 επιτροπή υποβάλλουν στον Πρόεδρο της Βουλής τα πορίσματα των συζητήσεών τους για το έργο κάθε ανεξάρτητης αρχής, ο οποίος τα αποστέλλει στον αρμόδιο Υπουργό και την ελεγχόμενη αρχή» και μπορεί να καλεί σε ακρόαση τον Πρόεδρο και τα μέλη της Ανεξάρτητης Αρχής (παρ. 5 και 6).

3. Ενόψει των ανωτέρω είναι σαφές ότι η ανάθεση αρμοδιοτήτων που εμπίπτουν στη νομοθετική εξουσία και στον στενό πυρήνα της κρατικής εξουσίας στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, συνεπάγεται την αδυναμία οποιουδήποτε ουσιαστικού ελέγχου και εποπτείας από τα αρμόδια Υπουργεία (ιεραρχικού ελέγχου νομιμότητας ή σκοπιμότητας ως προς την κανονιστική δράση της διοίκησης) όπως και την πολιτική ανευθυνότητα των πράξεων του συγκεκριμένου διοικητικού οργάνου, που ασκεί de jure και de facto γενική κυβερνητική πολιτική δίχως να εμπίπτει στις εγγυήσεις λογοδοσίας και ευθύνης που θέτει το κοινοβουλευτικό σύστημα για την Κυβέρνηση και την εκτελεστική εξουσία. Μπορεί δε να κρίνεται ως επαρκής ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών και συνεπώς να θεωρείται υποστηρίξιμος ο ισχυρισμός αυτός a fortiori και για τις Αρχές που συστήνονται νομοθετικά, ωστοσο καμία άλλη Ανεξάρτητη Αρχή δεν απολαμβάνει αρμοδιοτήτων τέτοιας εμβέλειας και σημασίας για τη στενή έννοια της κρατικής λειτουργίας όπως η ΑΑΔΕ, σε βαθμό μάλιστα που να ενδύεται τελικά και έναν πολιτικό ρόλο, δίχως ωστόσο να περιβάλλεται με την αντίστοιχη πολιτική ευθύνη.

4. Συνεπώς, παρότι εν γένει το μείζον ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης των Ανεξαρτήτων Αρχών θεωρείται ότι μπορεί να επιλυθεί για τις συνταγματικά κατοχυρωμένες Αρχές με βάση το άρθρο 101 Α του Συντάγματος, παραμένει εκκρεμές (και μάλιστα με ιδιαίτερη ένταση στη συγκεκριμένη περίπτωση), για τις νομοθετικά κατοχυρωμένες Αρχές και κυρίως για μια Ανεξάρτητη Αρχή όπως η ΑΑΔΕ η οποία ασκεί εξόχως σημαντικές φορολογικές και τελωνειακές αρμοδιότητες, εμπίπτουσες στον στενό πυρήνα του Κράτους. Άρα στην περίπτωση της ΑΑΔΕ αποκτά πρόσθετη σημασία η απουσία κυβερνητικού ελέγχου και η πρόδηλη ανεπάρκεια του υφιστάμενου κοινοβουλευτικού ελέγχου. Η ευρεία κανονιστική αρμοδιότητα της ΑΑΔΕ επί της ουσίας εκφεύγει μιας αποτελεσματικής, συνεχούς και έντονης λογοδοσίας, όπως αυτή ισχύει για την Κυβέρνηση και τα μέλη της.

ΙV. ΣΥΝΟΨΗ ΤΟΥ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ

Επειδή η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη, η οποία συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, δεν ρυθμίζει θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό και ερείδεται σε νομοθετική εξουσιοδότηση (άρθ. 6 παρ. 1 και 3 Ν. 4389/2016) αντίθετη προς το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος.

Επειδή η προσβαλλόμενη πράξη, καθώς και ο εξουσιοδοτικός Ν. 4389/2016, βάσει του οποίου εκδίδεται, αναθέτουν στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων αρμοδιότητες που ανήκουν στον στενό πυρήνα του Κράτους, σε αντίθεση με τα άρθρα 4 παρ. 5 και 78 του Συντάγματος.

