Δίκαιο – αδικία – τιμωρία στους πλατωνικούς διαλόγους – Γοργίας, Φαίδρος, Πολιτεία

Αρχείο:P. Oxy. LII 3679.jpg

Δίκαιο – αδικία – τιμωρία στους πλατωνικούς διαλόγους Γοργίας, Φαίδρος, Πολιτεία *

Γράφει η  Άννα Κελεσίδου , Δρ.Φιλοσ., Δρ.Φιλοσ., αντ. μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Μόσχας

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ   Προοίμιον, με την πλατωνική σημασία του όρου, στη θεώρηση του διπόλου δικαιοσύνης-αδικίας-τιμωρίας στην πλατωνική γενικά φιλοσοφία και ειδικά στους Διαλόγους Γοργίας, Φαίδρος, Πολιτεία  είναι τρεις ιδέες που συνιστούν και τον ψυχαγωγικό –με την έννοια που δίνεται στον Φαίδρο 271 , ως τρόπου αγωγής της ψυχής στην αρετή-του πλατωνικού λόγου. Με άλλη έκφραση  τρεις βασικές συνιστώσες του πλατωνικού παιδαγωγικού ανθρωπισμού:1. Η πρόταξη της τιμής της ψυχής του ανθρώπου, όχι της αφηρημένης έννοιας της αξίας του ανθρώπου (Αλκιβιάδης 130c , Φαίδων 115c, Πολιτεία 469 d) , η οποία στοιχειοθετεί συγκεκριμένη δράση με σκοπό την αυτοβελτίωση μέσω της επιμέλειας της αρετής. Αναλυτικότερα: για τον Πλάτωνα ο

άνθρωπος που θιοθετεί ένα ψευδές «πρότερον-ύστερον», την προτίμηση του σώματος αντί της ψυχής, δεν τιμά την ψυχή του, αλλά την βλάπτει , κι αυτό συμβαίνει, όταν σε κάθε αδίκημα που διαπράττει δεν αναγνωρίζει ότι είναι ο ίδιος υπεύθυνος·  όταν αφήνεται στις επιθυμίες του ενάντια στους νόμους· όταν θεωρεί τη ζωή, όποια και να είναι αυτή, αγαθόν και νομίζει κακόν ό,τι υπάρχει στη μετά θάνατο διάσταση (Γοργίας)

2. Η προτεραιότητα της ιδέας της οργάνωσης σε όλα τα επίπεδα (ατομικό-ηθικό, κοινωνικό, πολιτικό).

3. Η συναφής στις προηγούμενες ιδέα της έφεσης του αρίστου , διατυπωμένη στον Μενέξενο 274 a («πάσα επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής, πανουργία, ου σοφία φαίνεται»),  και σε άλλους Διαλόγους ως κατηγορική επιταγή του βελτίστου(1) και  επιτακτικά στους Νόμους (864 a) με την προτροπή «την του αρίστου δόξαν…εφίεσθαι».

4. Η σπανιότητα της σύλληψης της τιμωρίας ως εκδίκησης-. Εκτός των κειμένων νομικού χαρακτήρα των Νόμων, η θεώρηση τη τιμωρίας ως εκδίκησης διατηρείται σε θρησκευτικά συμφραζόμενα και σε διατήρηση παραδοσιακής σύλληψης της δικαιοσύνης. Στην Απολογία (28  c)  η τιμωρία του Εκτορα από τον Αχιλλέα για τον θάνατο του Πατρόκλου επιβάλλεται από τη Θέτιδα στον γιο της. Εν τούτοις, στο τέλος της Απολογίας, όπως είναι γνωστό, η τιμωρία εντάσσεται σε καθαρά ηθικο πλαίσιο, ως αναγκία απαίτηση δικαιοσύνης. Ο Σωκράτης, αφού καταγγείλει την αδικία και φαυλότητα των κατηγόρων του, προβλέπει ότι όσοι τιμωρούν αδίκως, από ίδιο συμφέρον, δεν θα είναι για καιρό ελεύθεροι να δρούν έτσι, θα ελεγχθούν και θα τιμωρηθούν, επειδή η ορθή διαγωγή δεν συνίσταται στην κακοπόιηση των δικαίων, αλλά στην προσπάθεια για την προσωπική βελτίωση (39 d).  Η άποψη αυτή συγγενεύει με τη σωκρατική επιταγή στον Γοργία (478 a  )  για τη μετά λόγου δικαιοσύνης τιμωρία : «δικαιοσύνη τινι χρώμενοι κολάζουσιν οι ορθώς κολάζοντες», ιδέα η οποία συνδέεται με τη δεσπόζουσα στον ίδιο διάλογο (5 05  b ) αρχή : «το κολάζεσθαι…τηι ψυχήι  άμεινόν εστι ή η ακολασία» .

