Αίτηση ακύρωσης της υπ’ αριθμ.123827/2010 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ για αναπροσαρμογή του παραβόλου μήνυσης κλπ)

 

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

(ΤΜΗΜΑ Β)

ΑΙΤΗΣΗ

Του νπδδ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Ιωαννίνων”, που εδρεύει στα Ιωάννινα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται

Του νπδδ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Άρτας, που εδρεύει στην Άρτα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται

Του νπδδ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Σύρου”, που εδρεύει στην Ερμούπολη Σύρου και όπως νόμιμα εκπροσωπείται

Του νπδδ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Κω”, που εδρεύει στην Κω και όπως νόμιμα εκπροσωπείται

Του νπδδ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Χίου”, που εδρεύει στην Χίο και όπως νόμιμα εκπροσωπείται

Του νπδδ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Αιγίου” που εδρεύει στο Αίγιο και όπως νόμιμα εκπροσωπείται

Του νπδδ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Λαμίας”, που εδρεύει στην Λαμία και όπως νόμιμα εκπροσωπείται

Του νπδδ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Φλώρινας”, που εδρεύει στην Φλώρινα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται

Του νπδδ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Κατερίνης”, που εδρεύει στην Κατερίνη και όπως νόμιμα εκπροσωπείται

Του νπδδ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Αλεξανδρούπολης”, που εδρεύει στην Αλεξανδρούπολη και όπως νόμιμα εκπροσωπείται

Για την ακύρωση 

της υπ’ αριθμ. 123827/2010 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων  Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β 1991/23-12-2010) [σχόλιο: δείτε την στο τέλος ]

ΚΑΤΑ

α) Του Υπουργού Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα και

β) Του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εδρεύει στην Αθήνα.

……………………………

Ι. ΣΥΝΤΟΜΟ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ:

1. Με την παρ. 2 της προσβαλλόμενης ΚΥΑ το “παράβολο μήνυσης” που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναπροσαρμόσθηκε από δέκα (10) σε εκατό (100) ευρώ.

2. Με την παρ. 3 της προσβαλλόμενης ΚΥΑ το “τέλος πολιτικής αγωγής” που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναπροσαρμόσθηκε από δέκα (10) σε πενήντα (50) ευρώ.

3. Κατά της υπ’ αριθμ. 123827/2010 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και κατά το  που αφορά τις παραγράφους 2 και 3 αυτής, ασκούμε την παρούσα αίτησή μας έχοντας προς τούτο έννομο συμφέρον και ζητάμε την ακύρωσή τους  για τους παρακάτω νόμιμους και βάσιμους λόγους και όσους άλλους μπορούμε να προσθέσουμε νόμιμα στη συνέχεια:

ΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΣΤΈΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

4.Άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος  1. Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου……

5. Οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.

5. Άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος 1. Καθένας έχει  δικαίωμα στην παροχή  έννομης προστασίας από τα

δικαστήρια και μπορεί  να αναπτύξει σ` αυτά  τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει.

6. Άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος**1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του

κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους.

Ολα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη

και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις

σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους

περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα

αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το

νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της

αναλογικότητας.

7. Άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος 2. Υστερα  από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται  η έκδοση

κανονιστικών  διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα

όρια της. Εξουσιοδότηση  για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα

όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα

θέματα ή θέματα με τοπικό  ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή

λεπτομερειακό.8. Άρθρο 72  παρ. 1 εδ. 1 του Συντάγματος 1. Στην Ολομέλεια της Βουλής συζητούνται και ψηφίζονται ο Κανονισμός

της, νομοσχέδια και προτάσεις νόμων για τα θέματα των άρθρων 3, 13, 27,

28 παράγραφοι 2 και 3, 29 παράγραφος 2, 33 παράγραφος 3, 48, 51, 54,

86, νομοσχέδια και προτάσεις εκτελεστικών του Συντάγματος νόμων για την

άσκηση και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, νομοσχέδια και προτάσεις

νόμων για την αυθεντική ερμηνεία νόμων, καθώς και για κάθε άλλο θέμα

που σύμφωνα με ειδική πρόβλεψη του Συντάγματος ανατίθεται στην

Ολομέλεια της Βουλής ή για τη ρύθμιση του οποίου απαιτείται ειδική

πλειοψηφία.

