ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ – ΤΟ ΜΑΖΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

Του Γιάννη Αποστολίδη, πρώην δικηγόρου

apostolidis.p.i@gmail.com

Έγραψα κατά καιρούς εφτά, αν θυμάμαι καλά, άρθρα για τις αποδοχές των δικαστών, από τα οποία τέσσερα στο Διαδίκτυο και τα τρία στο ΕΝΩΠΙΟΝ, το επίσημο περιοδικό του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, με τίτλο ΤΟ ΚΩΛΑΚΡΕΤΟΥ ΓΑΛΑ, όπως λέγοταν σκωπτικά στην αρχαία Αθήνα ο μισθός των δικαστών. Αυτό το τωρινό άρθρο μου δεν προσκομίζει κάτι καινούργιο, ουσιαστικά επαναλαμβάνει, με κάποια συμπληρώματα, πράγματα που τα ξαναέγραψα, αλλά αξίζει να ξαναγραφτούν, διότι τά όσα έγιναν γύρω από το θέμα των αποδοχών των δικαστικών είναι τόσο απίστευτα ώστε και χιλιοειπομένα να ήταν, θα ήταν και είναι πρωτάκουστα! Το πρώτο από τα άρθρα μου το δημοσίευσα στο ΕΝΩΠΙΟΝ τον Φεβρουάριο του 2010, όπου μεταξύ των άλλων έκανα την πρόβλεψη ότι οι αποδοχές των εργαζομένων κινδυνεύουν να μειωθούν κατά 80%. Αυτό, τον Φεβρουάριο του 2010. Πολύ δυσοίωνη πρόβλεψη, που δυστυχώς επαληθεύθηκε, διότι αν στο συνολικό εργατικό εισόδημα σχηματίσουμε κλάσμα και βάλουμε αριθμητή τις μειομένες αποδοχές καθ’ εαυτές ή λόγω μερικής απασχόλησης, σύν το μηδενικό εισόδημα των ανέργων και των νεομεταναστών μας, των δικών μας, ιδίως των νέων μας, που η ανέχεια τούς στέλνει σε άλλες χώρες και παρονομαστή βάλουμε τον ίδιο αριθμό του πληθυσμού των εργαζομένων όπως είχε πριν την κρίση, αυτό περίπου, 80%, είναι το ποσοστό μείωσης του συνολικού, του εθνικού εισοδήματος των εργαζομένων.

Έγραψα σε άλλο άρθρο μου ότι εμείς οι έλληνες δεν πρέπει να είμαστε και τόσο περήφανοι για το ότι προηγηθήκαμε ιστορικά στον πολιτισμό και δώσαμε και σε όλο τον κόσμο τα φώτα μας, διότι, υποστηρίζω, έγινε ό,τι και με τα σκουληκιασμένα φρούτα, πού ωριμάζουνε πρώτα αλλά και σαπίζουνε πρώτα. Έτσι και εμείς, τρώει τα σωθικά μας το σκουλήκι του ατομισμού και γιαυτό ωριμάσαμε πολιτιστικά πρώτοι αλλά και σαπίσαμε και πέφτουμε πρώτοι. Και δυστυχώς το φαινόμενο του εγωισμού, μέχρις φιλοτομαρισμού, εκδηλώθηκε μαζικά στο χώρο που έπρεπε να στέκεται υπεράνω τέτοιων ελαττωμάτων, στο χώρο των δικαστών.

Οι δικαστές δια των συνδικαλιστικών οργανώσεών τους επικαλούνται, σχετικά με τις ασυνήθιστα και προκλητικά υψηλές αποδοχές τους, αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων. Ουσιαστικά επικαλούνται μια και μόνο απόφαση, την αριθμ. 13/2006 του λεγόμενου Μισθοδικείου, διότι οι άλλες απλά επαναλαμβάνουν το βασικό σκεπτικό αυτής. Δεν υπάρχει όμως στην ιστορία της ελληνικής Δικαιοσύνης άλλη απόφαση που να έπληξε τόσο καίρια το περί δικαίου αίσθημα όσο αυτή, αφού με αυτήν εξομοιώθηκαν οι αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων και αναλογικά όλων των δικαστών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους προς τις αδιανόητα υψηλές αποδοχές ενός και μόνο ατόμου, μετακλητού δημοσίου λειτουργού, του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομίων (ΕΕΤΤ). Η τότε (2008) κυβέρνηση μετρίασε λίγο, για τα μάτια του κόσμου, τις καταστροφικές δημοσιονομικές συνέπειες εκείνης της απόφασης αποδεχόμενη συμβιβαστικά την καταβολή στους δικαστικούς “μόνο” 830.000.000 ευρώ (που αναλογούν 140.000 ευρώ κατά μέσο όρο σε καθένα από τους 6000 δικαστικούς και τους εξομοιούμενους μισθολογικά μέλη του Ν.Σ.Κ.) , με τη μορφή “έκτακτης παροχής” και επιπλέον αύξησε υπερβολικά, πάνω πάντως από 50%, τις τακτικές αποδοχές τους εγγράφοντας πρόσθετη δαπάνη 195.000.000 ευρώ στον προϋπολογισμό. Μιά άλλη απόφαση, η αριθμ 13/2012 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, επιλαμβανόμενη του θέματος εξ άλλης αφορμής και μη μπορώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, έκρινε ότι εκείνα τα 830.000.000 ευρώ δόθηκαν, τάχα, λόγω “προσθέτου μεγάλου φόρτου εργασίας” των δικαστικών και των μελών του ΝΣΚ (οι αποδοχές των οποίων εξισώθηκαν με τις δικαστικές με μια διάταξη – τσόντα στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001) κατά τα έτη 2003 μέχρι 2007 εξ αιτίας των οικονομικών μεταναστών και των Ολυμπιακών Αγώνων. Απίστευτο!!! Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της απάτης, αρκεί να επισημανθεί ότι τα αναδρομικά αυτά, που δόθηκαν υπό το πρόσχημα “εκτάκτου παροχής”, δόθηκαν και σε συνταξιούχους που κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα ήταν ήδη εκτός υπηρεσίας, ήδη συνταξιούχοι!!! Αναγνωρίστηκε “υπερβολικός φόρτος εργασίας” και σε αυτούς!!!

Η ολέθρια απόφαση αριθμ. 13/2006 του Μισθοδικείου έπασχε και κατά το εξής εκπληκτικό: Ο νόμος 2867/2000 άρθρο 3 παρ. 9 όριζε ότι οι Υπουργοί Οικονομικών και Μεταφορών καθορίζουν τις αποδοχές του προέδρου (και των άλλων μελών) της ΕΕΤΤ “κατά παρέκκλιση των διατάξεων που ισχύουν”, εννοώντας φυσικά τυπικούς νόμους, υπουργικές αποφάσεις κλπ, όχι όμως και συνταγματικές διατάξεις. Όμως το Μισθοδικείο έκρινε ότι οι αποδοχές του προέδρου ΕΕΤΤ κατά το μέρος που υπερβαίνουν τις αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, παραβιάζουν συνταγματικές διατάξεις, τα άρθρα 26, 87 παρ. 1 και ιδίως το 88 παρ. 2 του Συντάγματος, που λέει το εξής αθώο, ότι “Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους”, το οποίο ερμηνεύθηκε από το Μισθοδικείο (αλλά και από το ΣτΕ, από το 1986 και εντεύθεν, διότι αντίθετη ερμηνεία ίσχυε πριν το 1986) ότι επιβάλλει, αυτό το άρθρο του Συντάγματος, να είναι οι δικαστικές αποδοχές μεγαλύτερες από όλες στο χώρο του ευρύτερου δημόσιου τομέα – το Μισθοδικείο τέντωσε ως το έπακρο αυτή την ερμηνεία, λέγοντας ότι ούτε ένα άτομο δεν επιτρέπεται να παίρνει μεγαλύτερες από τις δικαστικές αποδοχές και ότι αν συμβαίνει αυτό σε κάποια περίπτωση, αυτομάτως παρασύρονται και οι αποδοχές των δικαστών στο ίδιο αναλογικά ύψος! Έπρεπε συνεπώς – επανέρχομαι στο νομικό επιχείρημά μου – να κρίνει το Μισθοδικείο, ότι αυτοί οι Υπουργοί που με την ΚΥΑ καθόρισαν τις αποδοχές του προέδρου της ΕΕΤΤ σχεδόν διπλάσιες από τις αποδοχές Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενήργησαν εκτός των πλαισίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης, αφού η ΚΥΑ παραβίαζε συνταγματικές διατάξεις, ότι συνεπώς η απόφασή τους ήταν παράνομη και ότι επομένως δεν μπορούσε να επεκταθεί σε άλλους, στους οποιουσδήποτε λειτουργούς και υπαλλήλους του Κράτους (ad hoc ΑΠ 92/2012). Το Μισθοδικείο όμως χωρίς καν να ασχοληθεί με αυτήν την νομική “λεπτομέρεια” ( προφανώς εκ παραδρομής, δεν θέλω να του αποδώσω δόλο) απεφάνθη ότι ο νομοθέτης όταν καθόριζε τις αποδοχές του προέδρου της ΕΕΤΤ έπρεπε ταυτόχρονα να καθορίσει (δηλαδή να επεκτείνει) στο ίδιο αναλογικά ύψος και τις αποδοχές των δικαστικών, ότι μη πράττοντας αυτό παρέβη υπερκείμενες διατάξεις, συνταγματικές διατάξεις, ότι έτσι υπέπεσε σε αδικοπραξία, το πήγε λοιπόν στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, ότι η παροχή σε άλλους λειτουργούς του Κράτους αποδοχών μεγαλύτερων από τις δικαστικές “πλήττει καίρια την δικαστική ανεξαρτησία” (sic! Δηλαδή πριν από αυτήν την απόφαση δεν είχαμε ανεξάρτητη Δικαιοσύνη!!!, είχαμε μια Δικαιοσύνη βαρύτατα πληγομένη, ανίκανη για το έργο της!!!, αφού οι αποδοχές των δικαστών ήταν στο μισό από εκείνες που, κατά το Μισθοδικείο, έπρεπε να βρίσκονται με βάση υπολογισμού τις αποδοχές του προέδρου της ΕΕΤΤ!!! Τι ξεφτελισμένες “νομικές” σκέψεις…) και ότι για το λόγο αυτό οφείλει το Κράτος να αποζημιώσει, όχι τα θύματα αυτής της υποτιθέμενης αδικοπραξίας, τους πολίτες ( που υποτίθεται ότι δεν δικάζονταν δίκαια, δηλαδή από ανεξάρτητους δικαστές) αλλά τους ίδιους τους δικαστές! Και τι θα γινόταν αν δαιμονίζονταν όσοι πολίτες καταδικάστηκαν πριν την έκδοση αυτής της απόφασης – ανάξιας κάθε σεβασμού, αντίθετα, άξιας περιφρονήσεως και μετά παρρησίας χλεύης και εμπτυσμού – και ζητούσουν την ακύρωση των καταδικαστικών αποφάσεων με τον ασφαλή ισχυρισμό ότι δεν δικάσθηκαν από ανεξάρτητους δικαστές; Δέν αμφιβάλλω για την εντιμότητα των δικαστών που εξέδωσαν αυτήν την απόφαση γιαυτό θεωρώ αυτές τις σκέψεις τους απλά ως τραγικά λανθασμένες και γελοίες, διεντερεύματα μάλλον παρά λογικές νομικές σκέψεις, δεν τις θεωρώ εν πάση περιπτώσει ως εγκληματική νομική λοβιτούρα για να ευνοηθούν οι δικαστές και οι εισαγγελείς, τις θεωρώ απλά μέχρις αηδίας λανθασμένες. Πάντως είναι από εκείνα τα λάθη που κατά τον Ταλλεϋράνδο είναι χειρότερα από έγκλημα. Γιαυτό λέω ότι κατ’ αποτέλεσμα η απόφαση αριθμ. 13/2006 του Μισθοδικείου ισοδυναμεί σε ηθική απαξία με ληστρική πράξη.

H απόφαση αυτή μεταξύ των άλλων αυθαιρεσιών της ανέτρεψε και τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών των δικαστικών! Δηλαδή ενώ με τον νόμο 3205/2003 οι αποδοχές τους καθορίζονται με την εφαρμογή συντελεστή επί του μισθού του πρωτοδίκη που λαμβάνεται ως βάση υπολογισμού, η απόφαση εκείνη όρισε ως βάση αναλογικού υπολογισμού τις αναμορφωμένες, με βάση τις αποδοχές του προέδρου ΕΕΤΤ, αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Και αυτό σημαίνει το εξής, ότι αν μελλοντικά αυξηθούν οι αποδοχές μόνο των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, γενικά των ανώτατων δικαστικών, όπως επιχειρείται από εκείνους που ορέγονται διάκριση της δικαστικής εξουσίας σε δικαστές δύο ταχυτήτων, έστω και με μορφή ειδικού επιδόματος, θα προκληθεί κύμα προσφυγών και των άλλων δικαστικών στο Μισθοδικείο που θα ζητούν ανάλογες αυξήσεις, οι οποίες προσφυγές με βεβαιότητα θα ευδοκιμήσουν, με βάση τη νομολογία αυτού του δικαστηρίου και δή την αρχική 13/2006 απόφασή του. Προσοχή, διότι έτσι κινδυνεύει να εκτεθεί ανεπανόρθωτα η Δικαιοσύνη! Θα έλεγε όμως κάποιος ότι μακάρι να δοθεί τέτοια αύξηση και να προκληθεί το κύμα των δικαστικών αγωγών, έστω και με κίνδυνο τεράστιου δημοσιονομικού κόστους, διότι μπορεί έτσι να ξυπνήσει ο λαός και να κατανοήσει την ποιότητα της “Δικαισύνης” “μας”.

Επανέρχομαι σε αυτήν την απόφαση του Μισθοδικείου, την αριθμ. 13/2006. Όπως είπα, αυτή εφαρμόσθηκε μετριασμένη ως προς τις δημοσιονομικές συνέπειές της. Με συμβιβασμό του Κράτους, δόθηκαν στους δικαστικούς τα παραπάνω ποσά, τα αναδρομικά, υπό τύπον “έκτακτης παροχής” ( επαναλαμβάνω, 140.000 ευρώ κατά μέσο όρο σε κάθε δικαστικό καί μέλος του ΝΣΚ), συν οι παράλογες αυξήσεις. Τις οποίες αυξήσεις υπερασπίζονται έκτοτε οι δικαστικοί κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, φτάνωντας μέχρι και την προ τεσσάρων ετών παράνομη πεντάμηνη απεργία , που την απαγόρευε το Σύνταγμα, άρθρο 23. Και έγραψε τότε σε νομικό περιοδικό ένας φωτισμένος πρώην δικαστής, πρόεδρος εφετών, σε άρθρο που θεωρώ ως το καλύτερο και πιο αυθύβολο από όσα εγώ τουλάχιστον διάβασα γενικά για την κρίση, ότι “Άν και οι άλλοι λειτουργοί ή εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα είχαν ακολουθήσει το παράδειγμά τους [των δικαστών], η χώρα σήμερα θα είχε διαλυθεί”. Σημειώνω ότι οι τρεις καθηγητές πανεπιστημίου που μετείχαν ως κατ’ απονομή δικαστές στη σύνθεση του Μισθοδικείου, μειοψήφισαν, έχoντας την γνώμη ότι η επέκταση των αποδοχών του προέδρου της ΕΕΤΤ στους δικαστικούς (δηλαδή η αριθμ. 13/2006 απόφαση του Μισθοδικείου) “… κινδυνεύει λόγω του σωρευτικού αποτελέσματος να εξουθενώσει τα οικονομικά της χώρας, με συνέπεια την πρακτική αδυναμία του Κράτους να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του”, όπως και δυστυχώς συνέβη.