Στους εσχατολογικούς μύθους της Πολιτείας  (579 a, 616 a) και στην ΄Εβδομη Επιστολή (335 a)  η εκδικητική εκδοχή της τιμωρίας συνδέεται με ιερούς λόγους που βεβαιώνουν ότι η δίκη και η τιμωρία- κρίση και μαρτύρια- περιμένουν τους εγκληματίες πατροκτόνους ή τους τυράννους στην κόλση της άλλης ζωής. Στο πέμπτο βιβλίο των Νόμων λέγεται ότι οι θεοί, που αγρυπνούν για την τμή της φιλοξενίας τιμωρούν όσους την παραβιάζουν. Όπως στον Ησίοδο και στον Σόλωνα η τιμωρία για την παράβαση του θείου επιβάλλεται στην Επινομίδα (988 e).

5. H ιδέα ότι η τιμωρία αποβλέπει στην τιμή του καλού και του δίκαιου, μέγιστων σκοπών της ζωής·  αυτό ισχύει σταθερά στον Πλάτωνα τόσο της σωκρατικής λεγόμενης περιόδου (Γοργίας) όσο και της τελευταίας περιόδου της ζωής του (Νόμοι). Στον Γοργία θα αναφερώ διεξοδικότερα στη συνέχεια. Στους Νόμους θα περιοριστώ  σε μια μόνο αναφορά, στη λεγόμενη «δίκη της κακουργίας» του πέμπτου βιβλίου, στο χωρίο 728 c, το οποίο περιέχει τις ιδέες της ψυχής, της επιμέλειας της αρετής, της ατομικής ευθύνης, της δικαιοσύνης και τιμωρίας, εδώ αποδιδόμενης ως πάθης-όρου γένους θηλυκού, όπως στο χωρίο 903 b  («πάθης τε και πράξεως»): «Τούτο…το πάθος (το αποτέλεσμα) δίκη μεν ουκ εστιν-καλόν γαρ το δίκαιον και η δίκη- τιμωρία δε, αδικίας ακόλουθος πάθη, ης ο μεν τυχών και μη τυγχάνων άθλιος, ο μεν ουκ ιατρευόμενος, ο δε , ίνα έτεροι πολλοί σώζονται ,απολύμενος. Τιμή δ’εστιν ημίν …τοις μεν αμείνοσιν έπεσθαι, τα δε χείρονα, γενέσθαι δε βελτίω δυνατά, τουτ’αυτό ως άριστα επιτελείν».

6. Οι ιδέες που προηγήθηκαν συνιστούν στη θεατρική εποχή μας, όπου το οικονομικο- τεχνικο πνεύμα  κατευθύνει στο «φαίνεσθαι δίκιον» μόνιμη α όνι μόνη δημόσια αρετή , την α-τοπία της πλατωνικής διδασκαλίας.

Θα υπενθυμίσω καταρχήν, με αντιστροφή της χρονικής ως προς τους Διαλόγους διάταξης του θέματος, ότι στο ένατο βιβλίο των Νόμων (860 c επ.) (1) βάση του ποινικού συστήματος και κατ’εξοχήν παράδοξο του πλατωνικού δικαίου αποτελεί η θεωρία την οποία ο ίδιος ο Πλάτων στον Γοργία αποδίδει στον Σωκράτη, ότι δηλαδή ο άδικος είναι κακός, αλλ’ ο κακός μπορεί να είναι άδικος παρά τη θέλησή του (άκων ). Η θεωρία στους Νόμους εστιάζει την προθετικότητα του νομοθετείν στη θεμελιακή για το πλατωνικό δίκαιο ιδέα του ήθους και του τρόπου του δικαίου που χαρακτηρίζει την πράξη. Η θεωρία είναι εξηγήσημη  από μεταφυσική και ηθική άποψη: η πράξη μετράται από το ήθος και το δίκαιο του πράττοντος, η εκδίκηση και η ποινή υπερβαίνονται από ένα δίκαιο επανόρθωσης κάθε βλαπτικής ενέργειας, το δίκαιο είναι δίκαιο άρσης του ανταγωνισμοϋ και βασϊζεται στην ιεράρχηση των αξιών. Από νομική όμως έποψη η θεωρία αποτελεί νομικό παράδοξο,που επιχειρήθηκε-από τον Gernet_να λυθεί με την ιδέα της επιβίωσης μιας έννοιας του αδικήματος ως αντικειμενικού κακού.

1. «Δεν υποστηρίζω, ώ Κλεινία και Μέγιλλε, ότι, εάν βλάψει κάποιος κάποιον χωρίς να το θέλει και χωρίς πρόθεση (άκων), αδικεί αλλά ακούσια και προς αυτή την κατεύθυνση θα νομοθετήσω, νομοθετών ότι πρόκειται για  ακούσιο αδίκημα·  όχι, αυτή τη βλάβη δεν θα τη θεωρήσω αδικία, όσο μεγάλη ή μικρή γίνεται σε κάποιον·  πολλές φορές για μια ωφέλεια που γίνεται όχι ορθώς, σε κάποιον, θα πούμε, αν υπερισχύει η αποψή μου, ότι αυτός που είναι αίτιός της (της ωφέλιας) αδικεί·  Δεν είναι το απλό γεγονός του να δίνεις σε κάποιον κάτι, ή, αντίθετα, του να αφαιρείς, ό,τι οφείλουμε να χαρακτηρίζουμε αβίαστα ως δίκαιο ή αδικά, αλλά, αντίθετα, το εάν με το ήθος ή τον τρόπο του δικαίου γίνεται μια πράξη ωφέλιας ή βλάβης προς κάποιον , προς αυτό οφείλει να προσβλέπει ο νομοθέτης…τη βλάβη οφείλει…να την αντισταθμίζει με τους νόμους, σώζοντας ό,τι χάνεται,επανορθώνοντας ό,τι εκπίπτει εξ αιτίας κάποιου, καθιστώντας υγιές ό,τι έχει τρωθεί, κι αφού η εξισορρόπηση (αντιστάθμισμα= άποινα) φέρει γαλήνη σε δρώντες και πάσχοντες , να προσπαθεί πάντα με τους νόμους να φέρει τους πολίτες από τη διένεξη στη φιλία»