Επειδή η προσβαλλόμενη πράξη και ο εξουσιοδοτικός Ν. 4389/2016 παραβιάζουν τα άρθρα 82, 84 και 86 του Συντάγματος, καθότι αναγνωρίζουν στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων αρμοδιότητες που αφενός ανήκουν στον νομοθέτη και τη γενική κυβερνητική πολιτική, αφετέρου πρέπει να ασκούνται από την υποκείμενη σε ιεραρχικό και κοινοβουλευτικό έλεγχο εκτελεστική εξουσία.

Επειδή προσάγονται τα απαιτούμενα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών Δ.Σ.Α. και το απαιτούμενο παράβολο.

V. Η ΜΕΙΖΩΝ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ Η ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΑΣ

1. Η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 5 του Π.Δ. 18/89, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3900/2010, παρέχουν τη δυνατότητα εισαγωγής ενδίκων μέσων και δη της αιτήσεως ακυρώσεως στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου Σας ή άλλως στην επταμελή σύνθεση του Δικαστηρίου, όταν η in concreto ακυρωτική διαφορά παρουσιάζει στοιχεία μείζονος σπουδαιότητας ή όταν με το ασκηθέν ένδικο μέσο τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων.

2. Με βάση τις διατάξεις αυτές και μετά την επισκόπηση των ήδη λεχθέντων φρονούμε ότι η παρούσα αίτηση ακυρώσεως πρέπει να εισαχθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου Σας με πράξη του αξιότιμου κυρίου Προέδρου, καθότι η ένδικη ακυρωτική διαφορά αφενός έχει μείζονα σπουδαιότητα και αφετέρου αφορά ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, που άπτεται στη φορολογική λειτουργία της πολιτείας και στην υλοποίηση της φορολογικής πολιτικής, η οποία εμπλέκεται άμεσα με τα δικαιώματα των πολιτών ως φορολογουμένων όπως προβλέπονται από σειρά συνταγματικών διατάξεων με κορυφαία αυτήν του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Η μείζων σημασία της οργάνωσης της φορολογικής διοίκησης και η υπαγωγή της από το ίδιο το Σύνταγμα αποκλειστικά στην Κεντρική Διοίκηση, καθώς και τα δικαιώματα των φορολογουμένων, αποτελούν ζητήματα ως προς τα οποία πρέπει να αποφανθεί η Ολομέλεια του Δικαστηρίου Σας, αφού είναι πρόδηλη η νομική τους βαρύτητα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Και με τη ρητή επιφύλαξη όσων τυχόν προβάλλουμε με την κατάθεση του δικογράφου πρόσθετων λόγων

ΖΗΤΟΥΜΕ

Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτηση ακυρώσεως.

Να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, ήτοι η Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 (ΦΕΚ Β ́ 968/22.3.2017) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

Να καταδικασθεί το Ελληνικό Δημόσιο στην εν γένει δικαστική μας δαπάνη.

Αντίκλητο διορίζουμε τον υπογράφοντα την παρούσα αίτηση ακυρώσεως Δικηγόρο.

Αθήνα, 19.5.2017
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω (Α.Μ. ΔΣΑ 16381) Καθηγητής Πανεπιστημίου
Εταιρεία Δικηγόρων Ξ. Κοντιάδης – Α. Φωτιάδου Κλεομένους 57, Αθήνα
Τηλ. 210-68.24.957, 6980-303.338, fax: 210-33.90.522 E-mail: xcontiades@hotmail.com

 

Περίληψη Δικογράφου

Προσβάλλεται ακυρωτικώς η υπ’ αριθ. Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 (ΦΕΚ Β’ 968/22.3.2017) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)» ως αντικείμενη στις διατάξεις των άρθρων 43 παρ. 2, 4 παρ. 5, 78, 82, 84 και 86 του Συντάγματος.

Αθήνα, 19.5.2017
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω (Α.Μ. ΔΣΑ 16381) Καθηγητής Πανεπιστημίου
Εταιρεία Δικηγόρων Ξ. Κοντιάδης – Α. Φωτιάδου Κλεομένους 57, Αθήνα
Τηλ. 210-68.24.957, 6980-303.338, fax: 210-33.90.522 E-mail: xcontiades@hotmail.com

ΣΧΕΤΙΚΑ

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.