Στο δικαστικό σώμα επιβιώνει δυστυχώς μια αναχρονιστική αριστοκρατική αντίληψη που την εξέφρασε τον περασμένο αιώνα ο Ελευθέριος Βενιζέλος λέγοντας ότι “Εκεί όπου θα τελειώνει η υπαλληλική ιεραρχία θα αρχίζει πάντοτε η δικαστική”. Και τρόπον τινά “εξαργυρώνοντας” αυτήν την αριστοκρατική αντίληψη οι δικαστικοί έφτασαν τις προμνημονιακές αποδοχές τους, με την παραπάνω απόφαση του Μισθοδικείου, σε τέτοιο ύψος ώστε ένας εφέτης με 17 χρόνια υπηρεσίας να έχει σχεδόν τριπλάσιες αποδοχές από στρατιωτικό, ταγματάρχη, ίσων τυπικών προσόντων και ίσου χρόνου υπηρεσίας!!!

Όμως στη δημοκρατία μας αληθινοί αριστοκράτες είναι μόνο οι βουλευτές, αυτοί είναι τα αληθινά άμεσα όργανα της δημοκρατικής εξουσίας, αυτοί είναι και νομικά και ουσιαστικά οι εκλεκτοί του λαού – άλλο αν ορισμένες φορές αποδεικνύονται ανάξιοι της λαϊκής εμπιστοσύνης. Σήμερα, πρέπει με κάθε νόμιμο τρόπο και με κάθε ευκαιρία να δίνεται στους δικαστές να καταλάβουν ότι είναι και αυτοί απλοί εργαζόμενοι και τίποτε περισσότερο, που οφείλουν να κάνουν καλά τη δουλειά τους με οδηγό το Νόμο και τη συνείδησή τους.

Πρέπει να σκεφτούμε ότι οι έλληνες ως άτακτος λαός έχουμε όλοι φανερές ή κρυφές ενοχές και γιαυτό όταν αναφερόμαστε στους δικαστές φανταζόμαστε τον εαυτό μας στο εδώλειο. Αυτή η φοβία κρατά τους δικαστές εκτός κριτικής για την ευθύνη τους για την κρίση, για την οποία ευθύνονται περισσότερο από κάθε άλλη τάξη, στρώμα ή επαγγελματικό κλάδο. Αν όμως εξακολουθήσει η Πολιτεία και όλοι μας το μοτίβο “σεβόμαστε τη Δικαιοσύνη”, “δεν παρεμβαίνουμε στο έργο Δικαιοσύνη”, έστω και για “έργα” της σαν αυτά του Μισθοδικείου, θα μεταβάλλουμε την δημοκρατία μας σε δικαστοκρατία.

Ούτε πρέπει να παραλείψω και το εξής: Αφού το Μισθοδικείο έκρινε αντισυνταγματικές τις αποδοχές του προέδρου ΕΕΤΤ κατά το υπερβάλλον τις αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, έπρεπε μετά την έκδοση της απόφασης να τις μειώσει η τότε (2006) κυβέρνηση στο νόμιμο, στο συνταγματικό ύψος, δηλαδή να τις εξομοιώσει με τις αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, οπότε επικαλούμενο το Δημόσιο το νεότερο γεγονός της μείωσης και προκαλώντας ποικιλία παλινδικιών (αναψηλαφήσεις, ανακοπές κατά των εκτελέσεων, ενστάσεις κατά νέων πρωτοείσακτων υποθέσεων κλπ) θα εξουδετέρωνε την ισχύ της απόφασης, της 13/2006 του Μισθοδικείου. Δυστυχώς δεν το έκανε εκείνη η ωραία κοιμωμένη “κυβέρνηση” “Καραμανλή” και αντίθετα έδωσε στους δικαστές τις παραπάνω απίστευτες παροχές. Έκανε όμως η συντηρητική παράταξη – δυστυχώς αυτή – υπουργό δικαιοσύνης το γκεσέμι του δικαστικού συνδικαλισμού κ Αθανασίου και υπουργό Επικρατείας στην κυβέρνηση Πικραμένου τον εισηγητή της παραπάνω απόφασης του Μισθοδικείου δικηγόρο κ Αργυρό.

Όμως άλλα και πασίγνωστα είναι τα προβλήματα της Δικαιοσύνης και όχι τα μισθολογικά των δικαστών, για τα οποία πάντως ας μην επικαλούνται τις νομικές αθλιότητες Ανωτάτων “Δικαστηρίων”, όπως το Μισθοδικείο, που άλλο δεν κάνει από το να καταστρέφει τα οικονομικά του δύστυχου Κράτους μας, για το οποίο κάθε πατριώτης πρέπει να βουρκώνει, να πνίγεται στο κλάμα και στα αναφιλητά, όταν σκέφτεται το τι τραβά από τους ίδιους τους φυσικούς φρουρούς του. Όποιος σοβαρά πιστεύει ότι με “Δικαιοσύνη” τύπου Μισθοδικείου μπορούμε να βγούμε από την κρίση, πρέπει γι’ αυτή την παράξενη αντίληψή του να κλειστεί, όπως έλεγε ο Λένιν, σε κλουβί και να εκτεθεί δίπλα σε καγκουρό ως αξιοπερίεργο πλάσμα.

Και είναι αξιοπρέσεκτο το εξής: Οι δικαστές, η “Δικαιοσύνη”, δείχνει μια φοβερή τιμωρητική διάθεση, που ειδικά τείνει να καταστρέψει την ίδια τη φυσική εθνική ηγεσία μας. Μεγάλοι βιομήχανοι, τραπεζίτες, στρατηγοί, άλλοι πρώην και νυν ανώτατοι λειτουργοί, σέρνονται στα δικαστήρια με κατηγορίες διαφθοράς, τις περισότερες φορές χωρίς τις ελάχιστες αποχρώσες ενδείξεις, ιδίως απαγγέλεται η κατηγορία της απιστίας, αυτό το αδίκημα που ο “Καραμανλής” ο νέος ανήγαγε σε κακούργημα, βλακωδέστατα και λαϊκισμικότατα, διότι έτσι παρέλυσε κάθε πνεύμα πρωτοβουλίας στο χώρο της διοίκησης του Κράτους, των ΟΤΑ, των ΔΕΚΟ, γενικά του δημόσιου τομέα. Η μόνη επαγγελματική κατηγορία που βρίσκεται σε πλήρη ασυλία είναι το δικαστικό σώμα, ενώ αυτό έχει τη γίδα στην πλάτη, αυτό με τις φοβερές επρέπειές του στο θέμα των αποδοχών τους (το πιο βρώμικο χρήμα βρέθηκε στις τσέπες των δικαστών με εκείνα τα αναδρομικά των 140.000 ευρώ μέσο όρο για κάθε δικαστή) έπρεπε να βρίσκεται ολόκληρο στη φυλακή, διότι κάθε δικαστής είχε την επαγγελματική πείρα και την επιστημονική γνώση για να διακρίνει την ανηθικότητα και τις νομικές πλημμέλειες της παραπάνω απόφασης του Μισθοδικείου. Λοιπόν, ας κόψουν την όρεξη και τη φόρα τους οι δικαστές μας, ας γίνουν πιο επιεικείς και πρίν σύρουν τον κάθε πολίτη στα δικαστήρια για διαφθορά, το πρώτο φύλλο κάθε δικογραφίας που τους ανατίθεται ας είναι το … δικό τους εκκαθαριστικό της εφορίας, ας δουν πρώτα τη λεία που αποκόμισαν ληστεύοντας το δύστυχο Κράτος μας με όπλο την διαστρεύλωση του Συντάγματος. Αν δεν το κάνουν αυτό, είθε να τους λυπηθεί ο τελικός Δικαστής και Κριτής όλων μας, ο Θεός… Καλά είναι μάλιστα να … αυτομαστιγωθούν από τώρα για … εξάσκηση, για να αντέχουν στην άλλη ζωή, όπου κατά τον Άγιο Ιασαάκ τον Σύρο “Οι εν τη γεέννη κολαζόμενοι τη μάστιγι της αγάπης μαστίζονται”, βιτσιάζουν, δηλαδή, τους αμαρτωλούς ανελέητα οι ίδιες οι τύψεις της συνείδησής τους, συναισθανόμενοι ότι εν ζωή “εις την αγάπην έπταισαν”, ότι έβλαψαν εν ζωή την αγάπη προς τους συνανθρώπους τους, όπως έβλαψαν οι δικαστές το Κράτος μας, δηλαδή τους θεσμικά οργανωμένους συνανθρώπους τους.

Και εις επίμετρον: Επαληθεύεται έτσι το αναφερόμενο από τον Στοβαίο ότι ” Δημοκράτης ιδών κλέπτην υπό των ένδεκα απαγόμενον (δηλαδή, κάποιος ονόματι Δημοκράτης βλέποντας κάποιον κλέφτη να τον πηγαίνει φυλακή η “συνοδεία”) , Άθλιε, είπεν, τι γαρ τα μικρά έκλεπτες αλλ’ ου τα μεγάλα, ίνα και εσύ άλλους απήγες”, δηλαδή, Βρε μαλάκα, του είπε, γιατί έκλεβες τα μικρά, ψιλοπράματα, και όχι τα μεγάλα, τα ογκώδη αναδρομικά και τις υπέρογκες αυξήσεις, οπότε εσύ θα πήγαινες τους άλλους φυλακή, όπως έκαναν οι δικαστές, που στέλνουν τον κόσμο στη φυλακή… Και μια και το έριξα στα αρχαία ελληνικά, θα πω και τούτο σε όσους τυχόν θα με κατακρίνουν ότι δείχνω ασέβεια προς την Δικαιοσύνη: Εγώ σέβομαι την Δικαιοσύνη εκείνη που κατά τον ορφικό ύμνο της “το πλέον στυγαίει, ισότητι δε χαίρει”, δηλαδή μισεί την πλεονεξία και χαίρεται την ισότητα. Δεν έχω κανένα λόγο να σέβομαι την “Δικαιοσύνη” του Μισθοδικείου, αυτού του φρικτού και ληστρικού “δικαστηρίου”.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

13 comments on “ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ – ΤΟ ΜΑΖΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

  1. Επανέρχονται οι μισθοί των δικαστικών στα επίπεδα του 2012
    Με τροπολογία στη Βουλή αποκαθίστανται οι αποδοχές τους στα προ περικοπών επίπεδα

    ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 24/06/2014

    Tροπολογία με την οποία αποκαθιστά τις αμοιβές των δικαστικών των οποίων οι περικοπές κρίθηκαν παράνομες και αντισυνταγματικές με Δικαστικές αποφάσεις, όπως αποκάλυψε “το Βήμα” την περασμένη Κυριακή, κατέθεσε η κυβέρνηση στη Βουλή.

    Με κοινή απόφαση πέντε υπουργών επιστρέφονται και αναδρομικά από 1ης Αυγούστου 2012 μισθοί, παροχές και συντάξεις.

    Η δαπάνη που προκαλείται κάθε χρόνο, σύμφωνα με το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους είναι 69.560.000 ευρώ (49.400.000 για τους εν ενεργεία και 20.160.000 για τους συνταξιούχους) λόγω της αναπροσαρμογής (αύξησης) των μισθών, των παροχών και των συντάξεων. Επίσης θα υπάρξει εφάπαξ δαπάνη 99.760.000 από την αναδρομική καταβολή μισθών, παροχών και συντάξεων.

    Το μισθολόγιο των δικαστικών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διαμορφώνεται ως εξής:

    α) Βασικός Μισθός

    Πρόεδρος Αρείου Πάγου και αντίστοιχοι: 4.134 ευρώ (από 3.023 ευρώ)
    Αντιπρόεδρος και αντίστοιχοι: 3.721 ευρώ (από 2.880 ευρώ)
    Αρεοπαγίτης και αντίστοιχοι: 3.307 ευρώ (από 2.525 ευρώ)
    Εφέτης και αντίστοιχοι: 2.894 ευρώ (από 2.258 ευρώ)
    Πρόεδρος Πρωτοδικείου και αντίστοιχοι: 2.480 ευρώ (από 2.009 ευρώ)
    Πρωτοδίκης και αντίστοιχοι: 2.067 ευρώ (από 1.778 ευρώ)
    Πάρεδρος Πρωτοδικείου και αντίστοιχοι: 1.654 ευρώ (από 1.511 ευρώ)
    Ειρηνοδίκης Δ Τάξης: 1.488 ευρώ (από 1.368 ευρώ)

    β) Επίδομα Βιβλιοθήκης

    Πρόεδρος Αρείου Πάγου και αντίστοιχοι: 688,16 ευρώ (από 500 ευρώ)
    Αντιπρόεδρος και αντίστοιχοι: 656,88 ευρώ (από 485 ευρώ)
    Πρόεδρος Εφετών, Αρεοπαγίτης και αντίστοιχοι: 625 ευρώ (από 470 ευρώ)
    Εφέτης και αντίστοιχοι: 594,32 ευρώ (από 460 ευρώ)
    Πρόεδρος Πρωτοδικείου και αντίστοιχοι: 563,04 ευρώ (από 456 ευρώ)
    Πρωτοδίκης και αντίστοιχοι: 487,97 ευρώ (από 420 ευρώ)
    Ειρηνοδίκης Γ και Δ Τάξης: 344,08 ευρώ (από 316 ευρώ)
    γ) Πάγια μηναία αποζημίωση λόγω παραμονής στην έδρα κ.λπ.
    Πρωτοδίκης και ανώτεροι: 769,12 ευρώ (από 560 ευρώ)
    Ειρηνοδίκης Δ Τάξης μέχρι και Πρωτοδίκης: 644,44 ευρώ (από 460 ευρώ)

    Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους επισημαίνει ακόμη ότι:
    οι αυξήσεις αυτές θα συμπαρασύρουν και το ποσό του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, που υπολογίζεται σε ποσοστό μέχρι 60% επί του βασικού μισθού, ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας. Η μέση αύξηση στο επίδομα χρόνου θα είναι περίπου 20%.

    Αναπροσαρμόζονται και οι συντάξεις του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που αφορά 2.469 συνταξιούχους.

    Δεν ισχύουν οι αναπροσαρμογές για τους βουλευτές.

    Στη διαβεβαίωση ότι δεν θα ισχύσει για τους βουλευτές η απόφαση για την αναπροσαρμογή των απολαβών που αποφασίστηκε με δικαστικές αποφάσεις για τους δικαστικούς λειτουργούς, προέβη η κυβερνητική εκπρόσωπος Σοφία Βούλτεψη.

    Ειδικότερα η κ. Βούλτεψη σε ανακοίνωσή της υπογράμμισε ότι η αναπροσαρμογή των απολαβών για τους δικαστικούς λειτουργούς με εντολή του πρωθυπουργού δεν θα ισχύσει για τους βουλευτές.