9. Άρθρο 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος  1. Κανένας  φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο

που καθορίζει  το υποκείμενο  της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος

της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές  ή τις κατηγορίες τους,

στις οποίες αναφέρεται  ο φόρος……

4. Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι

απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία και η απονομή των συντάξεων

δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο  νομοθετικής εξουσιοδότησης.

10. Άρθρο 42 παρ. 1 και 4 του ΚΠοινΔ 1.  Εκτός από αυτόν που αδικήθηκε  και  οποιοδήποτε  άλλος  έχει

το δικαίωμα να καταγγείλει στην αρχή τις αξιόποινες  πράξεις που

διώκονται  αυτεπαγγέλτως,  τις  οποίες  πληροφορήθηκε  με  οποιονδήποτ τρόπο……

4.”Ο μηνυτής, κατά την υποβολή της μήνυσης ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής,

καταθέτει, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού

δέκα (10) ευρώ. Σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή άλλης αντικειμενικής αδυναμίας

εκδόσεως του παραβόλου, αυτό μπορεί να προσκομισθεί το βραδύτερο εντός τριών

(3) εργάσιμων ημερών, χωρίς να κωλύεται η ποινική διαδικασία. Το ύψος του

ποσού του παραβόλου αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών

Οικονομίας  και Οικονομικών και Δικαιοσύνης.”

***  Η παράγραφος 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 34 παρ.1 ν.3346/2005

(ΦΕΚ 140 Α`), αντικαταστάθηκε ως άνω  με το άρθρο 69 Ν.3659/2008,

ΦΕΚ Α 77/7.5.2008.`Εναρξη ισχύος από 8.6.2008.

11. Άρθρο 46 ΚΠοινΔ “Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την

έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2, 3 και 4.”

*** Το άρθρο 46 αντικαταστάθηκε ως άνω  με το άρθρο 34 παρ.2

Ν.3346/2005,ΦΕΚ Α 140/17.6.2005

12. Άρθρο 63 του ΚΠοινΔ  Η  πολιτική  αγωγή  για  την  αποζημίωση  και  την αποκατάσταση  από

το  έγκλημα  και για την χρηματική ικανοποίηση λόγω  ηθικής  βλάβης  ή

ψυχικής  οδύνης  μπορεί  να  ασκηθεί  στο   ποινικό δικαστήριο από τους

δικαιουμένους σύμφωνα με τον αστικό κώδικα.

***Παρατήρηση:Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 9 περ. α) του Ν. 1911/1990,

ΦΕΚ Α 166,  από  1.1.91:

“Η κατά το  άρθρο  63 του  Κώδικα  Ποινικής  Δικονομίας  πολιτική

αγωγή  ασκείται  και  ενώπιον  των  κατά το άρθρο 175 του Στρατιωτικού

Ποινικού Κώδικα δικαστηρίων με δικαίωμα παραστάσεως μετά συνηγόρου”.

“Ως τέλος πολιτικής αγωγής, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, ορίζεται το ποσό

των δέκα (10) ευρώ, που καταβάλλεται εφάπαξ με παράβολο υπέρ του Δημοσίου

είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασία και καλύπτει την

παράσταση του πολιτικώς ενάγοντα μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Το

ύψος του ανωτέρω τέλους αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών

Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης.”