 

Η ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΔΙΚΙΑΣ ΣΤΟΝ ΓΟΡΓΙΑ

 

Στον Γοργία απαντούν οι τρεις βασικές συνιστώσες της σχέσης δικαιοσύνης-αδικίας-τιμωρίας, προτεραιότητα της ψυχής έναντι του σώματος, έφεση του αρίστου, επιβολή της τιμωρίας με σκοπό τη βελτίωση του ενόχου για  αδικία. Δεσπόζουσα εδώ  είναι  η ιδέα της απαλλαγής από το κακό της ψυχής που συνιστά  η αδικία. Η προσέγγιση πραγματοποιείται με τον παραλληλισμό της δίκης με την ιατρική και χρηματιστική, δυο άλλες απελευθερωτικές  δραστηριότητες του ανθρώπου: η απαλλαγή από την φτώχεια επιτυγχάνεται με  τη γνώση  της οικονομίας-χρηματστικής, από την αρρώστια με την ιατρική – στην οποία ο Πλάτων συχνά προσφεύγει, όπως είδαμε και σε άλλα   συμφραζόμενα -, αυτή ενδέχεται να είναι επώδυνη, σκοπός της όμως είναι η  υγεία-ευτυχία  του  ανθρώπινου σώματος.

Σε αντίθεση προς τη μη φιλοσοφική θεωρία του ρήτορα Πώλου (471 e-472 b), ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι η τιμωρία απαλλάσσει από το κακό το οποίο συνίσταται για τον Πλάτωνα στην τετράδα των αρνητικών ενεργημάτων ή καταστάσεων της ψυχής, δηλαδή στην άγνοια, την ακολασία, αδικία, ασέβεια (505 b, βλ. και Νόμοι 732 d –734 e )  και ότι ο ακόλαστος-ατιμώρητος,που συντηρεί την αδικία με την ατιμωρησία, αντί ν’απαλλαγεί από αυτήν, είναι δυστυχής, ο τιμωρημένος άδικος είναι λιγότερο δυστυχής (476 α-478 e). Ο Σωκράτης ξεκινά  τη διερεύνηση με την ερώτηση : «αδικών …ευδαίμων έσται…, αν τυγχάνηι δίκης τε και τιμωρίας;» ( 472 e). Ο Πώλος, βέβαια, εντελώς στον αντίθετο πόλο ηθικής απαντά ότι έτσι θα ήταν δυστυχέστατος (αθλιώτατος) . Τότε ο Σωκράτης αντιλέγει:

«Κατά την εμήν δόξαν…ο αδικών τε …πάντως μεν άθλιος, αθλιώτερος μέντοι   εάν μη διδώι δίκην μηδέ τυγχάνηι τιμωρίας αδικών , ήττον δε άθλιος εάν διδώι δίκην και τυγχάνηι δίκης υπό θεών τε και ανθρώπων».(αυτόθι). Ο άλλος αντίλογος στον ίδιο διάλογο  είναι εκείνος του  εκτός ηθικής Καλλικλή, που αντιστρέφει-διαστρέφει τις αξίες,  ενός Καλλικλή τόσο επίκαιρου σε μια εποχή όπου το άθλιος δεν σημαίνει πια δυστυχής, αλλά χαρακτηρίζε εκείνους που όπως τότε θεωρούν τη  δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη  άλλοθι δειλίας ( 492: «επαινούσιν   την σωφροσύνην και δικαιοσύνην  δια ….ανανδρίαν»). «Τρυφή και ακολασία και ελευθερία, εάν επικουρίαν έχηι , τούτ’ εστίν αρετή τε και ευδαιμονία·  τα άλλα ταύτ’ εστί καλλωπίσματα, τα παρά φύσιν συνθήματα ανθρώπων, φλυαρία και ουδενός άξια»(492 c). O Σωκράτης με το απτόητο υψηλό φρόνημα δικαιοσύνης αντικρούει διατυπώνοντας το δικό του άμεινον της αρετής: « το κολάζεσθαι …τηi ψυχήι άμεινόν εστι ή η ακολασία…» ( 5 05 b ). Η φράση ,που δύσκολα μεταφράζεται σε άλλη γλώσσα , επιτυγχάνει να κρατήσει και την ουσιαστικά ψυχολογική προυπόθεση του σφάλματος και την ορθωτική και παιδαγωγική σημασία της τιμωρίας μέσα σ’ένα λεκτικό παιχνίδι, με την αντίθεση: «κολάζεσθαι_= τιμωρείσθαι –ακολασία στη διπλή εκδοχή της, εκείνη του να μη υφίσταται κάποιος τιμωρία, και την –νεοελληνική επίσης- της άφρονης και απρεπούς –αντί της κόσμιας-συμπεριφοράς (να  θυμίσω ότι ο ακόλαστος είναι: το αντίθετο του του σώφρονος (Γοργίας 494, 507, Νόμοι 696 b).