    Υπενθυμίζεται ότι την Τρίτη σύμφωνα με απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών κρίθηκαν αντισυνταγματικές και αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οι αναδρομικές από 1η Αυγούστου 2012 περικοπές των συντάξεων των δικαστικών, εισαγγελέων και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

    Υπουργείο Οικονομικών: Θα εξετάσουμε συνολικά τις προφυγές

    Tο υπουργείο Οικονομικών θα εξετάσει συνολικά το θέμα της εφαρμογής των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας που αφορούν προσφυγές κατηγοριών δημοσίων υπαλλήλων κατά των περικοπών των αποδοχών τους, που δικαιώνονται.

    Αυτό τονίζουν κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών μετά τις αποφάσεις που έκριναν αντισυνταγματικές τις περικοπές αποδοχών αναδρομικά από τον Αύγουστο του 2012 στους ένστολους και τους δικαστικούς λειτουργούς, αφήνοντας παράθυρο για μια συνολική διευθέτηση του ζητήματος πέραν της τροπολογίας που κατατέθηκε στη Βουλή για να τακτοποιηθεί άμεσα το θέμα των δικαστών.

    http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=609242

  2. Τσίπρας: Καμία μείωση στις αμοιβές των δικαστικών – Αυξήσεις στην κορυφή της πυραμίδας

    06/10/2016

    Βασιλική Θάνου (πρόεδρος Αρείου Πάγου): Πήραμε δέσμευση ότι παραμένει το μισθολόγιο των δικαστών όπως έχει – Σε μια τέτοια συγκυρία δεν θα ζητούσε κανείς αυξήσεις

    Την ικανοποίησή τους για τις απαντήσεις που τους δόθηκαν από τον πρωθυπουργό εξέφρασαν οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης που είχαν με τον Αλέξη Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου.

    Η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου δήλωσε ότι έλαβαν τη δέσμευση του πρωθυπουργού ότι παραμένει το μισθολόγιο των δικαστών όπως έχει. Στο ερώτημα αν ετέθη θέμα αυξήσεων η κυρία Θάνου απάντησε: «Όχι, ούτε αυξήσεων. Βεβαίως σε μια τέτοια περίοδο δεν θα ζητούσε κανείς αύξηση».

    Στη συνάντηση του πρωθυπουργού με τους προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων Βασιλική Θάνου (πρόεδρος του Αρείου Πάγου), Ανδρονίκη Θεοτοκάτου (πρόεδρος Ελεγκτικού Συνεδρίου), Νίκο Σακελλαρίου (πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας), καθώς επίσης και τους Ξένη Δημητρίου (εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και Ευτυχία Φουντουλάκη (γενικός επίτροπος Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων), στο Μέγαρο Μαξίμου, παρουσιάστηκε η πρόταση της κυβέρνησης για τα ειδικά μισθολόγια των δικαστικών.

    Ο Αλέξης Τσίπρας τόνισε ότι με την πρόταση για τα ειδικά μισθολόγια γίνεται μια ουσιαστική προσπάθεια για να διατηρηθούν χωρίς καμία μείωση οι ισχύουσες αμοιβές για τους δικαστικούς υπαλλήλους «και μια αναδιάρθωση που δίνει μια προοπτική δικαιοσύνης με βάση βεβαίως τις δημοσιονομικές δυσκολίες στις οποίες βρισκόμαστε». Είναι, τόνισε ο πρωθυπουργός, «μια μεταρρύθμιση στα μισθολόγια που θα δώσει τη δυνατότητα να αποτυπωθεί με δικαιοσύνη η δυνατότητα εξέλιξης και σε κάποιες περιπτώσεις οι αναγκαίες αυξήσεις στους μισθούς εκείνων των λειτουργών που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας». Ο πρωθυπουργός δεν περιορίστηκε στους δικαστικούς, αλλά έκανε αναφορά και στα μισθολόγια των ενστόλων, των πανεπιστημιακών, των γιατρών, του διπλωματικού σώματος κ.ά.

    Από την πλευρά της κυβέρνησης συμμετέχουν επίσης ο υπουργός Δικαιοσύνης Νίκος Παρασκευόπουλος και ο γγ (δημοσιονομικής πολιτικής) του ΥΠΟΙΚ, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, ο οποίος παρουσιάζει την πρόταση για τα ειδικά μισθολόγια. Αυτό είναι και το θέμα που βρίσκεται στο επίκεντρο της συνάντησης, η οποία πραγματοποιείται έπειτα από αίτημα των δικαστικών και έχει προγραμματιστεί εδώ και μέρες.

    «Θα ήθελα να απολογηθώ που καθυστέρησα να ανταποκριθώ στο αίτημά σας για συνάντηση εδώ και μια εβδομάδα, αλλά, όπως βλέπετε, οι εξελίξεις τρέχουν και καθημερινά το πρόγραμμά μας είναι πολύ γεμάτο αυτές τις μέρες», είπε ο πρωθυπουργός υποδεχόμενος τους προέδρους των ανώτατων δικαστηρίων.

    Εντούτοις, σημείωσε ο κ. Τσίπρας, η κυβέρνηση έχει κάνει μια πολύ καλή επεξεργασία αναφορικά με την πρόταση που αφορά τα ειδικά μισθολόγια, «όπου πιστεύω γίνεται μια προσπάθεια ουσιαστική να μπορέσουμε να διατηρήσουμε χωρίς καμία μείωση τις ισχύουσες αμοιβές για τους δικαστικούς υπαλλήλους και μια αναδιάρθωση που δίνει μια προοπτική δικαιοσύνης, με βάση βεβαίως τις δημοσιονομικές δυσκολίες στις οποίες βρισκόμαστε». Ο πρωθυπουργός είπε ότι είναι «μια μεταρρύθμιση στα μισθολόγια που θα δώσει τη δυνατότητα να αποτυπωθεί με δικαιοσύνη η δυνατότητα εξέλιξης και σε κάποιες περιπτώσεις οι αναγκαίες αυξήσεις στους μισθούς εκείνων των λειτουργών που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας». «Και νομίζω», συνέχισε, «ότι είναι αναγκαίο αυτό να γίνει υπό την έννοια ότι πράγματι τα τελευταία χρόνια, ιδίως τα χρόνια τα 5 χρόνια της κρίσης, υπήρξαν πολύ μεγάλες ονομαστικές μειώσεις που απαξιώνουν το ρόλο λειτουργών που διαχειρίζονται πάρα πολύ κρίσιμα ζητήματα».

    «Βεβαίως», επισήμανε ο πρωθυπουργός, «αντιλαμβάνεστε ότι ακόμα βρισκόμαστε σε μια περίοδο προσαρμογής και οι δυνατότητες που έχουμε είναι περιορισμένες», για να τονίσει ότι «εντούτοις προσπαθούμε με δικαιοσύνη, με αίσθηση δικαίου και με προσπάθεια να κατανεμηθούν με δικαιοσύνη τα βάρη αλλά και οι όποιες δυνατότητες προκύπτουν να έχουμε ένα καλό αποτέλεσμα». Ολοκληρώνοντας, ο κ. Τσίπρας είπε ότι η πρόταση που παρουσιάζεται, θα κριθεί κι από τους ίδιους και φυσικά από τις ενώσεις και τους ίδιους τους λειτουργούς στο χώρο της δικαιοσύνης και όχι μόνο, καθώς, όπως επισήμανε, τα ειδικά μισθολόγια αφορούν και στρατιωτικούς, ενστόλους με την ευρύτερη έννοια, αστυνομικούς αλλά και τους πανεπιστημιακούς και άλλους καθηγητές, το διπλωματικό σώμα και γιατρούς.

    Πρόεδρος Αρείου Πάγου: Πήραμε δέσμευση ότι παραμένει το μισθολόγιο των δικαστών όπως έχει

    Στις δηλώσεις της μετά τη συνάντηση η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου δήλωσε μεταξύ άλλων: «Είμαστε ικανοποιημένοι από τη συνάντηση. Θεωρούμε ότι δόθηκαν οι βάσεις για ικανοποίηση των αιτημάτων των δικαστών. Θέλουμε απλώς να διασφαλίσουμε τη διατήρηση του μισθολογίου μας».

    Ερωτηθείσα αν τίθεται θέμα αυξήσεων των αποδοχών των δικαστών η πρόεδρος του Αρείου Πάγου απάντησε: «Όχι, ούτε αυξήσεων βεβαίως σε μια τέτοια περίοδο δεν θα ζητούσε κανείς».

    Και συνέχισε η κυρία Θάνου: «Πήραμε δέσμευση ότι παραμένει το μισθολόγιο των δικαστών όπως έχει».

    http://www.protothema.gr/politics/article/617051/tsipras-kamia-meiosi-stis-amoives-ton-dikastikon-auxiseis-stin-korufi-tis-puramidas/

  3. Ο ΔΣΑ καταγγέλλει την συνάντηση Τσίπρα-δικαστών: Εγείρει υπόνοιες…

    H ανακοίνωση του ΔΣΑ:

    «Είναι αυτονόητο ότι οι εκπρόσωποι των κρατικών λειτουργιών πρέπει να συνευρίσκονται και να συνομιλούν.

    Όμως, η χθεσινή συνάντηση του Πρωθυπουργού με τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων δεν έλαβε χώρα σε μια στιγμή πολιτικά και νομικά ανύποπτη.

    Προγραμματίστηκε πέντε μόλις ημέρες μετά την ματαίωση της διασκέψεως του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου στην υπόθεση όπου κρίνεται η νομιμότητα της διαγωνιστικής διαδικασίας για τις τηλεοπτικές άδειες.

    Έγινε μια μόλις ημέρα μετά τις ηχηρές καταγγελίες Αντιπροέδρων του ιδίου Δικαστηρίου για εκτροπή της Δικαιοσύνης από το συνταγματικό της ρόλο και ανεπίτρεπτη αρνησιδικία, που συνοδεύτηκε από την παραίτησή τους από το ΔΣ της Ένωσης Δικαστών του ΣτΕ.

    Έγινε υπό τη βαριά σκιά των δηλώσεων του Πρωθυπουργού, που προεξοφλούσαν το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας.

    Πραγματοποιήθηκε, τέλος, με σπουδή, που τελεί σε κραυγαλέα αντίθεση με την επί πεντάμηνο αδράνεια του Πρωθυπουργού στο αίτημα για συνάντηση εκ μέρους της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία εκφράζει θεσμικά και συλλογικά το δικαστικό σώμα.

    Υπό το κράτος των συμπτώσεων αυτών, η συνάντηση που έγινε έχει απωλέσει τα αμιγή θεσμικά της χαρακτηριστικά και εγείρει εύλογες υπόνοιες ότι απέβλεπε στην «λύση» εκκρεμών νομικών ζητημάτων.

    Σε κάθε περίπτωση η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι προεχόντως καθήκον των λειτουργών της».

    http://www.iefimerida.gr/news/293190/polemos-sti-dikaiosyni-o-dsa-kataggellei-tin-synantisi-tsipra-dikaston-egeirei-yponoies#ixzz4fnoqqVgO

    • Επίορκοι δικαστές νομιμοποίησαν το PSI και τα μνημόνια

      Τρίτη 29/11/2016

      ΒΟΜΒΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΣΤΕ, Ν. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ – ΜΕ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ ΠΡΟΑΓΩΓΕΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΘΕΣΕΙΣ — ΚΛΕΙΔΙΑ!

      ΤΙΣ ΒΡΟΜΙΚΕΣ συναλλαγές επίορκων δικαστών, με τις μνημονιακές κυβερνήσεις των Παπανδρέου, Σαμαρά, Βενιζέλου, αποκάλυψε από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης των Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κ. Νίκος Σακελλαρίου.

      Για πρώτη φορά κορυφαίος δικαστής τόλμησε να μιλήσει δημόσια για το όργιο συναλλαγής, που συντελέστηκε ανάμεσα σε επίορκους δικαστικούς λειτουργούς και τις μνημονιακές κυβερνήσεις, προκειμένου να νομιμοποιηθούν τα εφιαλτικά μέτρα της τρόικας για το PSI, το πετσόκομμα των συντάξεων και τη λεηλασία της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας.

      Ο Πρόεδρος του ΣτΕ, κ. Νίκος Σακελλαρίου, κατήγγειλε ανοιχτά τους επίορκους δικαστές που κατά παραγγελία της τρόικας, με αντάλλαγμα την προαγωγή τους και την τοποθέτησή τους σε νευραλγικά πόστα ενέκριναν τα μνημόνια για την καταλήστευση του Ελληνικού λαού.

      Η αποκάλυψη του Προέδρου του ΣτΕ αναμένεται να προκαλέσει θύελλα τόσο σε πολιτικό όσο και σε δικαστικό επίπεδο. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένη πηγή από το χώρο της Δικαιοσύνης, η βόμβα Σακελλαρίου αναγκαστικά θα γίνει αντικείμενο δικαστικής έρευνας και έτσι θα πληροφορηθεί ο ελληνικός λαός, ποιοι είναι οι επίορκοι δικαστές που νομιμοποίησαν την κατοχή της χώρας μας στους ξένους τοκογλύφους και ποια ήταν τα ανταλλάγματα που πήραν από τις μνημονιακές κυβερνήσεις και την τρόικα.

      Όσα είπε ο ανώτατος δικαστής χρίζουν προφανώς έρευνας αφού – αν ευσταθούν – αποτελούν πιθανότατα το θεμέλιο της αναξιοπιστίας γύρω από τη Δικαιοσύνη. Και ουσιαστικά αποτελούν την απόδειξη όσων αντιλαμβανόμαστε όλοι τόσα χρόνια, αλλά δεν είχαμε τα στοιχεία για να τα υποστηρίξουμε δημόσια. Τώρα όμως τα πράγματα είναι αλλιώς, αφού αυτά τα λέει ένας ανώτατος δικαστής.

      Θέλοντας να δείξει πως ο ίδιος δεν υπηρέτησε κανένα συμφέρον στο θέμα των τηλεοπτικών αδειών, αντιπαρέβαλλε αυτή την υπόθεση με τις αντίστοιχες για τα μνημόνια και το PSI και άφησε υπόνοιες ακόμα και για – τυχόν – συναλλαγή: «Υποχρέωσή μας να τηρούμε απαρέγκλιτα το καθήκον μας. Αυτό έκανα και δεν με νοιάζει όποια προσωπική επίθεση κι αν μου γίνεται. Έχουμε και εμείς μερίδιο προσωπικής ευθύνης. Ας δούμε τις αποφάσεις για τα Μνημόνια και το PSΙ. Δεν έχουν παρά να ανοίξουν αυτές οι αποφάσεις και να δούμε τη στάση των δικαστών μέσα από τις αποφάσεις αυτές και πως επηρέασαν την υπηρεσιακή τους εξέλιξη. Δεν μας ενδιαφέρουν εμάς αν θα γίνουμε αντιπρόεδροι ή πρόεδροι. Προσωπικά δεν αισθάνομαι και δεν θα υπάρξω υπηρέτης κανενός».