*** Το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 34 παρ.3

Ν.3346/2005,ΦΕΚ Α 140,και αντικαταστάθηκε ως άνω

με το άρθρο 69 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.200

`Εναρξη ισχύος από 8.6.2008.13. Άρθρο 581 του ΚΠοινΔ   Αρθρο  581.-  1.   Το  δημόσιο  καταβάλλει  κάθε  δαπάνη  που

απαιτείται για να λειτουργήσει η ποινική δικαιοσύνη.ΙΙΙ. ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ

Α. ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ (ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ “ΠΑΡΑΒΟΛΟΥ” ΜΗΝΥΣΕΩΣ)

14. Όπως προκύπτει από την συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 42 παρ. 1 και. 4, 46 ΚΠοινΔ, το θύμα μιας αξιόποινης πράξης και οποιοσδήποτε άλλος για να έχει το δικαίωμα να καταγγέλλει στην αρχή τις αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως ή κατ΄ έγκληση, πρέπει με ποινή το απαράδεκτο αυτής (μήνυσης ή έγκλησης) να καταβάλλει παράβολο μηνύσεως. Το παράβολο αυτό ορίστηκε από το νόμο σε δέκα (10) ευρώ και με την παρ. 2 της προσβαλλόμενης ΚΥΑ, που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 42 παρ. 4 του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 69 του Ν. 3659/2008, αναπροσαρμόσθηκε στο ποσό των εκατό (100) ευρώ.

15. Το παραπάνω ποσό, παρότι χαρακτηρίζεται στο νόμο ως “παράβολο” δεν είναι παράβολο, αλλά φόρος.

16. Ειδικότερα, όπως παγίως έχει πλέον νομολογηθεί ως “παράβολο” νοείται το επιβαλλόμενο από το νόμο ποσό που αποβλέπει στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και στην αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, αποτρέποντας την απερίσκεπτη άσκηση, προπετών και αστήρικτων ένδικων βοηθημάτων και μέσων (υποβολή μηνύσεως ή εγκλήσεως εν προκειμένω). Λόγω της παραπάνω φύσεως του “παραβόλου” η επιστροφή του (απόδοσή του) σε αυτόν που το κατέθεσε, σε περίπτωση που η μήνυση ή η έγκληση αποδειχθεί αληθής, είναι επιβεβλημένη εκ του Συντάγματος (άρθρο 20 παρ. 1, 25 παρ. 1), λαμβανομένου υπόψη ότι η υποβολή μήνυσης ή έγκλησης αποτελεί τρόπο πρόσβασης σε Δικαστήριο σε ποινικής φύσεως υπόθεση (βλ. και άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, και άρθρο 14 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ, που κυρώθηκαν με το Ν.Δ. 53/74 και 2462/97 αντίστοιχα και έχουν κατ άρθρο 28 παρ. 1 Συντ. υπερνομοθετική ισχύ) Για το λόγο αυτό σε ανάλογες περιπτώσεις, ρητά  προβλέπεται στο νόμο η επιστροφή του “παραβόλου” αυτού, σε περίπτωση που το ένδικο βοήθημα ή μέσο είναι νόμιμο και βάσιμο (βλ.  παρ. 4 του άρθρου 36 π.δ. 18/1989 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 του Ν. 3900/2010 και άρθρο 277 παρ.  9  ν. 2717/1999).

17. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν προβλέπεται επιστροφή του ποσού των 100 Ευρώ ακόμη και αν η μήνυση ή η έγκληση αποδειχθεί βάσιμη και αληθής και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για παράβολο, με την προαναφερθείσα έννοια.

18. Περαιτέρω, όπως έχει παγίως νομολογηθεί, φόρος είναι η στα πρόσωπα επιβαλλόμενη αναγκαστική παροχή για χάρη δημοσίων και κρατικών εν γένει σκοπών, χωρίς καμία συσχέτιση με την προσφορά προς αυτά (πρόσωπα) κάποιας ειδικής αντιπαροχής.