Για όσους από τους σημερινούς ανθρώπους- τους πολλούς ρητορικούς-σοφιστικούς, Πώλους και Καλλικλείς, υπαρκτούς αυτούς, όχι όπως το δεύτερο  πρόσωπο του διαλόγου επινοήσεις του Πλάτωνος- η ατιμωρησία  θα μπορούσε να θεωρηθεί άλλοθι συμπεριφοράς.  Η σωκρατική θεωρία θα ήταν το παράδοξο, εφόσον το ήθος-η κατοικία και το δαιμόνιο του δικαίου θα απουσίαζε από τη συνείδησή τους.  Δεν νομίζω όμως ότι η ίδια η σωκρατική στάση είναι παράδοξη: εκτός από μια παιδαγωγική-ψυχολογική θεωρία (του Γουίνικοτ) που υποστηρίζει ότι οι νεαροί αδικούντες θα ήθελαν να τιμωρούνται για να απαλλαγούν από την αδικία και να ενταχθούν στην κοινωνική ζωή, θα θυμίσω μία περίπτωση από τη λογοτεχνία, το έργο του Zola Thérèse Raquin, όπου η ουλή από από τη δαγκωματιά του θύματος  στο λαιμό του θύτη γίνεται θύμησ ; γαλλική κινηματογραφική δημιουργία (Claude Chabrol, La fleur du mal), όπου,  και αν ο δημιουργός της δεν είχε εμπνευσθεί από τον πλατωνικό Γοργία, δείχνει μια παρόμοια σύζευξη επιδίωξης της τιμωρίας με την ευτυχία.

Ο Πλάτων , άλλωστε, με τη διαλεκτική τροπή του στοχασμού του και την  οξύνοια  που τον θέτει πάντα σε εγρήγορση ενώπιον των οποιωνδήποτε επικριτών του, θέτει στο στόμα του Σωκράτη και τον λόγο της αναγνώρισης ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να ενεργεί έτσι ώστε να μη έχει ανάγκη τιμωρίας(«τον βουλόμενον…ευδαίμονα είναι σωφροσύνην …διωκτέον και ασκητέον, ακολασίαν δε φευκτέον ως έχει ποδών έκαστος=με κάθε γρηγοράδα, και παρασκευαστέον μάλιστα …μηδέν δεισθαι του κολάζεσθαι…»507 d). Εξ άλλου , παραμένει σταθερά του (στον Γοργία, όπως και στους Νόμους) ότι κάθε τιμωρία πρέπει να είναι δίκαιη ( 521 c), ότι, όταν κάποιος τιμωρεί ορθά, τιμωρεί με σκοπό την απόδοση δικαίου ( 478 α, Νόμοι 943 e).

   Το συμπέρασμα εδώ είναι ότι η θεωρία της ευτυχίας μέσω της τιμωρρίας στον Γοργία θα μπορούσε να ενταχθεί στον τρόπο του σκέπτεσθαι που ο Πλάτων ονομάζει δεύτερον πλου  ( Νόμοι 875 c-d) .  Βασική πεποίθηση του Πλάτωνος είναι ότι η ευτυχία είναι προνόμιο του σώφρονος, ο οποίος , για να είναι και όχι να φαίνεται σώφρων, δεν χρειάζεται την τιμωρία, όπως οι έντιμοι-καλοί καγαθοί- άνθρωποι της Πολιτείας 425 d  δεν χρειάζονται επιταγές, κανόνες, καταναγκασμό, όντας ικανοί να βρίσκουν οι ίδιοι τις ρυθμιστικές αρχές της ορθής συμπεριφοράς .

Στο βάθος, βέβαια, αυτής της θεώρησης βρίσκεται η πραγματοκρατική και αξιοκρατική πεποίθηση ότι είναι δυσχερές αλλ’εξαιρετικά σημαντικό να παραμείνει κάποιος δίκαιος σε όλη του τη ζωή, και σε αυτό λίγοι, «Βάκχοι», όπως λέγεται σε άλλο πλαίσιο στον Φαίδρο,  όχι οι πολλοί «ναρθηκοφόροι»  είναι  ικανοί: «χαλεπόν… και πολλού επαίνου άξιον εν μεγάληι εξουσίαι του αδικείν (=όταν έχει κάποιος κάθε δυνατότητα να αδικεί,) γενόμενον δικαίως διαβιώναι. Ολίγοι δε γίγνονται οι τοιούτοι» Γοργίας 526). Όπως ο «καλός κίνδυνος»   του Φαίδωνος υπάρχει πάντα «ελπίς» ,τώρα και στο μέλλον (b) να συναντήσει κάποιος καλούς και αγαθούς διαχειριστές του δικαίου. Προαναγγέλλεται έτσι εδώ η ιδιαίτερα πλατωνική ιδέα της οικειοπραγίας της Πολιτείας.