      Από μόνη της η διασύνδεση της στάσης ενός δικαστή σε μια δικαστική απόφαση – η οποία αφορά την κρίση του επί μιας κεντρικής πολιτικής επιλογής της εκάστοτε κυβέρνησης – αποτελεί μια αιχμή που σηκώνει είτε πολύ συζήτηση, είτε αποδείξεις, πολλώ δε μάλλον όταν γίνεται από ανώτατο δικαστή. Δηλαδή ονόματα και διευθύνσεις. Γιατί – ελπίζοντας πως δεν αδικούμε τον πρόεδρο του ΣτΕ στην ερμηνεία της φράσης του – προφανώς υπονοεί ότι κάποιοι εξαργύρωσαν την ψήφο τους υπέρ της συνταγματικότητας των μνημονίων και του PSI με θέσεις προέδρων και αντιπροέδρων στα ανώτατα δικαστήρια. Η΄ κάποιοι άλλοι έτυχαν – προφανώς – δυσμενούς εξέλιξης στην καριέρα τους όταν μειοψήφησαν σε αυτές τις υποθέσεις. Το γεγονός ότι αυτά τα λέει ένας κορυφαίος παράγοντας στο χώρο της Δικαιοσύνης, από μόνο του αποτελεί θέμα πρώτης γραμμής.

      http://www.kontranews.gr/POLITIKE/258813-Epiorkoi-dikastes-nomimopoiesan-to-PSI-kai-ta-mnemonia

  4. GRECO: Δικαστές, εισαγγελείς και βουλευτές οι άρχοντες της διαφθοράς στην Ελλάδα

    GRECO: Δικαστές, εισαγγελείς και βουλευτές οι άρχοντες της διαφθοράς στην Ελλάδα

    Καταγγελία συνενοχής της ηγεσίας του Αρείου Πάγου στο αδίκημα της εσχάτης προδοσίας.

    Καταγγελία συνενοχής της ηγεσίας του Αρείου Πάγου στο αδίκημα της εσχάτης προδοσίας.

    Η μαύρη βίβλος της Δικαιοσύνης

    Η μαύρη βίβλος της Δικαιοσύνης

  5. Ποιός θα δικάσει τους δικαστές; Ποιος θα τους βάλει φυλακή ;;;
    Αφιερωμένο στον σύντροφο Χρυσόγονο.
    (ρωτήστε τον, γιατί)

    Έπρεπε να πάνε φυλακή για χοντρή απάτη επί δικαστηρίου όσοι δικαστές άσκησαν αγωγή αποζημιώσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου στη βάση της αριθμ. 13/2006 απόφασης του Μισθοδικείου, διότι το έκαναν αυτό παρόλο που ήταν σε θέση να αντιληφθούν, λόγω της επιστημονικής τους κατάρτισης και της επαγγελματικής εμπειρίας τους, ότι αυτή η απόφαση, πέρα και ανεξάρτητα από την πρωτοφανή, την ανατριχιαστική αντίθεσή της προς το κοινό περί δικαίου αίσθημα (εξισώθηκαν οι αποδοχές 6000 δικαστών, εισαγγελέων και μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους προς τις υπέρογκες αποδοχές ενός ατόμου, του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, ΕΕΤΤ), είχε και ένα βασικό νομικό σφάλμα που την αχρήστευε, όπως εξηγώ παρακάτω. Είχαν κατατεθεί τότε πολλές χιλιάδες αγωγές από δικαστές, ώσπου το 2008 η κοιμισμένη κυβέρνηση Καραμανλή αντί να κάνει τις απλές, αποτελεσματικές και υποδειγματικής νομιμότητας κινήσεις που αναφέρω παρακάτω, για να στείλει στο διάολο τις ιταμές δικαστικές αξιώσεις, αντί ακόμη και να τους δείξει το δρόμο για τη φυλακή, συμβιβάστηκε μαζί τους και τους έδωσε κατά μέσο όρο 140.000 ευρώ για αναδρομικά σε κάθε δικαστή, κάθε εισαγγελέα και μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς και θηριώδη αύξηση των ήδη αδρότατων αποδοχών τους.

    Τη γλίτωσαν λοιπόν τότε οι δικαστές… Αλλά κι εγώ ο σφοδρός πολέμιος των παρανομιών τους, φτηνά ομολογουμένως τη γλίτωσα από ένα διαφορετικό κίνδυνο: Διότι τον Ιανουάριο του 2010, δηλαδή όταν το μέγεθος της κρίσης δεν το υποψιαζόμασταν ακόμη, είχα γράψει σε εκτενέστατο άρθρο μου κατά των δικαστών που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΝΩΠΙΟΝ, επίσημο όργανο του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, με τίτλο ΤΟ ΚΩΛΑΚΡΕΤΟΥ ΓΑΛΑ, όπως λεγόταν σκωπτικά στην αρχαία Αθήνα ο μισθός των δικαστών, ότι οι αποδοχές των άλλων εργαζομένων κινδυνεύουν να μειωθούν κατά 80%, πράγμα που οσημέραι επαληθεύεται! Και ενώ κατά την επιχώρια συνήθεια έπρεπε τότε να εκτεθώ σε δημόσιο λιθοβολισμό ως μάντης κακών, δόξα τω θεώ τη γλίτωσα, είμαι μια χαρά και εξακολουθώ να λιθοβολώ το φρικαλέο συντεχνιακό πνεύμα που κατέχει ολοκληρωτικά το δικαστικό χώρο και τον καθιστά φορέα «νόμιμης» ειδεχθέστατης διαφθοράς.

    Έγραψα και προ μηνών ένα άρθρο με τίτλο ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ,ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ!, που το βρίσκετε πληκτρολογώντας στη Google αυτές τις λέξεις. Αλλά η δικαστική εξουσία έχει πια βουλιάξει στον πάτο του ξεπεσμού, και πρέπει πλέον να απολογούνται όχι η δικαιοσύνη ως θεσμός αλλά οι ίδιοι οι δικαστές! Να απολογηθούν μπροστά στο λαό και μπροστά στην ίδια τη συνείδησή τους, αν διαθέτουν, για το ότι έβαλαν ξανά το νόμο να βιάσει τη δικαιοσύνη. Έβαλαν δηλαδή πάλι τη βουλή να ψηφίσει, μόνο γι’ αυτούς, νόμο επαναφοράς των αποδοχών τους στα ποσά του 2012, που είχαν «επιτευχθεί» με την παραπάνω αριθμ. 13/2006 ληστρική απόφαση του Μισθοδικείου. Προηγήθηκε, πριν από τον πρόσφατο αποκαταστατικό νόμο, η αριθμ. 88/2013 απόφαση αυτού του πάντοτε αμαρτωλού δικαστηρίου, που κήρυξε αντισυνταγματική την περικοπή των αποδοχών των δικαστών, αυτών και μόνο αυτών – κήρυξε και το ΣτΕ αντισυνταγματική την περικοπή των αποδοχών των καταφρονημένων μισθολογικά ένστολων, έτσι, για να ποτίζεται και η γλάστρα για χάρη του βασιλικού, αλλά αυτοί παραπέμφθηκαν από την κυβέρνηση στις ελληνικές καλένδες.

    Αυτή η τελευταία απόφαση του Μισθοδικείου, η 88/2013, κλαίγεται για λογαριασμό του δικαστικού σιναφιού, διότι, λέει, η περικοπή των αποδοχών τους δημιουργεί σε αυτούς αίσθημα ανησυχίας και ανασφάλειας που μπορεί να επηρεάσει την ευθυκρισία τους. Και πρέπει να μπουκώνουμε τους δικαστές με χρήμα για να εξασφαλίσουμε ευθυκρισία!

    Μήπως δεν πρέπει να μιλάω έτσι για τη Δικαιοσύνη; Μήπως ασεβώ; Πρέπει να κάνω την εξής εξήγηση: Προσωπικά τρέφω προς τους δικαστές την ίδια ακριβώς εκτίμηση που έχω για κάθε άλλο εργαζόμενο, χωρίς καμιά απολύτως διαφορά! Ο ιδιαίτερος σεβασμός που τάχα οφείλουμε στους δικαστές, είναι κατάλοιπο των φεουδαρχικών κοινωνιών, όπου ο δικαστής, ως εκπρόσωπος, μάλλον βαστάζος της βασιλικής εξουσίας πάνω στη ζωή και την ελευθερία των υπηκόων του, ενέπνεε φόβο μεταμορφωμένο σε σεβασμό. Σήμερα στις δυτικές δημοκρατικές κοινωνίες μας που δόξα τω θεώ έχουμε την ευτυχία να ζούμε, οι δικαστές είναι κι αυτοί απλοί εργαζόμενοι, όπως όλοι μας, που οφείλουν να κάνουν τη δουλειά τους σωστά, σύμφωνα με το νόμο και τη συνείδησή τους. Ούτε τους χρειάζεται ούτε τους ανήκει κανένας ιδιαίτερος σεβασμός. Ούτε η δικαστική εξουσία έχει κάποιο ιδιαίτερο κύρος που πρέπει να το περιτειχίσουμε με «τούβλα» από ευρώ. Από αυτήν την αναχρονιστική αντίληψη εμφορούνται πολλοί, και πρώτοι οι δικαστικοί, που την εξαργυρώνουν διαμορφώνοντας επιχείρημα υπέρ της μισθολογικής πρωτοκαθεδρίας τους, όπως έγινε στην απόφαση αριθμ. 88/2014 του Μισθοδικείου, που ακύρωσε τις περικοπές τους! Εξάλλου, όπως έγραψα και σε άλλο άρθρο μου, εγώ σέβομαι όχι την «υπαρκτή δικαιοσύνη», όχι την φαύλη, τη ληστρική «δικαιοσύνη» του Μισθοδικείου αλλά την αληθινή δικαιοσύνη, που κατά τον ορφικό ύμνο της «το πλέον στυγέει, ισότητι δε χαίρει», δηλαδή μισεί την πλεονεξία και χαίρεται την ισότητα. Αλλά οι δικαστές σε σχέση με τα μισθολογικά τους επέδειξαν τις τελευταίες δεκαετίες προκλητική πλεονεξία, φαταουλισμό ασυγκράτητο. Και πρέπει να πω το εξής: Μελέτησα από κάθε πλευρά την υπόθεση των αποδοχών τους. Και έβγαλα το συμπέρασμα ότι ο δικαστικός συνδικαλισμός είχε διαχρονικά όλα τα χαρακτηριστικά εγκληματικής οργάνωσης, που με όπλο τη συνειδητή διαστροφή του Συντάγματος και του Νόμου σκόπευε και πετύχαινε απίστευτα προνόμια για τη δικαστική συντεχνία. Ορθό ή λάθος, αυτό είναι το τελικό συμπέρασμά μου. Αν δίσταζα να το πω δημόσια, θα ήμουν ένα χαμερπές δειλό ανθρωπάκι, προδότης της ίδιας της Πατρίδας, που πρέπει να γνωρίζει τους εχθρούς της.

    Και είναι εχθροί της Πατρίδας εκείνοι που:

    Έκριναν με την υπ’ αριθμ. 13/20006 απόφαση του Μισθοδικείου ότι το γεγονός και μόνο ότι ένα και μόνο άτομο, ένας και μοναδικός σε όλη την επικράτεια δημόσιος λειτουργός, ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, ΕΕΤΤ, έπαιρνε μεγαλύτερες, σχεδόν διπλάσιες αποδοχές από τους Προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων, αυτό το γεγονός, έκρινε το Μισθοδικείο, υποχρέωνε τον νομοθέτη να καθορίσει στο ίδιο ύψος και τις δικαστικές αποδοχές, και να το κάνει αυτό ταυτόχρονα και «με τον ίδιο τρόπο» – κρατείστε το αυτό, έχει ολέθρια σημασία: «με τον ίδιο τρόπο», δηλαδή ίδιο με εκείνο τον παράνομο τρόπο που καθορίστηκαν οι αποδοχές του προέδρου της ΕΕΤΤ, όπως εξηγώ στη συνέχεια –, χωρίς να έχουν καμιά απολύτως σημασία, είπε το Μισθοδικείο, και χωρίς να χρειάζεται καν να ερευνώνται οι συνθήκες προσφοράς των υπηρεσιών του προέδρου της ΕΕΤΤ, η υπηρεσιακή κατάστασή του κλπ σε σύγκριση με τους δικαστές. Αυτή η υποχρέωση του νομοθέτη απέρρεε – ερμήνευσαν οι εχθροί της Πατρίδας – από τα άρθρα 26 και 87 του Συντάγματος, που αναφέρονται στην διάκριση των εξουσιών, και ιδίως από την αθώα διάταξη του άρθρου 88 παρ. 2 που λέει ότι «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους», όπως πρέπει να είναι και οι αποδοχές κάθε εργαζόμενου, ανάλογες δηλαδή με την αξία της δουλειάς του, χωρίς να χρειάζεται να διατυπωθεί αυτό σε συνταγματική διάταξη! Και επειδή, είπαν οι άδικοι δικαστές, ο νομοθέτης όταν καθόριζε τις αποδοχές του προέδρου ΕΕΤΤ δεν αύξησε στο ίδιο ύψος και τις δικές τους αποδοχές, δηλαδή δεν τις διπλασίασε, και ας ήταν ήδη και τότε πρώτες ούτως ή άλλως στη μισθολογική πυραμίδα του δημόσιου τομέα, υπέπεσε, ο νομοθέτης, σε παραβίαση των παραπάνω συνταγματικών διατάξεων, κατέλυσε δηλαδή την ισοτιμία των κρατικών εξουσιών και «έπληξε καίρια την δικαστική ανεξαρτησία», δηλαδή μετέβαλε τους δικαστές σε εξαρτημένους και άβουλους! Αυτές, είπε το βρωμερό Μισθοδικείο, ήταν οι συνέπειες της παράλειψης του Κράτους μας να εξομοιώσει τις αποδοχές 6000 δικαστών προ τις πρωτοφανείς αποδοχές ενός ατόμου, του προέδρου της ΕΕΤΤ!!! Έκρινε περαιτέρω αυτό το «δικαστήριο» ότι το Κράτος δια του νομοθέτη, με την παράλειψή του να ικανοποιήσει τη μισθολογική λαιμαργία του δικαστικού σώματος και με την δήθεν παραβίαση, με αυτόν τον τρόπο, υπερκείμενου δικαίου, των παραπάνω συνταγματικών διατάξεων, υπέπεσε σε σοβαρότατη αδικοπραξία και κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα έπρεπε να αποζημιώσει, όχι τα θύματα της δήθεν αδικοπραξίας του, δηλαδή τους πολίτες, που χρόνια ολόκληρα ζούσαν, υποτίθεται, κατά την κρίση του Μισθοδικείου, σε καθεστώς διασάλευσης της ισορροπίας των κρατικών εξουσιών και, το χειρότερο, στερήθηκαν το δικαίωμα να δικάζονται από ανεξάρτητους δικαστές, αλλά να αποζημιώσει, το Κράτος, τους ίδιους τους δικαστές!!! Το κόστος της αποζημιώσεως δισεκατομμύρια… Και τα πλήρωσε το δύστυχο Κράτος μας!

    Είναι εχθροί της Πατρίδας εκείνοι που:

    η συνέχεια εδώ :

    -Ποιός θα δικάσει τους δικαστές;

    Από τα σχόλια κάτω από την ανάρτηση :

    1. Ο κ Χρυσόγονος ήταν δικηγόρος των δικαστών στο Μισθοδικείο, στη δίκη για την ανάκληση των περικοπών στις δικαστικές αποδοχές. Και στο νομοσχέδιο για την «εφαρμογή» της απόφασης του Μισθοδικείου ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε υποκριτικά «παρών», δεν το καταψήφισε.