19. Στην προκειμένη περίπτωση, το ανωτέρω ποσό των εκατό (100) ευρώ είναι φόρος, διότι δεν συνδέεται με κάποια ειδική αντιπαροχή στον μηνυτή, ούτε συνάπτεται καθ’ οποιονδήποτε τρόπο  με το κόστος της πράξεως της οποίας αποτελεί αντιπαροχή, ώστε να δύναται να χαρακτηρισθεί ως “τέλος”. Και τούτο διότι  η δίωξη του εγκλήματος σε μια ευνομούμενη και δικαιοκρατούμενη δημοκρατία (όπως κατά το Σύνταγμα είναι και οφείλει να είναι η Ελληνική Δημοκρατία) αποτελεί υποχρέωση του Κράτους (βλ. αρθρ. 27, 36, 42, 43, 581 ΚΠοινΔ) και ως εκ τούτου δεν είναι νοητό ο πολίτης, και ιδίως το θύμα εγκληματικής πράξης, να πληρώνει στο Κράτος συγκεκριμένο ποσό (και μάλιστα ιδιαίτερα υψηλό με βάση την τρέχουσα κοινωνικοοικονομική συγκυρία), προκειμένου αυτή να ασκήσει δική της υποχρέωση (και μάλιστα, επί ποινή απαραδέκτου της μηνύσεως ή εγκλήσεως), που απορρέει από το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ, το ΔΣΑΠΔ, το άρθρο 47 του Χάρτη θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, και τον ΚΠοινΔ.

20. Ενόψει του παραπάνω χαρακτήρα του λεγόμενου «παραβόλου μηνύσεως» ως φόρου, η προσβαλλόμενη ΚΥΑ, κατά το μέρος αυτό αντίκειται: α) στο άρθρο 72 παρ. 1 και 43 παρ. 2 Συντάγματος διότι η καταβολή του «παραβόλου» αυτού τίθεται επί ποινή απαραδέκτου της μηνύσεως ή εγκλήσεως, η οποία αποτελεί τρόπο πρόσβασης σε Δικαστήριο, που αφορά άμεσα την άσκηση συνταγματικού, θεμελιώδους και υπερνομοθετικής ισχύος δικαιώματος (άρθρ. 20 παρ. 1 Συντάγματος, 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 14 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ, 47 Χ.Θ.Δ της Ε.Ε) σε ποινικής φύσεως υπόθεση, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης σ’ άλλο όργανο της διοικήσεως (δηλ. στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εν προκειμένω) πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας (πρβλ και άρθρο 36 παρ. 2 πδ 18/1989 και 277 παρ. 7 ν. 2717/1999, σύμφωνα με τα οποία η νομοθετική εξουσιοδότηση για αναπροσαρμογή «γνήσιου παραβόλου» παρέχεται μόνο προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προφανώς για τον παραπάνω λόγο).

β) Στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι το περιεχόμενο της εξουσιοδότησης προς τους καθ’ ων Υπουργούς δεν αποτελεί «ειδικότερο ζήτημα» κατά το περιεχόμενό του και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο κείμενο (δηλ. δεν αποτελεί μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης), αλλά ταυτίζεται πλήρως προς το νομοθετικό κείμενο και επιτρέπει έτσι την κατά το δοκούν τροποποίησή του και μάλιστα χωρίς να καθορίζεται στην εξουσιοδοτική διάταξη το πλαίσιο εντός του οποίου οφείλει η διοίκηση να ασκήσει τη δευτερογενή αυτή νομοθετική λειτουργία και κανονιστική αρμοδιότητά της.

Τέλος, επισημαίνεται ότι η ανωτέρω εξουσιοδότηση δεν αφορά «λεπτομερειακό ζήτημα» για τη ρύθμιση του οποίου επιτρέπεται η παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης σε άλλα όργανα της διοικήσεως πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας διότι ως «λεπτομερειακά θέματα» νοούνται εκείνα που για την ρύθμισή τους αρκεί η θέσπιση δευτερευόντων κανόνων δικαίου χωρίς να θεσπίζονται  νέα δικαιώματα ή να επιβάλλονται νέες ή πρόσθετες υποχρεώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση η αύξηση του «παραβόλου» κατά 1000% (!) αφορά την επιβολή νέας δυσβάστακτης υποχρέωσης και ως εκ τούτου σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί η εν λόγω αναπροσαρμογή ως «λεπτομερειακό ζήτημα» κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος.