Προηγουμένως θα θυμίσω ότι στο πέμπτο βιβλίο της Πολιτείας (472 b) ο Πλάτων αναζητώντας να ορίσει τη δικαιοσύνη («δικαιοσύνην οίον εστί»),τη συνδέει με την ευδαιμονία καθώς αναφέρεται, όπως συνηθίζε ως δραματικός ποιητής, στον ανδρα : «τον τελέως δίκαιο ει γένοιτο, και οίος αν είη γενόμενος¨» και στην  αδικία και στον αδικώτατο , « ίνα εις εκείνους αποβλέποντες ,οίοι αν ημίν φαίνωνται ευδαιμονίας τε πέρι και του εναντίου…»

Στην Πολιτεία, όπου ο Πλάτων επαναλαμβάνει τον παραδεδομένο λόγο, «εν Αιδου δίκην δώσομεν ων αν ενθάδε αδικήσωμεν, ή αυτοί ή παίδες παίδων»,  ο πλατωνικός Σωκράτης επιχειρεί να δείξει ότι η δικαιοσύνη είναι αγαθό καθεαυτήν , ενώ η αδικία είναι καθεαυτήν  κακόν (366  e). Στην αξιολογική καταγραφή των αγαθών για την πολιτειακή ζωή διατυπώνεται για πρώτη φορά ως καθολικό χρέος η δικαιοσύνη ως οικειοπραγία , η οποία ισχύει και στο επίπεδο της της ύπαρξης (441 e),  και αυτό ισχύει και για την ατομική ψυχή,όπου αφορά στο σεβασμό της ιεραρχικής τάξης των μερών της, δηλαδή στην ισορροπία του ψυχικού δυναμισμού: «…ει δέοι…κρίναι τί την πόλιν ημίν τούτων μάλιστα αγαθήν απεργάσεται εγγενόμενον, δύσκριτον αν είη πότερον η ομοδοξία των αρχόντων τε και αρχομένων, ή η περί δεινών τε και μη, …δόξης εννόμου σωτηρία εν τοις στρατιώταις εγγενομένη, ή η εν τοις άρχουσι φρόνησίς τε και φυλακή ενούσα, ή τούτο μάλιστα αγαθήν αυτή ποιεί ενόν και εν παιδί και εν γυναικί και δούλω και ελευθέρω και δημιουργώ και άρχοντι και αρχομένω, ότι το αυτού έκαστος εις ων έπραττεν και ουκ επολυπραγμόνει» (433c-d).Στο χωρίο, που αποκαλύπτει τον  αξιολογικο τροπισμό της πλατωνικής θεώρησης  της δικαιοσύνης διακρίνονται τρεις αρχές (της ορθής πολιτειακής ζωής):α) η οικειοπραγία-δικαιοσύνη,   η ανάληψη έργου κατά τις ικανότητες εκάστου (άξιος ων- ανάξιος ων προκειμένου για τον μη κατ’αξίαν-κατά οικειότητα επιχειρούντα την ανάληψη έργου), β) η διαίρεση του έργου (πρόκειται για την κοινωνική αρχή της οικείας χρήσης των εργαλείων και της κατά ικανότητα  αμοιβής, γ) η  αναίρεση της πολυπραγμοσύνης (σήμερα θα λέγαμε της πολυθεσίας) που χαρακτηρίζεται μάλιστα ως κακουργία  και η οποία σημασιολογεί την προτεραιότητα της ποιότητας έναντι της ποσότητας – παραλλαγή της κοινωνικής διάκρισης πλήθους-αρετής. [1] Αναφορικά με την ψυχή πάλι η ιατρκή σκέψη του Πλάτωνος παρομοιάζει  το τα δίκαια πράττειν με την υγεία  και την  αδικία  με την νόσο ( 444d).

 

Συμπληρωματικά σε όσα αναφέρθηκαν για την οικειοπραγία θα παρατηρούσα ότι μόνο μια υπερβάλλουσα  ή βεβιασμένη -τύπου Popper- [2] ερμηνεία θα μπορούσε να εκλάβει την πλατωνική εκτίμηση της πολυπραγμοσύνης ως κακουργίας. Εκτός από την ιδέα της υπέρβασης της ταξικής διάκρισης του χωρίου 433 επ. η παρερμηνεία αντικρούεται με θέσεις που ισχύουν  ιδιαίτερα και σήμερα: 1) μέγιστη πλατωνική επιταγή είναι το «ως βελτίστους γίγνεσθαι»  (Νόμοι 707  d),.