    Και μια «λεπτομέρεια». Γιατί άραγε η κυβέρνηση με τόση πρεμούρα έσπευσε να «συμμορφωθεί» με την απόφαση του Μισθοδικείου ψηφίζοντας σχετικό νόμο για την ανάκληση των δικαστικών περικοπών ενώ δεν έκανε το ίδιο σχετικά με την απόφαση του ΣτΕ για τους ένστολους; Ακούσαμε περί υψηλού δημοσιονομικού κόστους των ενστόλων. Αλλά το κόστος αυτό θα είναι σαφώς μεγαλύτερο αν οι ένστολοι ασκήσουν, με 100% βεβαιότητα ευδοκίμησης, κατά του Δημοσίου αγωγές στη βάση της αδικοπραξίας, αφού ο νομοθέτης προβαίνοντας σε αυτές τις περικοπές παραβίασε (έκρινε το ΣτΕ) συνταγματικές διατάξεις. Το δρόμο για τέτοιες αγωγές τον έχει ανοίξει η ίδια η νομολογία σχετικά με τις δικαστικές αποδοχές, ιδίως η 13/2006 του Μισθοδικείου. Επομένως τα περί υψηλού δημοσιονομικού κόστους προβάλλονται είτε από αδαημοσύνη είτε ως πρόφαση. Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΊΝΑΙ ΟΤΙ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΔΕΛΕΑΡ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΓΟΡΑ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΨΗΦΩΝ ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. Διότι σύμφωνα με το σύνταγμα η βουλευτική αποζημίωση είναι ίση με το σύνολο των αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου.

    2. Οι δικαστικοί είναι εξίσου υπεύθυνοι για την παρούσα κατάσταση και εγώ απορώ ως ισόβιοι και όχι αιρετοί δεν σεβάστηκαν τη θέση τους όχι για τίποτε άλλο, για να έχουν το κύρος τους και το σεβασμό του λαού. Τι έκαναν; Έκαναν συντεχνία και συνεργάσθηκαν με τις άλλες συντεχνίες των πολιτικών, ΜΜΕ και μεγαλοεργολάβων προκειμένου να γίνουν αχτύπιτοι και να αποκομίσουν οφέλη σε χρήμα και άλλα αγαθά, όπως διορισμούς σε υψηλές θέσεις των μελών των οικογενειών τους ακόμη και των συγγενών και φίλων. Όταν λειτουργεί η δημοκρατία με αυτόν τον τρόπο φέρνει τις Χούντες. Οι χουντικοί δικάζονται με αλλαγμούς, όμως οι δημοκρατικοί με το πρόσχημα του αιρετού και την χρήση της παραγραφής κινούνται μαζί μας, απολλαμβάνοντες τα κλεμμένα και τώρα με την ΕΕ και τη νέα τάξη πραγμάτων τα πράγματα έγιναν ποιο εύκολα για αυτούς, γιατί έχουν τους όμοιους φίλους τους στο εξωτερικό και τη δύναμη να παραπλανήσουν το λαό με τη προπαγάνδα που ασκούν πάντοτε με δικό μας χρήμα. Ωραία αυτά τα νομικά που αναπτύχθηκαν, όμως έχουμε σωρεία παραβιάσεων του Συντάγματος και των νόμων και δεν γίνεται τίποτε. Με τα προσωπικά δεδομένα, τις ανεξάρτητες αρχές κλπ καλά μας κρατούν μακρυά από τις παραβάσεις τους. Οι νόμοι λειτουργούν υπέρ των ισχυρών, εφόσον η δίωξη τους είναι δυσχερής για τους λόγους που ανέφερα. Θα προτιμούσα, όχι ότι δεν είναι σημαντικά αυτά που γράφτηκαν για τους δικαστές, να ενημερώνεται ο λαός, ότι το κράτος αυτό πρέπει να διοικηθεί με ορισμένες αρχές και οι παραβάτες να τρέμουν, όταν τις παραβαίνουν, γιατί η δαμόκλιος σπάθη θα επικρέμεται πάνω από το κεφάλι τους, ιδίως όταν αφορά δημόσιο χρήμα ή άλλο όφελος. Η άποψη μου είνα ότι δεν μπορεί να γίνει με αυτούς που συμμετέχουν σήμερα στην πολιτική, Δεν είναι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ το μαύρο πρόβατο, αλλά όλοι οι πολιτικοί. Μπορείτε να μου πείτε; Πως μπορούμε να κυβερνηθούμε με δικαιοσύνη και με γνώμονα το συνολικό συμφέρον; Είναι ωμή παράβαση της έννοιας του δικαίου με τη διαφορετική αντιμετώπιση των δικαστών και των ενστόλων, ανεξάρτητα αν το αίτημα είναι δίκαιο η όχι. Όταν ανεχόμαστε τέτοιες τακτικές καλά μας κάνουν, για να μη χρησιμοποιήσω χυδαίες εκφράσεις.

  6. Thales 3 ΜΑΪ́ΟΥ 2017 – 9:31 Π.Μ.

    Και μονο η υπαρξη του μισθοδικειου ως εχει συνιστα μεγιστο ηθικο αλλα και νομικο ατοπημα της πολιτειας αλλα και των δικαστων.Υπο την εννοια οτι με την υπαρξη αυτου του νομικου εκτρωματος παγκοσμιας Ελληνικης πατεντας θιγονται οχι μονο διαταξεις και προνοιες των Ανθρωπινων Δικαιωματων αλλα και αυτου του ιδιου του Ελληνικου Συνταγματος που υποτιθεται οτι προστατευουν οι δικαστες.Δεν εχει νοημα να ανατρεξει κανεις στις απαραδεκτες ανηθικες και παρανομες αποφασεις περι των αποδοχων του δικαστικου σωματος.ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ…..Οσο το δικαστικο σωμα εμφορειται απο αλλοτριες μη Ελληνικες ιδεολογιες και δεσμευσεις σε στοες και υπερεθνικες εξουσιες θα εχουμε παρομοια αποτελεσματα.Η δεσμευση στον Μαμωνα και στον ασφαλη ακινδυνο και εξωφρενικο πλουτισμο ειναι και αυτη μια ΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ιδεολογια…..Να τι πρεπει να γινει κατα την γνωμη μου.Η ηγεσια της δικαιοσυνης οχι μονο πρεπει να εκλεγεται και να μη διοριζεται (ακουσον-ακουσον απο το υπ. συμβουλιο) αλλα και οι αποφασεις ολων των δικαστηριων ποινικων και αστικων θα πρεπει να εκδιδονται κατα πλειοψηφια απο επιφανεις πολιτες ενορκους

    .Οι ενορκοι αυτοι θα πρεπει να κληρωνονται απο μια ευρυτατη γκαμα πολιτων με ειδικα χαρακτηριστικα.Ταυτοχρονα θα πρεπει ολοι οι δικαστες να εχουν τριετεις συμβασεις εργασιας με την πολιτεια βασει αλγοριθμου μορφωτικων και επαγγελματικων προσοντων και προσληψη απο την βαση δεδομενων του δικηγορικου σωματος.Ενα 20% των δικαστων μπορει να γινονται δικαστες χωρις να ειναι απαραιτητα νομικοι.ΔΕΝ μπορει να ειναι δικαστης η ενορκος καποιος χωρις καποια χρονια στην πλατη του και κυριοτερα χωρις την πειρα της ζωης.Το φαινομενο να βλεπουμε στα δικαστηρια νεαρους-ες δικαστες-ινες οφειλεται στην προσπαθεια χειραγωγησης (εκ μερους των προαναφερθεντων εξουσιων) της επαγγελματικης σταδιοδρομιας και εξελιξης εξ απαλων ονυχων των δικαστων.ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ ολων αυτων ειναι να επικαιροποιηθει και να επανελθει η εγκυκλιος του Καποδιστρια περι ασυμβιβαστου συμμετοχης σε στοες και μυστικες λεσχες ειδικα για δικαστες και ενορκους.Για να μη πουμε οτι οι σκοτεινες αυτες οργανωσεις ως πασιφανως αντικειμενες στο συνταγμα και στα ανθρωπινα δικαιωματα θα επρεπε να κλεισουν χθες και να τεθουν εκτος νομου.

  7. Pingback: ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ – ΤΟ ΜΑΖΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ « ΑΒΕΡΩΦ

  8. ΣΚΙΑ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
    Ομιλία στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης στις 7.6.2018
    Γιάννης Αποστολίδης, π Δικηγόρος

    Κυρίες και κύριοι, ο τίτλος της σημερινής ομιλίας μου, Σκιά στη Δικαιοσύνη, προδηλώνει ότι δεν θ΄ ακουστούν εδώ ευχάριστα πράγματα. Προβληματίσθηκα μάλιστα αν θα έπρεπε να κάνω την ομιλία, διότι θα αναφερθώ σε γεγονότα που δυστυχώς δεν τιμούν την ελληνική Δικαιοσύνη και θα στενοχωρήσω και κάποιους φίλους δικαστικούς. Τελικά πάντως, με ανέβασε σε αυτό το βήμα η βαθιά πεποίθηση, ότι η αλήθεια, όσο πικρή κι΄ αν είναι, πρέπει να λέγεται. ΄Αλλωστε ως φαίνεται δεν είναι μακριά η αναθεώρηση του Συντάγματος, οπότε πρέπει να δούμε έγκαιρα, εμείς, ο λαός, κάποιες από εκείνες τις ατυχείς ρυθμίσεις, η καταστρατήγηση των οποίων οδήγησε σε σοβαρή ηθική πτώση όχι μόνο τη Δικαιοσύνη αλλά και όλο το σύστημα εξουσιών της Χώρας.

    Το έγκριτο επιστημονικό περιοδικό ΔΕΛΤΙΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ δημοσίευσε στο τεύχος Νοεμβρίου 2012 ένα βαθυστόχαστο άρθρο για τη Δικαιοσύνη και την κρίση γενικότερα, του κ Κωνσταντίνου Φώτου, πρώην δικαστού, προέδρου Εφετών, στο οποίο μεταξύ και άλλων καίριων επισημάνσεων, έγραφε για τους δικαστικούς, αναφερόμενος στον τρόπο επιδίωξης των επαγγελματικών συμφερόντων τους, ότι εάν και οι άλλοι λειτουργοί ή εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα είχαν ακολουθήσει το παράδειγμα των δικαστικών, η χώρα σήμερα θα είχε διαλυθεί. Συμφωνώ απολύτως. Και πρέπει να πω το εξής: Δεν είναι βέβαια καθόλου συνηθισμένο να κατακρίνεται η ελληνική Δικαιοσύνη με δημόσια ομιλία σαν τη σημερινή και ίσως αυτό να γίνεται τώρα για πρώτη φορά. Αλλά κάποτε πρέπει να γίνει η αρχή. Στη δημοκρατία όλοι έχουν το δικαίωμα να κρίνουν όλους και ο καθένας έχει την ευθύνη της κριτικής του. Προσωπικά δεν φαβάμαι τα λόγια μου για εκείνους που δεν φοβήθηκαν τις πράξεις τους.

    Πυρήνας της ομιλίας μου είναι το εξής γεγονός: Το 2006 ένα ανώτατο δικαστήριο, το λεγόμενο Μισθοδικείο, με μιαν απόφασή του, την με αριθμό 13/2006, έδωσε στους 6000 δικαστικούς, δηλαδή στους δικαστές και τους εισαγγελείς, ενεργούς και συνταξιούχους, καθώς και στα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ποσά συνολικά τάξεως πολύ πάνω του δισεκατομμυρίου ευρώ, που αναλογούσαν στον καθένα δικαστικό 140.000 ευρώ προ φόρου κατά μέσο όρο ως έκτακτη παροχή και πάνω από 50% αύξηση των αποδοχών τους, που ήδη βρίσκονταν σε πολύ υψηλή θέση στην μισθολογική πυραμίδα του δημόσιου τομέα. Πρόκειται για τη χειρότερη πράξη της ελληνικής Δικαιοσύνης από καταβολής όχι μόνο του κράτους μας αλλά και του ίδιου του έθνους, γιατί έγινε από δικαστικούς για τα συμφέροντα των δικαστικών. Δεν τίθεται θέμα εντιμότητας των δικαστών που δίκασαν την υπόθεση. Εδώ επισημαίνονται τα λάθη του δικαστηρίου, που είναι από εκείνα για τα οποία είπε ο Ταλεϋράνδος ότι είναι χειρότερα από εγκλήματα. Αυτή η απόφαση του Μισθοδικείου εξομοίωσε αναλογικά τις αποδοχές όλων των δικαστικών προς τις αδιανόητα υψηλές αποδοχές ενός και μόνο προσώπου, ενός μετακλητού λειτουργού ανεξάρτητης αρχής, του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και απέδωσε τελικά για τους δικαστικούς, αφού προηγήθηκε το 2008 κυβερνητικός συμβιβασμός, τα ποσά που προανέφερα.

    Για να δώσω με απόλυτη ακρίβεια την ουσία αυτού που συνέβη, πρέπει να εκλαϊκεύσω σε απόλυτο βαθμό τη νομική σκέψη του δικαστηρίου που δίκασε. Είπε λοιπόν το Μισθοδικείο, Πόσα παίρνει ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων; Έπαιρνε τότε, πριν το 2006, γύρω στις 10.000 ευρώ το μήνα. Και πόσα παίρνει ένας πρόεδρος ανωτάτου δικαστηρίου; Έπαιρνε τότε γύρω στις 6.000 ευρώ το μήνα. Ε, λοιπόν, είπε το δικαστήριο, αυτό είναι αντισυνταγματικό, αυτό είναι παράνομο, αυτό “πλήττει καίρια την δικαστική ανεξαρτησία”, έτσι ακριβώς είπε. Και τι πρέπει να γίνει; Το δικαστήριο αντί να κρίνει ότι πρέπει να κατέβουν στις 6.000 ευρώ οι παράνομες αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνωνιών και Ταχυδρομείων, ανέβασε στις 10.000 τις αποδοχές του προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου. Αυτό παρέσυρε προς τα πάνω και τις αποδοχές όλων των άλλων δικαστικών, με τρομακτικό οικονομικό κόστος για το Κράτος.