γ) Στα άρθρα 4 παρ 1, 5, 43 παρ 2 και 78 παρ 1 του Συντάγματος. Πιο συγκεκριμένα: Λόγω της φύσεως του ανωτέρω «παραβόλου» ως φόρου, η επιβάρυνση αυτή δεν συνδέεται με την φοροδοτική ικανότητα κάθε Έλληνα πολίτη ή με την απόκτηση εισοδήματος, αλλά επιβάλλεται αδιακρίτως «επί του δικαιώματος πρόσβασης σε Δικαστήριο σε ποινικής φύσεως υποθέσεις». Με άλλα λόγια ο παραπάνω φόρος δεν αφορά το εισόδημα και την φοροδοτική ικανότητα κάθε Έλληνα ή έστω μιας συγκεκριμένης κατηγορίας Ελλήνων, αλλά επιβάλλεται αδιακρίτως εισοδήματος και φοροδοτικής ικανότητας στα θύματα εγκληματικών πράξεων (ακόμα και σε όσους ανακοινώνουν έγκλημα στην Αρχή). Τούτο όμως αποτελεί δυσμενή διάκριση σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών (ανέργων, χαμηλόμισθων, χαμηλοσυνταξιούχων, και φορολόγηση όχι του εισοδήματος και της περιουσίας αλλά του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο.

Συνεπώς, η προσβαλλόμενη ΚΥΑ και ειδικότερα η παρ. 2 αυτής αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 20 παρ. 1, 43 παρ. 2 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος τόσο σε ότι αφορά την επιβολή του φόρου αυτού όσο την αναπροσαρμογή του και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί για το λόγο αυτό.

Β. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ (ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ “ΤΕΛΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ”)

21. Το αναπροσαρμοζόμενο «τέλος πολιτικής αγωγής» (παρ. 3 της προσβαλλόμενης ΚΥΑ) δεν αποτελεί «τέλος» διότι  δεν αντικρίζει σε  συγκεκριμένη παροχή, ούτε συνδέεται με το κόστος της πράξεως της οποίας αποτελεί αντιπαροχή, όπως προαναφέρθηκε (βλ παρ. 14 έως 20 της παρούσας). Συνεπώς και το λεγόμενο «τέλος πολιτικής αγωγής» και η αναπροσαρμογή του, αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 20 παρ. 1, 43 παρ. 2, 72 παρ 1 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος όπως ειδικότερα αναλύεται υπό τον πρώτο λόγο ακυρώσεως της παρούσας, όπου και αναφερόμαστε εκ νέου αυτολεξεί προς αποφυγή περιττών επαναλήψεων, με τη μόνη διαφοροποίηση ότι το «τέλος πολιτικής αγωγής» αποτελεί φορολόγηση του δικαιώματος πρόσβασης σε Δικαστήριο σε αστικής φύσεως υπόθεση. Και τούτο διότι με την πολιτική αγωγή εισάγεται στο ποινικό Δικαστήριο αστικής φύσεως υπόθεση, και ως εκ τούτου και το παραπάνω «τέλος πολιτικής αγωγής» αντίκειται στις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις και η προσβαλλόμενη ΚΥΑ (παρ. 3) πρέπει να ακυρωθεί και για το λόγο αυτό.

Γ. ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ (τόσο σε ότι αφορά το «παράβολο μήνυσης” όσο και το «τέλος πολιτικής αγωγής»)

21. Στις εξουσιοδοτικές διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 4 και 63 του ΚΠοινΔ ο νομοθέτης καθόρισε ο ίδιος το ύψος του “παραβόλου” μηνύσεως και του “τέλους παραβόλου πολιτικής αγωγής” σε 10 ευρώ. Με την προσβαλλόμενη όμως ΚΥΑ το “παράβολο μηνύσεως” αναπροσαρμόζεται σε 100 ευρώ (δηλ κατά 1000%!!) και το “τέλος πολιτικής αγωγής” σε 50 ευρώ (δηλ κατά 500%!!).