2) Η επιταγή αυτή ισχύει στον Πλάτωνα και προκειμένου για τους ξένους και τους σκλάβους, εφόσον οι τιμωρίες που προβλέπονται γι΄αυτούς στους  Νόμους, όταν συλλαμβάνονται συλούντες τα ιερά-πόσο επαληθεύσιμη σήμερα παράβαση- γίνονται για να σωφρονισθούν και να βελτιωθούν (845 d),

3) Ο παιδαγωγός Πλάτων επιτάσσει για όλους τους πολίτες την τροφή της παιδείας, με έμφαση στην καλλιέργεια της ψυχής ( Πρωταγόρας 312  b  :ουκ επί τέχνη…).

4) Ο πλάτων ιεραρχεί παντού το πραγματικό με μέτρα και κριτήρια αξιολογικά και προσβλέπει στην πολιτειακή ζωή με κριτήριο την αρχή της μέγιστης κοινής ωφέλειας.

 

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΗΡΟΣ

 

Στην Πολιτεία το θέμα: δικαιοσύνη-αδικία-δίκαιοι, τιμωρία προσεγγίζεται πολύτροπα. Στο δέκατο βιβλίο ο Πλάτων επαναλαμβάνει τη σταθερά του  ότι η δικαιοσύνη «αυτή ψυχή άριστον»( 612 b)·  και αναφέρεται- αισιόδοξος πάντα ή και «εξορκιστής» του κακού- στους «μισθούς»,   από μέρους και των θεών και των ανθρώπων , σ’ αυτή και την άλλη ζωή· στις ανταμοιβές –απαλλαγή από δεινά- στους δίκαιους, άξιους , όπως οι δρομικοί να λάβουν άθλα και στέφανον νίκης (613 c), αξιώματα («επειδάν πρεσβύτεροι γένωνται»), να συνάψουν γάμους, όπως αυτοί «βούλονται», ενώ  για τους αδίκους προσδιορίζει ότι, και όταν καταφέρουν να κρύψουν, όντας νέοι, αυτό που είναι, στο τέλος του δρόμου-της σταδιοδρομίας τους-γίνονται «καταγέλαστοι», «προπηλακίζονται υπό ξένων και αστών», υφίστανται μαστιγώματα και άγρια βασανιστήρια ( το λεξιλόγιο εδώ είναι το ίδιο με εκείνο της άλλης εικόνας της Πολιτείας του υπερασπιτή του δικαίου Σωκράτη,  που στην φλεγμάνουσα πόλιν της αδικίας, όπου «χαλεπόν το πάθος των επιεικεστάτων»  αγαπά εί πη αυτός καθαρός (496 e-497 a),  και  πληρώνει  την άρνησή του  να φαίνεται δίκαιος και τη θέλησή του να είναι δίκαιος με  τα βασανιστήρια (361ε-362): « Ούτω διακείμενος ο δίκαιος μαστιγώσεται, στρεβλώσεται, δεδήσεται, εκκαυθήσεται τωφθαλμώ, τελευτών πάντα κακά παθών ανασχιδυλευθήσεται και γνώσεται ότι οθκ είναι δίκαιον, αλλά δοκείν δε εθέλειν».

  Την καταγραφή των άθλων, μισθών και δώρων που παρέχει η δικαιοσύνη στο δέκατο βιβλίο της Πολιτείας συμπληρώνει η περιγραφή  των  αμοιβών  και τιμωριών   μετά θάνατο στις οποίες  αναφέρεται ο εσχατολογκός μύθος του Ηρός του Αρμενίου το γένος Παμφύλου,ο οποίος πέθανε σε μάχη, αναστήθηκε και δώδεκα μέρες μετά  διηγήθηκε όσα είδε εκεί, στον δαιμόνιον τόπον (614c) – είδε .Ο μύθος συγκεντρώνει  βασικές ιδέες για τη ζωή και την τύχη της ψυχής: ελευθερία της βούλησης,  ευθύνη,  τιμωρία, τη αξία της φιλοσοφικής άσκησης- παιδείας, και σε τούτο, όπως και στο θέμα της τιμωρίας, μετά από τη δίκη των ψυχών στον Αδη, αντιστοιχεί  στα λεγόμενα από τον Πλάτωνα στον διάλογο Φαίδρος (ανάβαση και ενσωματώσεις των ψυχών).  Μετά την περιγραφή των δύο χασμάτων  μέσα στη γη και άλλων δύο «καταντικρύ» τους στον ουρανό, ο Πλάτων αναφέρεται στους δικαστές , που αφού ανακοίνωσαν τη δικαστική  απόφαση διέταξαν «τους μεν δίκαιους πορεύεσθαι την εις δεξιάν τε και άνω δια του ουρανού…τους δε αδίκους την εις αριστεράν τε και κάτω» (614 d). Στη συνέχεια  ο λόγος αφορά στις ποινές όσων διέπραξαν αδικίες -δέκα φορές για κάθε αδικία και με διάρκεια της τιμωρίας  εκατό χρόνια , όση και η ανθρώπινη ζωή , για να είναι δεκαπλάσιο το «εκτεισμα» για κάθε αδίκημα . Στους δίκαιους  οι ευεργεσίες ήταν ανάλογες. Ο μύθος, που συνεχίζεται  με το πέρασμα των ψυχών από τον χώρο της Ανάγκης μετά την –αναπόδραστη- εκλογή  βίου , περαίνεται, με την εικόνα  του νικητή δρομέα και το αγαθό του Γοργία , το ευ πράττειν, την ευτυχία σ’αυτή τη ζωή  και στο χιλιετές ταξίδι της ψυχής :το συμπέρασμα είναι και προτροπή: «νομίζοντες αθάνατον ψυχήν και δυνατήν πάντα μεν κακά ανέχεσθαι ,πάντα δε αγαθά, της άνω οδού αεί εξόμεθα και δικαιοσύνην μετά φρονήσεως παντί τρόπω επιτηδεύσομεν, ίνα  και ημίν αυτοίς φίλοι  ώμεν και τοις θεοίς, αυτού τε μένοντες ενθάδε, κι επειδάν τα άθλα αυτής (της δικαιοσύνης) κομιζώμεθα, ώσπερ οι νικηφόροι  περιαγειρόμενοι (από τους φίλους) και ενθάδε και εν τη χιλιετή πορεία…ευ πράττωμεν « ( 621c-d).