    Η χώρα μας, στα μέσα της περασμένης δεκαετίας, του 2000, έδινε μιαν εικόνα ότι βρίσκεται στον κολοφώνα της νεότερης ειρηνικής δόξας της, ισότιμο και ισάξιο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Αλλά με την καταστροφική κρίση, υποβαθμισθήκαμε ξανά στην κατηγορία μιας βαλκανικής χώρας που ταλαιπωρεί φίλους και συμμάχους και ταλαιπωρείται από αυτούς. Λοιπόν, αν θέλουμε να βρεθούμε ξανά με αξιώσεις στον στίβο της ευρωπαϊκής άμιλας, πρέπει να αναστοχαστούμε τις αξίες μας και πρωτίστως τη Δικαιοσύνη και ως ιδέα και ως σύστημα απονομής του δικαίου.
    Ας θυμηθούμε λοιπόν ότι η Δικαιοσύνη ως ιδέα είναι η ιερότερη για το ελληνικό έθνος, διότι είναι η συνισταμένη των αξιών, όπως η σύνεση είναι η συνισταμένη των αρετών. Απόδειξη το γεγονός ότι και τα δύο συστατικά της εθνικής πνευματικής μας ιδιοπροσωπείας, δηλαδή και το ορφικό στοιχείο και το χριστιανικό στοιχείο, παριστάνουν ως θεοειδή τη Δικαιοσύνη. Πραγματικά, στον ορφικό ύμνο, ο αρχαίος έλληνας πρόγονός μας παρακαλεί προσευχόμενος, Κλύθι, θεά Δικαιοσύνη, κακίην θνητών θραύουσα δικαίως, ως αν ισορροπίαισιν αεί βίος εσθλός οδεύει θνητών ανθρώπων, δηλαδή, Εισάκουσέ μας, θεά Δικαιοσύνη, έλα να συντρίψεις δίκαια την ανθρώπινη κακία, για ν΄ αξιωθούμε όλοι μιαν ισορροπημένη και ευτυχισμένη ζωή. Αλλά και στο χριστιανικό τροπάριο της Γέννησης του θεανθρώπου, ο Χριστός μας υμνείται ως ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, που ανατέλει μεσούρανα, εξ ύψους. Σε προσκυνείν, τον Ήλιον της Δικαιοσύνης και Σε γινώσκειν εξ ύψους ανατολήν, δηλαδή η δικαιοσύνη υπάρχει εξ ουρανού, υπάρχει θεόθεν μέσα μας, γραμμένη εν πλαξί καρδίας σαρκικαίς, για να χρησιμοποιήσω έκφραση του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Αλλά ας μην ανεβάσουμε πιο υψιπετή το λογισμό μας, διότι η προσγείωση θα είναι τραυματική, βλέποντας το πως αυτή τη θεϊκή ιδέα της δικαιοσύνης την κακοποίησε βάναυσα ένα ανώτατο ελληνικό δικαστήριο, το Μισθοδικείο.

    Τι είναι το Μισθοδικείο; Είναι η λαθραία και όχι επίσημη αλλά πάντως συνηθισμένη ονομασία ενός δικαστηρίου που ιδρύθηκε κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 και συντίθεται από τρεις ανώτατους δικαστικούς, τρεις καθηγητές νομικής και τρεις δικηγόρους, με μια και αποκλειστική αρμοδιότητα την εκδίκαση διαφορών που αναφέρονται σε κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Το 2006 – 2007 τα δικαστήρια κατακλύσθηκαν από 4.500 αγωγές δικαστικών που στρέφονταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ζητούσαν να τους αποζημιώσει, λόγω παρανομίας του νομοθέτη σε βάρος τους, κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, που προβλέπει την ευθύνη του Δημοσίου για παράνομες πράξεις των οργάνων του, εν προκειμένω της Βουλής και του Προέδρου της Δημοκρατίας, που παρανομώντας, ισχυρίζονταν οι δικαστικοί, έβλαψαν τα συμφέροντα τους. Το Μισθοδικείο, στο οποίο υποβλήθηκε προδικαστικό ερώτημα από ένα διοικητικό πρωτοδικείο, με την με αριθμό 13/2006 απόφασή του έλυσε υπέρ των δικαστικών το νομικό ζήτημα αν ήταν παράνομη η παράλειψη του νομοθέτη, δηλαδή της Βουλής και του Προέδρου της Δημοκρατίας, να αυξήσει ταυτόχρονα και τις αποδοχές των δικαστικών, όταν καθόριζε σε μέγα ύψος τις αποδοχές του προέδρου μιας ανεξάρτητης αρχής, της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, όπως εκτενώς θα εξηγηθεί στη συνέχεια. Πρόκειται για μιαν απόφαση, μια νομική απάντηση του Μισθοδικείου, που ήταν υποχρεωμένα να εφαρμόσουν τα δικαστήρια της ουσίας. Αυτή η απόφαση είχε ευρύτατα καταστρεπτικές συνέπειες. Σκεφτείτε, αυτήν ακριβώς επικαλούνται σήμερα, τώρα, οι συνταξιούχοι βουλευτές και καταδικάζουν το Ελληνικό Δημόσιο να τους καταβάλλει αποζημιώσεις δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, τα οποία βέβαια βρίσκει ή προφασίζεται το κράτος χίλιες δυό δικαιολογίες και τρόπους για να μην τα καταβάλει, συντηρώντας ωστόσο και οξύνοντας την θεσμική ανωμαλία. Δηλαδή θα έλεγε ίσως κάποιος ότι, πράγματα που έγιναν προ δεκαετίας, το 2006, το 2007, το 2008, ας τα ξεχάσουμε, ας τα σκεπάσει η λήθη, αφού δεν τα σκέπασαν τότε ογκόλιθοι αναθέματος. Δυστυχώς όμως, τα αναδρομικά που καταδικάζεται το Δημόσιο να καταβάλλει στους συνταξιούχους βουλευτές και η αποκατάσταση, με άλλη τρισχειρότερη απόφαση του Μισθοδικείου, την 88/2013, των δικαστικών αποδοχών στο προκλητικό ύψος που βρίσκονταν πριν το 2012, ενώ τα εισοδήματα των άλλων ελλήνων οπισθοχώρησαν, σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, πίσω στη δεκαετία του ΄80, αυτά τα γεγονότα δείχνουν ότι και να θέλουμε δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα έργα αυτού του δικαστηρίου, του Μισθοδικείου. Το κακό είναι ζωντανό και τρώει πράγματι τα σωθικά της πατρίδας. Θα το δούμε καθαρά παρακάτω.

    Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά για να δούμε τι ακριβώς συνέβη. Το άρθρο 82 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 2 το εξής: Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Αυτό ορίζει. Και θα έλεγε κάποιος ότι πρόκειται για μιαν αθώα και περιττή παραίνεση του συνταγματικού νομοθέτη προς τον κοινό νομοθέτη να αμοίβει τους δικαστές ανάλογα με την αξία της δουλειάς τους. Ουσιαστικά δηλαδή, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μιαν ειδική εκδήλωση της αρχής της αναλογικής ισότητας, που όσον αφορά την αμοιβή της εργασίας εκφράζεται διαχρονικά στον πολιτισμό με διάφορους τρόπους, για παράδειγμα, στην πιο στοιχειώδη μορφή της εκφράζεται με το χριστιανικό πρόταγμα ο μη εργαζόμενος ουδέ εσθιέτω και αυτό μάλιστα περιέργως έχει περιληφθεί σχεδόν αυτούσιο ως άρθρο 18 στο πρώτο σοβιετικό σύνταγμα του 1918. Άλλωστε το άρθρο 7 της Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα ορίζει ίση αμοιβή για ίσης αξίας εργασία και το ίδιο διατυπώνεται και στο άρθρο 22 του δικού μας Συντάγματος. Θα μπορούσε δηλαδή να υποστηριχθεί ότι περιτεύει ως αυτονόητη αυτή η διάταξη του άρθρου 82 του Συντάγματος, ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, από την αρχή που μπήκε αυτή η διάταξη στο Σύνταγμα του 1952, ερμήνευσε με την αριθμ. 736/1953 απόφασή του ότι έχει μεν επιτακτικό χαρακτήρα, δηλαδή ότι υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη να καθορίσει τις αποδοχές των δικαστικών σε ύψος ανάλογο με το λειτουργημά τους, αλλά κρίθηκε, αφενός ότι εναπόκειται στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει ποιο ποσό αποδοχών των δικαστικών είναι ανάλογο με το λειτούργημά τους, ποιο δηλαδή ποσό πληρεί την κατά το Σύνταγμα έννοια του αναλόγου των αποδοχών τους και αφετέρου, με την ίδια απόφαση, κρίθηκε ότι πάντως ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται από αυτή τη διάταξη να δώσει σε άλλες κατηγορίες λειτουργών ή υπαλλήλων του Δημοσίου, μονίμων ή μετακλητών, αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαστικές, εφόσον τις κρίνει εύλογες και αντίστοιχες προς την παρεχόμενη υπηρεσία. Επρόκειτο για μιαν ορθή και συνετή ερμηνεία. Αυτή η ερμηνεία ίσχυσε χωρίς αμφισβήτηση για πάνω από 30 χρόνια, μέχρι το 1986. Τότε όμως, μέσα και σε ένα γενικότερο κλίμα προβαδίσματος της διανομής έναντι της παραγωγής, άλλαξε η νομολογία και επικράτησε ότι αυτή η διάταξη του άρθρου 82 παρ. 2 του Συντάγματος απαγορεύει στους πάντες αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαστικές. Και έγινε αυτό, από δικαστικούς για τους δικαστικούς, όχι για λόγους συγκράτησης των δημοσίων δαπανών αλλά για την ικανοποίηση των δικών τους μισθολογικών διεκδικήσεων.

    Πράγματι, από τότε, όπου οι δικαστικοί συναντούσαν στην περιοχή του δημόσιου τομέα υψηλότερες αποδοχές, εξίσωναν προς αυτές, με δικαστικές αποφάσεις, τις δικές τους αποδοχές. Έφτασε το ΣτΕ στο σημείο να κρίνει με την αριθμ. 1688/1991 απόφασή του ότι ούτε στον ιδιωτικό τομέα δεν επιτρέπονται αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαστικές και ότι αν κάπου στο δημόσιο ή και στον ιδιωτικό τομέα εμφανισθούν υψηλότερες αποδοχές σε κατηγορίες εργαζομένων, για παράδειγμα αμοιβές κατηγορίας στελεχών υψηλής ειδίκευσης ή εργαζομένων ειδικών συνθηκών, αυτό υποχρεώνει τον νομοθέτη, τάχα κατ΄ εφαρμογή της αρχής της ισότητας, άρθρο 4 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το επίμαχο άρθρο 82 παρ. 2, να αναβαθμίσει ταυτόχρονα στο ίδιο ύψος και τις δικαστικές αποδοχές. Και το Μισθοδικείο με την κατακρινόμενη απόφαση αριθμός 13/2006, έφτασε στο ακραίο σημείο να παραμερίσει ως άχρηστη για την περίπτωση την αρχή της ισότητας, το άρθρο 4 του Συντάγματος και να καταλογίσει καθαρή αδικοπραξία στο νομοθέτη για παραβίαση των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 82 παρ. 2 του Συντάγματος και να εφαρμόσει ως μέτρο αναβάθμισης των αποδοχών και των συντάξεων όλων των δικαστικών, με τη μορφή αδικοπρακτικής αποζημιώσεώς τους από το Δημόσιο, όχι τις αποδοχές μιας κατηγορίας άλλων λειτουργών ή υπαλλήλων του δημόσιου τομέα αλλά τις αδιανόητα υψηλές αποδοχές ενός και μόνο ατόμου, ενός και μόνο προσώπου σε όλη την επικράτεια, του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομίων. Αυτή η απόφαση του Μισθοδικείου είναι ίσως η πιο βαθιά ρίζα της κρίσης, ρίζα κρυφή, που την συγκαλύπτουν συγκλίνοντα συμφέροντα εξουσιών και παραεξουσιών. Κοιτάξτε, στη χώρα μας συνέβη κάτι παρόμοιο με αυτό που συνέβη στη Ρωσία μετά την κατάρρευση ή ανατροπή ή πτώση, η ιστορία θα δείξει τι ακριβώς ήταν, του κομμουνισμού. Εκεί, προκειμένου να παλλινορθωθεί ο καπιταλισμός, δόθηκε θαρρείς το σύνθημα, όποιος μπορεί ν΄αρπάξει ό,τι μπορεί και όπως μπορεί από την κρατική περιουσία. Έτσι προέκυψαν οι Ρώσσοι ολιγάρχες. Περίπου αυτό έγινε και στη χώρα μας.

    Πράγματι, με την είσοδο στην τότε ΕΟΚ και τα διάφορα πακέτα, με τη γενικότερη οικονομική συσσώρευση λόγω της ανάπτυξης, επικράτησε μια νοοτροπία, όπου ιδίως οι προνομιούχοι επαγγελματικοί κλάδοι εκβίαζαν την κοινωνία και το κράτος και αποσπούσαν όποτε μπορούσαν, ό,τι μορούσαν, όσο μπορούσαν, όπως μπορούσαν. Άλλοι είχαν και κατέβαζαν τους διακόπτες της ΔΕΗ και των άλλων ΔΕΚΟ, άλλοι είχαν άλλους τρόπους και οι δικαστικοί είχαν το Σύνταγμα. Και δυστυχώς έδωσαν την εικόνα ότι με μιά απλή ιδιοτελή ερμηνευτική διαστροφή ορισμένων διατάξεων που τους αφορούσαν, πέτυχαν να γίνουν ως επαγγελματικός κλάδος οι μισθολογικά ολιγάρχες του δημόσιου τομέα. Αυτή είναι δυστυχώς η πραγματικότητα, ωμή και ξεκάθαρη και όσο διστάζουμε να το λέμε τόσο το χειρότερο για τη Χώρα. Ας δούμε όμως πως έγινε αυτό.

  9. Λοιπόν, όλοι γνωρίζουμε τον θεσμό των ανεξάρτητων αρχών. Είναι τομείς της εκτελεστικής εξουσίας που δεν υπάγονται στον άμεσο έλεγχο της κυβέρνησης. Μια τέτοια αρχή είναι και η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων. Ο πρόεδρος αυτής της ανεξάρτητης αρχής βρισκόταν στην κορυφή της μισθολογικής πυραμίδας μεταξύ όλων των ανεξάρτητων αρχών. Αναφέρω ενδεικτικά ότι ήταν μισθολογικά αμέσως μετά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το 2006 μια δικαστική λειτουργός, πρόεδρος Πρωτοδικών, άσκησε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών μιαν αγωγή κατά του Δημοσίου, και εκεί κοντά ασκήθηκαν άλλες 4.500 ίδιες αγωγές άλλων δικαστικών, με την οποία πρόβαλε η συγκεκριμένη ενάγουσα ότι ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομίων είχε μεγαλύτερες, σχεδόν διπλάσιες, αποδοχές από τους προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων, δηλαδή του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με βάση λοιπόν αυτό το πραγματικό γεγονός ζητούσε με την αγωγή της η δικαστική λειτουργός να καταδικασθεί το Δημόσιο να της καταβάλλει αποζημίωση, κατά τό άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, λόγω παρανομίας οργάνου του, δηλαδή του ίδιου του νομοθέτη, διότι, ισχυρίζονταν, έπρεπε, κατά το Σύνταγμα, δηλαδή κυρίως κατά το άρθρο 82 παρ. 2 όπως ερμηνεύτηκε, και οι αποδοχές των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων να είναι ίσες με τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και αντιστοίχως οι αποδοχές όλων των δικαστικών, συνεπώς και οι δικές της, έπρεπε για τα έτη 2000 μέχρι 2005 να είχαν αυξηθεί κατά την αναλογία που θα έπρεπε τα ίδια χρόνια να είχαν αυξηθεί οι αποδοχές των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων ώστε να είναι ίσες με εκείνες του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, και παραλείποντας ο νομοθέτης να αυξήσει τις αποδοχές της, παρανόμησε, ισχυρίζονταν η δικαστική λειτουργός, έναντι του Συντάγματος και την ζημίωσε, και συνεπώς κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ευθυνόταν το Δημόσιο σε αποζημίωσή της.