22. Η αναπροσαρμογή όμως αυτή σε ότι αφορά το ύψος του ανωτέρω «παραβόλου» και «τέλους» προδήλως κείται πέραν της παρασχεθείσας εξουσιοδοτήσεως, η οποία τελεί υπό την  αυτονόητη προϋπόθεση τήρησης της Συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας.

Σύμφωνα με την αρχή αυτή η κανονιστικώς δρώσα της διοίκηση, οφείλει κατά την ενάσκηση δευτερογενούς νομοθετικής λειτουργίας να κινείται εντός συγκεκριμένων ορίων, όπως αυτά, αυτονοήτως καθορίζονται από τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και το τεκμήριο νομοθετικής αρμοδιότητας της Βουλής.

Ο νομοθέτης καθόρισε το ύψος του  ανωτέρω «παραβόλου» και «τέλους πολιτικής αγωγής» σε 10 ευρώ, εκτιμώντας τις συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες κατά τον χρόνο θέσπισης των διατάξεων αυτών (2008). Εντός όμως δύο ετών η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση έρχεται και αναπροσαρμόζει προς τα πάνω τα ανωτέρω ποσά κατά 1000% και 500% αντίστοιχα, χωρίς να έχει επέλθει, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της κοινής αντίληψης, καμία διαφοροποίηση των συνθηκών εντός της διετίας αυτής που να δικαιολογεί την αναπροσαρμογή αυτή.

Συνεπώς η προσβαλλόμενη ΚΥΑ κατά το μέρος που αφορά τις παρ. 2 και 3 αυτής αντίκειται και στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί και για το λόγο αυτό.

Επειδή η παρούσα αίτηση μας στηρίζεται σε κοινούς λόγους ακυρώσεως και ως εκ τούτου παραδεκτά  ομοδικούμε με την παρούσα.

Επειδή το ανωτέρω «παράβολο μηνύσεως» και το «τέλος πολιτικής αγωγής» τίθενται επί ποινή απαραδέκτου της μήνυσης, της έγκλησης και της άσκησης και παράστασης πολιτικής αγωγής δηλαδή επί ποινή απαραδέκτου ενδίκων βοηθημάτων που αφορούν την πρόσβαση σε Δικαστήριο σε ποινικές και αστικής φύσεως υποθέσεις αντίστοιχα, έχουμε πρόδηλο ηθικό έννομο συμφέρον προς άσκηση της παρούσας σύμφωνα με το άρθρο 199 περίπτωση γ΄ του Κώδικα Δικηγόρων.

Επειδή η παρούσα αίτησή μας είναι παραδεκτή, νόμιμη και βάσιμη.

Για τους λόγους αυτούς

Και όσους άλλους  μπορούμε να προσθέσουμε νόμιμα στη συνέχεια

Ζητάμε: Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μας ως νόμιμα και βάσιμη. Να ακυρωθούν οι παρ. 2 και 3 της ΚΥΑ 123827/2010 (ΦΕΚ Β 1991/23-12-2010) και να καταδικασθεί το Ελληνικό Δημόσιο στην εν γένει δικαστική μας δαπάνη. Αντίκλητό μας στην Αθήνα ορίζουμε τον δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο Δ. Βουκελάτο, κάτοικο Αθηνών, (Ζωοδόχου Πηγής 49-51 ΤΚ 10681 τηλ. 210 3616497)

Αθήνα 22-2-2011

Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

 

Αριθμ. 123827/23.12.2010

Αναπροσαρμογή του παραβόλου μήνυσης, του τέλους πολιτικής αγωγής και των δικαστικών εξόδων ποινικής διαδικασίας