Ο μύθος της Πολιτείας  επαναφέρει τη σωκρατική σταθερά του νέου ήθους, του δίκαιου  τρόπου ζωής που επιτάσσει ο Πλάτων στον διάλογο Γοργίας. Ο θάνατος δεν είναι ό,τι φοβάται ο λελογισμένος και ανδρείος, αλλ’ η αδικία το έσχατον των κακών : «πολλών γαρ αδικημάτων γέμοντα την ψυχήν εις ΄Αιδου αφικέσθαι πάντων έσχατον κακών εστίν» (522 b-e) . 

 

ΤΟΝ ΚΡΙΤΗΝ ΔΕΙ ΓΥΜΝΟΝ ΕΙΝΑΙ

 

Ο διάλογος Γοργίας είναι, κατά τη γνώμη μου το αντίστοιχο των δύο ερωτικών , του Συμποσίου και του Φαίδρου, αυτός ως προς τον  πολυφωνικό-με την προσφυγή στον λόγο και τον μύθο-έρωτα για τον δίκαιο , την ορθή δίκη και την καταδίκη της αδικίας. Και μπορεί ο ίδιος ο Πλάτων να παρασύρεται και έτσι  να κρίνει αυστηρά τον Περικλή, αδικώντας τον –ενώ στον Φαίδρο τον χαρακτηρίζει υψηλόνουν και τελεσιουργόν– , όμως αυτό είναι μέσα στο πλαίσιο των αντιφάσεων που είναι δυνατόν να ανιχνεύσει κάποιος σε κάθε  «ζωντανό»  έργο ( θυμίζω και τον έπαινο του Ισικράτη στον Φαίδρο , και την καυστική κριτική στον Ευθύδημο).

 Ο Γοργίας είναι ο διάλογος που αποκαλύπτει την ευγένεια ,όπως λέει ο Alfred Croiset ( Platon, Oeuvres Completes III, 2, Belles Lettres 1967, 97), « του ονείρου του Πλάτωνος» να δει να επικρατεί στη γη μια δίχως παραλείψεις και αδυναμίες δικαιοσύνη, χάρη στην οποία άτομα και πολιτεία θα είχαν μόνη έγνοια την επιδίωξη της βελτίωσής τους.

 Ο δίκαιος, η επί γης ζωή του, η τύχη του μετά τον θάνατο, και ,πάλι, η ευδαιμονία, η τιμωρία, η επιταγή της (αυτό)βελτίωσης συνιστούν τη θεματική της διήγησης, στον Καλλικλή, του «μάλα καλού λόγου» που ο ακροατής του Σωκράτη νομίζει μύθο, και ο οποίος περαίνει τον διάλογο Γοργίας. Οι δυό θέσεις αφορούν  στον κάτω κόσμο ,όπου σύμφωνα με τον νόμο από τα χρόνια του Κρόνου  ο δίκαια «τον βίον διελθών» πηγαίνει μετά θάνατον «εις μακάρων νήσους», όπου ζει εκτός κακών «εν πάση ευδαιμονία» (523b), ενώ ο άδικος πηγαίνει στο δεσμωτήριο της «τίσεως και δίκης» που ονομάζεται Τάρταρα. Στην αρχή , λέγεται , ότι οι αποφάσεις των δικαστών δίνονταν «κακώς»,  και  ο Δίας θεώρησε ότι αυτό συνέβαινε επειδή οι άνθρωποι κρίνονταν ντυμένο, το ίδιο και οι δικαστές δίκαζαν «αμπεχόμενοι», για τούτο το πρώτο που έκανε, αφού αφαίρεσε από τους ανθρώπους τη γνώση της ώρας της κρίσης, ήταν να ορίσει κρινόμενοι και κριτές να είναι γυμνοί(«και τον κριτήν δει γυμνόν είναι» (ε). Η γύμνια ήταν το μέσον να κρίνει η ψυχή του δικαστή γυμνή την ψυχή του δικαζόμενου, « να  δικαία η κρίσις ήι». Οι δικαστές ήταν τρεις για τους κρινόμενους ανάλογα με την  προέλευσή τους, «ινα ως δικαιοτάτη η κρίσις ηι περί της πορείας τοις ανθρώποις»: ο Ραδάμανθυς, για τους εξ Ασίας, ο Αιακός για τους εξ Ευρώπης, ο Μίνως , αν υπήρχε «απορία»στους άλλους δυό». Σχετικά με τη γυμνότητα ο Πλάτων έκανε τον ακόλουθο παραλληλισμό σώματος-ψυχής: όπως το σώμα διατηρεί τα σημάδια της ζωής του-φυσικά, επίκτητα, τραυματικά-, η ψυχή έχει τα «ένδηλά» της ,τα σημάδια από τα παθήματα του τρόπου ζωής .’ Ετσι ,γυμνή, μπροστά στον δικαστή μπορεί να βρεθεί «διαμεμαστιγωμένη» και «ουλών μεστή υπό επιορκιών και αδικίας…» ( θα θυμίσω μία περίπτωση από τη λογοτεχνία, το έργο του Zola Thérèse Raquin, όπου η ουλή από από τη δαγκωματιά του θύματος στο λαιμό του θύτη γίνεται θύμηση του φόνου που οδηγεί τελικά  το ζεύγος των θυτών στην αυτοχειρία-τιμωρία κι έτσι στην απαλλαγή από τη μνήμη του φονικού).