    Το Διοικητικό Πρωτοδικείο της επιδίκασε το ποσό των 148.410 ευρώ για τα 6 χρόνια που δεν της καταβλήθηκαν και αυτού του είδους οι αυξήσεις από το 2000 μέχρι το 2005, και τονίζω ότι το ποσό αυτό της επιδικάσθηκε ως αποζημίωση, πέραν και επιπλέον των τακτικών αποδοχών της. Πριν όμως την οριστική απόφασή του, το Διοικητικό Πρωτοδικείο είχε παραπέμψει την υπόθεση στο Μισθοδικείο, το οποίο κατά το Σύνταγμα, άρθρο 82, είναι αρμόδιο να λύνει νομικά θέματα ευρύτερης δημοσιονομικής σημασίας στις διαφορές δικαστικών και Δημοσίου, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση υποβλήθηκε στο Μισθοδικείο να αποφασίσει αν αποτελεί αδικαπραξία του νομοθέτη το γεγονός ότι κατά τον καθορισμό από αυτόν των αποδοχών του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων δεν ενδιαφέρθηκε να αυξήσει, δεν αύξησε ταυτόχρονα και στο ίδιο ύψος και με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με υπουργική απόφαση κατά νομοθετική εξουσιοδότηση, τις αποδοχές των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και κατ΄ αναλογία τις αποδοχές όλων των δικαστικών. Το Μισθοδικείο με την απόφασή του αριθμ. 13/2006 δέχθηκε παρανομία του νομοθέτη και παρέπεμψε την υπόθεση πίσω στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών για να δικάσει επί της ουσίας. Αυτό περιορίσθηκε φυσικά να υπολογίσει τις μηνιαίες μισθολογικές διαφορές των ετών 2000 – 2005, να τις θεωρήσει, ως σύνολο, αδικοπρακτική ζημία του νομοθέτη κατά της δικαστικής λειτουργού και να της επιδικάσει, όπως είπα, το παραπάνω ποσό των 148.410 ευρώ και φυσικά το ίδιο θα ίσχυε για όλες τις 4.500 αγωγές των δικαστικών λειτουργών που εκκρεμούσαν στα διοικητικά πρωτοδικεία. Δηλαδή το Μισθοδικείο, παραφρονώντας, δέχθηκε ότι επειδή ένα πρόσωπο σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, είχε επάξια ή ανάξια ή χαριστικά ή και κατά τύχην αποδοχές μεγαλύτερες από τις αποδοχές προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου, αυτό το άσχετο γεγονός υποχρέωνε τάχα το κράτος να αποζημιώσει μέ ξέφρενα ποσά όλους τους δικαστικούς, κρίνοντας, με συσχετισμό ασχέτων, ότι αυτό συνιστούσε παραβίαση συγκεκριμένων διατάξεων του Συντάγματος, του άρθρου 26 που λέει απλά ότι η νομοθετική λειτουργία ασκείται από την Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η εκτελεστική από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση και η δικαστική λειτουργία από τα δικαστήρια, του άρθρου 87 παρ. 1 που λέει επίσης απλά ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από τα δικαστήρια και του άρθρου 88 παρ. 2 που λέει απλά, αθώα και απονήρευτα ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Και αφού ο νομοθέτης, δηλαδή οι υπουργοί Οικονομικών και Μεταφορών ενεργώντας κατ΄ εξουσιοδότηση του νομοθέτη, της Βουλής και του Προέδρου της Δημοκρατίας, παραβίασε το Σύνταγμα, αυτές τις διατάξεις του, οφείλει, έκρινε το παράλογο Μισθοδικείο, το Δημόσιο να αποζημιώσει όλους τους δικαστικούς. Βέβαια κάθε λογικός και δίκαιος άνθρωπος θά έλεγε ότι αφού το Μισθοδικείο έκρινε αντισυνταγματικές και παράνομες τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων επειδή ξεπερνούσαν και κατά το ποσό που ξεπερνούσαν τις αποδοχές προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου, έπρεπε να μειωθούν οι αποδοχές εκείνου και όχι να αυξηθούν στο ύψος αυτών των παράνομων αποδοχών οι δικαστικές αποδοχές. Το Μισθοδικείο όμως παρέβλεψε την στοιχειώδη λογική και την στοιχειώδη περί δικαίου αντίληψη και εφάρμοσε το ερμηνευτικό δόγμα ότι οι αποδοχές των δικαστικών πρέπει να είναι πάντα υπεράνω όλων.

    Και όλα αυτά έγιναν από μια ιδεοληψία για δήθεν ανωτερότητα της ίδιας της δικαστικής ιδιότητας, κατοχυρωμένη μάλιστα δήθεν από το Σύνταγμα.
    Πρέπει να πω τα εξής: Είναι πολύ αναχρονιστική σήμερα η αντίληψη που αποδίδει σχεδόν αριστοκρατική ανωτερότητα στούς δικαστικούς. Είναι οπισθοδρομική στον αιώνα μας η διακήρυξη του Ελευθέριου Βενιζέλου ως κυβερνήτη, την τρίτη δεκαετία του περασμένου αιώνα, ότι εκεί όπου θα τελειώνει η υπαλληλική ιεραρχία θα αρχίζει πάντοτε η δικαστική τοιαύτη. Τέτοιες αντιλήψεις είναι πραγματικά επικίνδυνες για σήμερα, διότι υποθάλπουν τον δικαστικό ελιτισμό και εκτρέφουν σχεδόν μεταφυσικές αντιλήψεις για το δικαστικό έργο, αντιλήψεις απολύτως αντιρεαλιστικές σήμερα, τέτοιες που δυστυχώς επικράτησαν στο Μισθοδικείο και στην απόφασή του αριθμός 13/2006, ότι δήθεν κατά το Σύνταγμα σε κάθε περίπτωση οι δικαστικές αποδοχές πρέπει να είναι ανώτερες διότι ο ίδιος ο δικαστικός είναι τάχα ανώτερος όλων και ότι αν έστω και ένα άτομο, ένας υπάλληλος ή λειτουργός σε όλη την επικράτεια, αν έχει κατά τύχην ή χαριστικά ή και επάξια μεγαλύτερες αποδοχές, αυτό υποχρεώνει το νομοθέτη, το κράτος, δήθεν κατά το Σύνταγμα, να ανεβάσει στο ίδιο ύψος και τις δικαστικές αποδοχές και αν δεν το κάνει παρανομεί ο νομοθέτης έναντι του Συντάγματος και υποχρεώνεται από τη Δικαιοσύνη το Δημόσιο να πληρώσει τα μαλιοκέφαλά του ως αποζημιώσεις στους δικαστικούς. Διαβάζω απόσπασμα της με αριθμό 1688/1991 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας: ” Η χορήγηση αποδοχών σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων και μάλιστα στο χώρο του δημόσιου τομέα, είτε με βάση τη μισθολογική κλίμακα καθεαυτή, είτε σε σχέση προς το σύνολο των απολαυών, όπως αυτές διαμορφώνονται τελικώς, με την εφαρμογή προσθέτων ευεργετικών ρυθμίσεων, με τις οποίες επηρεάζεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπον το ύψος των καθαρών απολαυών, χωρίς ταυτόχρονη πρόβλεψη εφαρμογής των ευεργετικών αυτών ρυθμίσεων και στους δικαστικούς λειτουργούς, ώστε οι καταβαλλόμενες σε αυτούς τελικώς απολαυές να είναι υπέρτερες κάθε άλλης κατηγορίας υπαλλήλων ή λειτουργών του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, συνιστά ανεπίτρεπτη ευθεία παραβίαση των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος” και έτσι προκαλείται υποχρέωση του νομοθέτη να αναβαθμίσει στο ανώτερο ύψος τις δικαστικές αποδοχές.

    Καταλαβαίνουμε τη μιζέρια και τον παραλογισμό αυτής της απόφασης; Ούτε στον ιδιωτικό τομέα δεν επιτρέπονται αποδοχές ανώτερες από τις δικαστικές. Δηλαδή έπρεπε ο Αριστοτέλης Ωνάσης, αυτός που ταξίδεψε πρωραία την Ελλάδα στις άκρες του κόσμου και που μακάρι η φωτογραφία του να βρίσκονταν στις σχολικές αίθουσες δίπλα στον Κολοκοτρώνη ως ήρωας και σύμβολο της οικονομικής παλιγγενεσίας του έθνους, έπρεπε λοιπόν ο Ωνάσης όταν καθόριζε τις αποδοχές των στολαρχών του να είχε το νου του μήπως υπερβαίνουν τις αποδοχές προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου και προκληθεί έτσι θέμα αύξησης των δικαστικών αποδοχών. Αυτά λέει το Συμβούλιο της Επικρατείας στην απόφασή του, προλειαίνοντας και το έδαφος για την καταστροφική κρινόμενη απόφαση του Μισθοδικείου. Tο οποίο δέχθηκε κάτι πολύ χειρότερο, δέχθηκε δηλαδή ότι η σύγκριση των δικαστικών αποδοχών μπορεί να γίνει όχι μόνο με τις αποδοχές μιας άλλης κατηγορίας εργαζομένων ή λειτουργών του δημόσιου τομέα αλλά με τις αποδοχές και ενός μόνο ατόμου, του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων. Και χρησιμοποιώντας τις αποδοχές εκείνου ως βάση υπολογισμού μισθολογικών διαφορών, καταδίκασε, το Μισθοδικείο, το Δημόσιο να καταβάλλει στους δικαστικούς ένα συνολικό ποσό που όπως είπα ήταν πάντως τάξεως άνω του δισεκατομυρίου ευρώ, διότι τελικά 830.000.000 ευρώ τους δόθηκαν ως αναδρομικά με τον προσχηματικό χαρακτηρισμό τους ως έκτακτη παροχή και 195.000.000 ευρώ επιπλέον των τακτικών αποδοχών τους γράφτηκαν σε ένα μόνο προϋπολογισμό, του 2009, για αυξήσεις, και έπονταν συνέχεια. Και είναι άκρως απογοητευτικό το γεγονός ότι δεν βρέθηκε ούτε ένας δικαστής, ούτε ένας εισαγγελέας να πει, σταθείτε βρε παιδιά, δηλαδή επειδή ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομίων παίρνει διπλάσιες αποδοχές από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, αυτό σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένο το κράτος, δηλαδή τελικά ο έλληνας φορολογούμενος, να μού διπλασιάσει τον μισθό;

    Και κοιτάξτε τώρα τις δραματικές συνέπειες αυτής της απόφασης του Μισθοδικείου που σχολιάζουμε. Πρώτον, η τότε, το 2008, κυβέρνηση Καραμανλή, πιεζόμενη από τις δικαστικές ενώσεις συμβιβάστηκε να τους πληρώσει, σε τέσσερες ετήσιες δόσεις, όπως είπαμε, ως αναδρομικά μεν αλλά με την μορφή έκτακτης παροχής 830.000.000 ευρώ. Αν διαιρέσετε αυτό το ποσό με τον αριθμό 6000, όσοι περίπου ήσαν τότε οι δικαστικοί, δικαστές και εισαγγελείς, εν ενεργεία και συνταξιούχοι και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αντιστοιχούν 140.000 ευρώ κατα μέσο όρο σε κάθε δικαστικό. Αυτά δόθηκαν με κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών τον Ιανουάριο του 2008. Τον Ιούλιο δε του 2008 τους δόθηκε, πάλι σε εφαρμογή της απόφασης του Μισθοδικείου, αύξηση των αποδοχών τους πάνω από 50%. Και θυμίζω ότι το 2008 ήταν η χρονιά πτώχευσης της Λίμαν Μπράδερς που σηματοδοτεί την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης. Λοιπόν, μ΄αυτά και μ΄αυτά, έφτασε ο πρωτοδίκης με 15 χρόνια υπηρεσίας να παίρνει περισσότερα από τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης. Ιδού και ένα πιο συγκεκριμένο στοιχείο που δημοσίευσε η εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 9.9.2012: Το 2009, δηλαδή τον πρώτο προμνημονιακό χρόνο, ο στρατιωτικός, ταγματάρχης, απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων με 17 χρόνια υπηρεσίας είχε ετήσιες αποδοχές 28.796 ευρώ, ενώ ο εφέτης, πτυχιούχος της νομικής σχολής, με 17 επίσης χρόνια υπηρεσίας, είχε ετήσιες αποδοχές, το 2009, 82.547 ευρώ. Όπως αντιλαμβάνεσθε αυτή η διαφορά από μόνη της και ανεξαρτήτως των καταστροφικών παρενεργειών της, θέτει σοβαρότατο θεσμικό θέμα και φυσικά δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του δικαστικού κλάδου ως μισθολογικοί ολιγάρχες. Αν η ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων από το Μισθοδικείο, που προκάλεσε το χρύσωμα των δικαστικών, ήταν η σωστή, τότε πρέπει να δεχθούμε ότι κάποιο κακό πνεύμα, πνεύμα μισέλληνο και μισάνθρωπο φωλιάζει στο Σύνταγμα και προκαλεί τέτοιες αδικίες και ότι πρέπει να εξαγνίσουμε τον καταστατικό χάρτη μας κατά την προσεχή αναθεώρηση. Τριπλάσιες αποδοχές ο δικαστικός από τους άλλους. Γιατί; Βέβαια καταλαβαίνω ότι από τα πολλά που είδαμε και πάθαμε με την κρίση, πέσαμε σε ένα είδος ανοσίας και μπορεί να υπάρχει και η αίσθηση ότι είναι και κάπως άχαρο και στενόκαρδο το να σχολιάζω τόσο επικριτικά τις αποδοχές των δικαστικών, πολύ περισσότερο που υπάρχει, εκπορευόμενη μάλιστα από την αριστερά αλλά καταλήγοντας δεξιά, η θεωρία της εξίσωσης των αποδοχών προς τα πάνω. Και πότε θα εξισωθούν οι αμοιβές προς τα πάνω; Τάγκαλα Παρασκευήν, λέμε εμείς οι πόντιοι.