Αριθμ. 123827
23 Δεκεμβρίου 2010Θέμα: «Αναπροσαρμογή του παραβόλου μήνυσης, του τέλους πολιτικής αγωγής και των δικαστικών εξόδων ποινικής διαδικασίας»

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ − ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:

α) του άρθρου 3 του ν. 663/1977 (ΦΕΚ Α΄ 215), όπως αντικαταστάθηκε με το δέκατο έκτο άρθρο του ν. 969/1979 (ΦΕΚ Α΄ 220) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 38 του ν.1968/1991 (ΦΕΚ Α΄ 150),
β) της παρ.12 του άρθρου 5 του ν. 1738/1987 (ΦΕΚ Α΄ 200),
γ) των άρθρων 42 παρ.4 και 63 δεύτερο εδάφιο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως προστέθηκαν με το άρθρο 34 παρ.1 και 3 του ν. 3346/2005 (ΦΕΚ Α΄ 140) και αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 69 παρ.1 και 2 αντιστοίχως του ν3659/2008 (ΦΕΚ Α΄ 77),
δ) του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητυκά Όργανα, που κυρώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του Π. Δ/τος 63/2005 (ΦΕΚ Α΄ 98),

2. Την αριθ. 58553/19.6.2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης «Ορισμός δικαστικών εξόδων» (ΦΕΚ Β΄ 776),

3. Την αριθ. 2672/3.12.2009 κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών «Καθορισμός αρμοδιοτήτων του Υφυπουργού Οικονομικών Φίλιππου Σαχινίδη» (ΦΕΚ Β΄ 2408),

4. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, 

αποφασίζουμε:

1. Τα δικαστικά έξοδα ποινικής διαδικασίας τα οποία ορίζονται στις παραγράφους 1, 3 και 4 εδ. Α΄ του άρθρου 3 του ν.663/1977, όπως αντικαταστάθηκε με το δέκατο έκτο άρθρο του ν. 969/1979 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 38 του ν.1968/1991, αναπροσαρμόζονται ως εξής: 

α) Επί αποφάσεων Πταισματοδικείου από είκοσι πέντε(25) σε πενήντα (50) ευρώ.
β) Επί αποφάσεων Μονομελούς Πλημμελειοδικείου από σαράντα (40) σε ογδόντα(80) ευρώ.
γ) Επί αποφάσεων Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου από εκατόν είκοσι (120) σε τριακόσια εξήντα (360) ευρώ.
δ) Επί αποφάσεων Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων από εκατόν είκοσι (120) σε τριακόσια εξήντα (360) ευρώ.
ε) Επί αποφάσεων Μικτού Ορκωτού Εφετείου και Πενταμελούς Εφετείου από διακόσια πενήντα (250) σε πεντακόσια (500) ευρώ.
στ) Επί αποφάσεων λοιπών Ποινικών Δικαστηρίων από ογδόντα πέντε (85) σε διακόσια (200) ευρώ.
ζ) Της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του ν.663/77 από διακόσια είκοσι (220) σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
η) Της παραγράφου 4 εδ. Α΄ του άρθρου 3 του ν.663/77 από σαράντα(40) σε πενήντα (50) ευρώ.

2. Το παράβολο μήνυσης που προβλέπεται στην παρ.4 του άρθρου 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας  αναπροσαρμόζεται από δέκα (10) σε εκατό (100) Ευρώ.

3. Το τέλος πολιτικής αγωγής που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας  αναπροσαρμόζεται από δέκα (10) σε πενήντα (50) ευρώ.

Η απόφαση αυτή αρχίζει να ισχύει ένα μήνα μετά τη δημοσίευσή της.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 23 Δεκεμβρίου 2010

One comment on “Αίτηση ακύρωσης της υπ’ αριθμ.123827/2010 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ για αναπροσαρμογή του παραβόλου μήνυσης κλπ)

  1. Pingback: 22.02.2010 – 18.01.2013: Οι νομικές κινήσεις των πολιτών και η αδράνεια της δικαιοσύνης … | ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ-ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.