Στη συνέχεια  του πλατωνικού μύθου το φιλοσοφικό ενδιαφέρον ανευρίσκεται στην τιμωρία και στο φόβο που εμπνέει :αν η τιμωρία επιβάλλεται «ορθώς» αποσκοπεί ή στη βελτίωση και στην άντληση οφέλους από αυτήν ή στον πραδειγματισμό στους άλλους (θέμα που επανέρχεται ,με τη νομική πια μορφή του στους Νόμους), ώστε «άλλοι ορώντες (τον τιμωρούμενο) «πάσχοντα α αν πάσχηι», να φοβούνται και να προσπαθούν να γίνωνται καλύτεροι. Η τι,ωρία , σε όποιον εφαρμόζεται, είναι μόνος τρόπος απαλλαγής του από την αδικία. Αλλά και οι ανίατοι ωφελούν τους άλλους,καθώς τα μαρτύριά τους στον Άδη γίνονται για τους άδικους που φθάνουν εκεί «θεάματα και νουθετήματα» (525 c). Αρχέλαος, κάθε τύραννος, κάθε άδικος βασιλιάς, ή δυνάστης, Τάνταλος, Σίσυφος, Τιτυός  είναι ονόματα ή παραδείγματα που δραματοποιούν την ιδέα- τόσο τραγικά σήμερα επαληθευμένη-ότι είναι δυσχερέστατον να ζήσει δίκαια όποιος έχει μεγάλη «εξουσία» (δυνατότητα)  να αδικεί. Ελάχιστοι το επιτυγχάνουν  (π.χ. Αριστείδης) , και εδώ προαναγγέλλεται η μέγιστη , συνώνυμη της δικαιοσύνης, αρχή της οικειοπραγίας της Πολιτείας , οι φιόσοφοι που στη ζωή τους πράττουν «τα αυτών» και δεν πολυπραγμονούν.

Ο Γοργίας τελειώνει με μια  σύνοψη της αντιδιαστολής φαίνεσθαι-είναι, δικαοσύνης, τιμωρίας -πρώτου και δεύτερου αγαθού: «ευλαβητέον  εστίν το αδικείν μάλλον ή το αδικείσθαι και παντός μάλλον ανδρί μελετητέον ου το δοκείν είναι αγαθόν αλλά το είναι και ιδία και δημοσία. Κα εάν δε τις κατά τι κακός γίγνηται, κολαστέος…και τούτο δεύτερον αγαθόν μετά το είναι δίκαιον, το γίγνεσθαι και κολαζόμενον διδόναι δίκην». Η καταληκτήρια φράση περιέχει  την πλατωνική υποθήκη  και  -φευ, την ανεκπλήρωτη στην ιστορία κατηγορική προσταγή- του άριστου βίου :«την δικαιοσύνην και την άλλην αρετήν ασκούντας  και ζην και τεθνάναι».

 

 

* Εισήγηση στα φιλοσοφικά συμπόσια του Κέντρου Δικανικών Μελετών, που έγινε την Τετάρτη, 6 Δεκεμβρίου 2006.

 

[1] Βλ. και Α. Κελεσίδου, Η έννοια της σωτηρίας στην πλατωνική πολιτική φιλοσοφία, έκδοση Ακαδημίας Αθηνών, Αθήναι 1982, σσ 50-51.

 

[2] Για το χωρίο 433, την πολυπραγμοσύνη και την ερμηνεία του Popper βλ. Κ. Μπέη, Το πρόβλημα του δικαίου και των ηθικών αξιών, Η περιπέτεια του ανθρώπου ανάμεσα στο καλό και στο κακό, Εκδόσει Eunomia Verlag, 1977, σσ   351-352 και 387 επ.

 

http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=23878

By justiceforgreece

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.