    Μακάρι όμως οι επιπτώσεις της απόφασης αριθμός 13/2006 του Μισθοδικείου να περιορίζονταν στο δικαστικό χώρο. Δυστυχώς έχουν εξαπλωθεί και στο χώρο της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Ακούστηκε τελευταία ότι η Κυβέρνηση θα εκτελέσει πρόβλεψη του νόμου 4387/2016, του λεγόμενου νόμου Κατρούγκαλου και θα καταβάλλει τα αναδρομικά των συνταξιούχων βουλευτών. Αλλά τι είναι αυτά τα αναδρομικά των συνταξιούχων βουλευτών; Γιατί και από που προέκυψαν; Συνέβη το εξής. Κατά το Ζ ψήφισμα του 1975, συνταγματικής ισχύος, η βουλευτική αποζημίωση είναι ίση με το σύνολο των αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου όπως και των άλλων ανωτάτων δικαστηρίων. Επομένως κάθε αύξηση των αποδοχών του προέδρου του Αρείου Πάγου προκαλεί αυτόματα την αύξηση και της βουλευτικής αποζημίωσης. Συνεπώς αφού με την απόφαση αριθμός 13/2006 του Μισθοδικείου και με τον κατ΄ εφαρμογή αυτής της απόφασης νόμο 3691/2008 αυξήθηκαν σε δυσθεώρητα ύψη οι αποδοχές ειδικά των προέδρων ανωτάτων δικαστηρίων, αντιστοίχως αυξήθηκε και η βουλευτική αποζημίωση και κατά συνέπεια αυξήθηκε και η βουλευτική σύνταξη που είναι ποσοστιαία συνάρτηση της βουλευτικής αποζημίωσης. Να σημειώσω εδώ ότι και οι αποδοχές των υπουργών, του πρωθυπουργού και του Προέδρου της Δημοκρατίας, υπολογίζονται με έναν πολλαπλασιαστικό συντελεστή επί της βουλευτικής αποζημιώσεως, της οποίας η αύξηση προκαλεί αυτόματα και την αύξηση των αποδοχών αυτών των θεσμικών προσώπων, που άσχετα αν για λόγους πολιτικής εικόνας τους την αποποιούνται, δεν παύει να είναι υπαρκτή και νόμιμα απαιτητή. Στην βάση λοιπόν της απόφασης 13/2006 του Μισθοδικείου και του κατ΄ εφαρμογή αυτής ν 3691/2008, πάμπολλοι συνταξιούχοι βουλευτές προσέφυγαν, προσφεύγουν και θα προσφεύγουν στα δικαστήρια και ζητούσαν τα αναδρομικά τους. Τα δικαστήρια δεν μπορούσαν να μην τα επιδικάσουν και δεν μπορεί να μην τα πληρώνει αργά ή γρήγορα η εκάστοτε κυβέρνηση. Αλλά εδώ συμβαίνει το εξής, που δεν το χωράει ο νους. Πράγματι, όπως αναλυτικά εξέθεσα μέχρι τώρα, η αύξηση των δικαστικών αποδοχών και πρωτίστως του Προέδρου του Αρείου Πάγου με τον παραπάνω νόμο, ήταν συνέπεια της απόφασης αριθμός 13/2006 του Μισθοδικείου, όπως ομολόγησε άλλωστε στις 25.7.2008 ο ίδιος ο τότε υπουργός Οικονομικών, ο κ Αλογοσκούφης. Η απόφαση αυτή επιδίκασε αποζημιώσεις του Δημοσίου προς τους δικαστές λόγω αδικοπραξίας του νομοθέτη, καταλογίζοντας δηλαδή παρανομία στη Βουλή, δηλαδή παρανομία και αδικοπραξία στους ίδιους τους βουλευτές. Δηλαδή η δικαστικά αναγνωρισμένη από το Μισθοδικείο παρανομία των βουλευτών, αύξησε τις δικαστικές αποδοχές και συγκεκριμένα τις αποδοχές των προέδρων ανωτάτων δικαστηρίων και κατά συνέπεια, σύμφωνα με το Ζ ψήφισμα του 1975, αύξησε την βουλευτική αποζημίωση και επομένως αύξησε τις συντάξεις των ίδιων των βουλευτών που παρανόμησαν! Και αυτοί ζητούν από τα δικαστήρια να τους καταβληθούν οι συντάξεις επικαλούμενοι την ίδια τη δική τους παρανομία! Και ποιος ενέπλεξε τους βουλευτές σε αυτόν τον ανέντιμο και φαύλο κύκλο; Η ένοχη ελληνική Δικαιοσύνη με τις φαύλες αποφάσεις τους Μισθοδικείου.

    Όπως προείπα, μετά την έκδοση της απόφασης αριθμός 13/2006 του Μισθοδικείου, η τότε Κυβέρνηση στριμώχθηκε από τις δικαστικές ενώσεις να εκτελέσει την απόφαση για όλους τους δικαστικούς, που όμως θα είχε ως συνέπεια την δημοσιονομική καταστροφή και την πρόωρη επιδρομή του κρισιακού αρμαγεδώνα. Οι δικαστές έβαλαν την απόφαση του Μισθοδικείου στον κρόταφο της τότε κυβέρνησης. Και αυτή σήκωσε ψηλά τα χέρια και παραδόθηκε, συμβιβάστηκε, μη μπορώντας να κάνει αλλοιώς. Ή μήπως μπορούσε. Βεβαιώτατα και μπορούσε. Διότι αφού το Μισθοδικείο έβγαλε αντισυνταγματικές και παράνομες τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, τρεις λύσεις είχε στα χέρια της η τότε κυβέρνηση. Μια λύση ήταν να υποκύψει στις πιέσεις των δικαστικών ενώσεων και να συμβιβασθεί, όπως και έκανε. Δεύτερη λύση ήταν να δράσει αποφασιστικά, στιβαρά, με ιερή αίσθηση καθήκοντος και δύναμης, να μειώσει ακαριαία κάθετα και αναδρομικά τις αποδοχές του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και να τις φέρει στο συνταγματικό, κατά το Μισθοδικείο, ύψος τους, δηλαδή να τις εξισώσει αναδρομικά με τις αποδοχές του προέδρου του Αρείου Πάγου, οπότε κατά το λατινικό sublata causa, tollitur effectus, αιρομένης της αιτίας αίρεται το αποτέλεσμα, θα είχε τινάξει στον αέρα τη νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε η καταστρεπτική απόφαση του Μισθοδικείου, την οποία απόφαση μπορούσε έτσι η Κυβέρνηση να την είχε κουρελιάσει, να την είχε εξουδετερώσει στην εφαρμογή της ασκώντας ποικίλες μορφές παλινδικίας που ξέρουν οι νομικοί, αναψηλαφίσεις, ανακοπές κατά της εκτελέσεως για οψιγενή ή οψιφανή δεν ξέρω λόγο, ενστάσεις στις πρωτοείσακτες υποθέσεις κλπ, οι οποίες είχαν τεράστιες πιθανότητες μάλλον την βεβαιότητα να ευδοκιμήσουν στα δικαστήρια και πάντως θα ευδοκιμούσαν οπωσδήποτε στο λαό. Δεν το έκανε αυτό η τότε κυβέρνηση. Γιατί; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι τότε είχε ανοίξει η όρεξη πάρα πολλών στο ηγετικό στρώμα της κοινωνίας μας, ότι θα γέμιζαν λεφτά με την τριτενέργεια αυτής της απόφασης του Μισθοδικείου. Πρώτα πρώτα άμεσα οφελούμενοι ήταν οι βουλευτές με την αυτόματη αύξηση της βουλευτικής αποζημιώσεως και αντιστοίχως των βουλευτικών συντάξεων. Και υπόψη ότι βρισκόμαστε ακόμη στο 2006 – 2007 -2008, εποχή ψευδοευδαιμονίας. Για να καταλάβετε μέχρι που έφτανε η εμβέλεια αυτής της απόφασης του Μισθοδικείου, αρκεί να σας πω ότι ο σημερινός δήμαρχος Αθηναίων ο κ Καμίνης, επειδή είχε διατελέσει πρόεδρος ανεξάρτητης αρχής, του Συνήγορου του Πολίτη, κάνοντας νομολογιακή χρήση αυτής της απόφασης ζητούσε με αγωγή του από το Δημόσιο να του καταβάλλει 289.220,08 ευρώ ως αναδρομικά, από τα οποία παραιτήθηκε όταν άρχισε να γίνεται η αγωγή του βούκινο ιδίως στο διαδίκτυο. Λοιπόν η τότε κυβέρνηση παρέλειψε να κατεβάσει τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και συνεπώς να αποκλείσει την ενέργεια της απόφασης του Μισθοδικείου για εκείνους που τους αφορούσε άμεσα, τους δικαστικούς, και για να χάσκουν ακόμη και όσα άλλα στόματα περίμεναν να φάνε ένα κομμάτι από τις σάρκες του δύστυχου κράτους μας. Τρίτη λύση ήταν να κάνει η τότε κυβέρνηση εκείνο που έκανε άλλοτε ένας υπουργός, ο Αλέκος Παπαδόπουλος. Που σε παρόμοια περίπτωση δικαστικών απαιτήσεων βάσει αποφάσεως που έβγαλαν οι δικαστικοί για τον εαυτό τους, έδωσε αυστηρή εντολή στους προϊσταμένους των εφοριών να μην εκτελούν τους χρηματικούς καταλόγους που έστελναν οι δικαστικοί, να μην τους πληρώσουν. Και οι προϊστάμενοι των Εφοριών δεν πλήρωναν. Έφτασε στο σημείο να βγάλει ο εισαγγελέας Εφετών Πειραιά ένταλμα σύλληψης της προϊσταμένης της ΔΟΥ πληρωμών για παράβαση καθήκοντος, υπήρξε μια απίστευτη ένταση μεταξύ κρατικών λειτουργιών. Δεν είναι όμως ευχάριστο να διαταράσσεται η λειτουργική σχέση των εξουσιών. Ίσως γιαυτό το λόγο δεν επέλεξε ούτε τη λύση Αλέκου Παπαδόπουλου η τότε κυβέρνηση των ετών 2006, 7,8. Επέλεξε να συμβιβασθεί με τους δικαστικούς και στην πραγματικότητα, λόγω της εμβέλειας της απόφασης του Μισθοδικείου, με όλο το παρασύστημα συμφερόντων στη Χώρα.

    Και επειδή το κλίμα μπορεί να βάρυνε στην αίθουσα αυτή, ας το ελαφρύνουμε λίγο, ας γελάσουμε λίγο. Λοιπόν, μετά την συμβιβασική αποδοχή από την τότε Κυβέρνηση να καταβληθούν τα αναδρομικά στους δικαστικούς με τη μορφή έκτακτης παροχής 830.000.000 ευρώ για μόνο 6000 ανθρώπους, ζήτησαν τα ίδια και οι συνταξιούχοι βουλευτές με βάση την απόφαση του Μισθοδικείου και το Ζ ψήφισμα του 1975. Προσέξτε, μιλάμε για παλιότερα αναδρομικά κατ΄επίκληση των 830.000.000 ευρώ της ψευδώνυμης έκτακτης παροχής προς τους δικαστές, ουσιαστικά της αναδρομικής αύξησης των αποδοχών τους και όχι για εκείνα την καταβολή των οποίων προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου. Και αρχικά μεν το Ελεγκτικό Συνέδρειο σε Ολομέλεια αναγνώρισε τα αναδρομικά και γι΄ αυτούς με την αριθμ. 2078/2010 απόφαση. Η απόφαση αυτή θέριεψε ορέξεις, όταν όμως ακόμη δεν είχε θεριέψει η κρίση, είμαστε ακόμη στην αρχή της, στο 2010, δεν προβλέπαμε τις διαστάσεις της. Ερχόμαστε όμως στο 2012, η κρίση παροξύνεται και τα δικαστήρια βρίσκονται μπροστά σε νέες αγωγές συνταξιούχων βουλευτών. Τι να κάνουν; Από τη μια υπάρχει προηγούμενο, υπάρχει νομολογία κορυφής, η αριθμός 2078/2010 απόφαση που προαναφέραμε της ΟλΕλΣ, δεν μπορούν τα δικαστήρια να ξεφύγουν, πρέπει να δώσουν και στους συνταξιούχους βουλευτές τα εκατομμύρια της εκτάκτου παροχής προς τους δικαστικούς. Αλλά και από την άλλη μεριά υπάρχει ο λαός έτοιμος για τα χειρότερα, οι πλατείες γέμιζαν αγανακτησμένους. Και τι λύση βρέθηκε; To Διοικητικό Εφετείο Αθηνών απέρριψε τις αγωγές των συνταξιούχων βουλευτών με την αριθμ. 13/2012 απόφασή του, αλλά με ποια προσχηματική αιτιολογία ανάγκης. Ακούστε. Λέει η απόφαση αυτή ότι εκείνα τα 830.000.000 ευρώ που δόθηκαν στους 6000 δικαστικούς, δεν ήταν από αναδρομική αύξηση των τακτικών αποδοχών τους, που σε τέτοια περίπτωση θα δικαιολογούσε την αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης και συνεπώς των συναρτημένων επίδικων συντάξεών τους, αλλά ήταν μια έκτακτη παροχή του κράτους προς τους δικαστικούς, 140.000 ευρώ κατά μέσο όρο στον καθένα, γιατί λέτε; Διότι, λέει με αναίδεια αυτή η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, κατά το χρονικό διάστημα 2003 μέχρι το 2007 υπήρξε πρόσθετος μεγάλος φόρτος εργασίας των δικαστικών λειτουργών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους λόγω των οικονομικών μεταναστών και των Ολυμπιακών Αγώνων. Ελάτε όμως που αυτή η έκτακτη παροχή δόθηκε και στους δικαστές και τους εσαγγελείς που εκείνο το χρονικό διάστημα, 2003 μέχρι 2007 ήταν ήδη συνταξιούχοι! Τσακίστηκαν και αυτοί στη δουλειά λόγω μεταναστών και Ολυμπιακών Αγώνων; Δεν είναι λοιπόν να γελάει κανείς με την καρδιά του; Βέβαια η αλήθεια είναι αυτή που, όπως είπα, ομολόγησε ο κ Αλογοσκούφης, ότι όλα έγιναν υπό την πίεση της εκτέλεσης της απόφασης του Μισθοδικείου. Και βέβαια δεν ξέρω αν στην πραγματικότητα απασχολήθηκαν οι δικαστικοί έστω μια ώρα παραπάνω λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων. Απασχολήθηκαν όμως οι λαμπροί αλησμόνητοι νεολαίοι μας, οι εθελοντές των Ολυμπιακών Αγώνων, και είναι αυτοί που τώρα ρέβουν στην ανεργία και στην κατάθλιψη ή πήραν των ομματιών τους για τα ξένα και έγιναν μια ολόκληρη χαμένη για το έθνος γενιά. Και τον δικό τους τίμιο ιδρώτα, τον εξαργύρωσαν στάλα στάλα οι δικαστικοί, πήραν λόγω δήθεν πρόσθετου μεγάλου φόρτου εργασίας 140.000 ευρώ ο καθένας. Αυτά δεν τα λέω εγώ, τα λέει το ασεβές Διοικητικό Εφετείο Αθηνών. Τι να πω εγώ… Είπαμε, η απόφασή του είναι για γέλια. Η ποντιακή παροιμία όμως λέει, Τερώ την νύφεν, κλαίω τον Θόδωρον, τερώ τον Θόδωρον κλαίω την νύφεν. Που να κοιτάξεις, τι να δείς και να μην κλάψεις σε αυτή τη χώρα.

    Προχωρώ έχοντας πάντα την πεποίθηση ότι όλοι κατανοείτε, ότι δεν τα βάζω με την κατάκτηση και κατοχύρωση των δικαστικών κεκτημένων από τους ίδιους – έστω και αν για όλους εμάς τους άλλους η χώρα έχει γίνει νεκροταφείο κεκτημένων – αλλά είναι πρόβλημα που όσο το κατανοεί κανείς τόσο συνειδητοποιεί την τεράστια θεσμική σημασία του. Λοιπόν, στην αρχή της κρίσης έγιναν κάποιες όχι μεγάλες περικοπές και στους δικαστικούς όπως και σε όλους τους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου. Το 2012 όμως σχεδόν ό,τι τους έδωσε το Μισθοδικείο τα πήρε πίσω ο νόμος 4093/2012. Ο νόμος αυτός ξεσήκωσε τις δικαστικές συνδικαλιστικές ενώσεις. Πρόεδρος τότε της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων η σημερινή προϊσταμένη του Νομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, η κ Θάνου, σκληρή συνδικαλίστρια. Κατέβασε τους δικαστικούς σε πολύμηνη απεργία, με την προσχηματική μορφή της καθόδου από την έδρα μετά τις 10 το πρωί, επειδή το άρθρο 23 του Συντάγματος απαγορεύει την απεργία στους δικαστικούς και στις ένοπλες δυνάμεις. Ομοίως σκληρός συνδικαλιστής και ο κ Αθανασίου, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης. Και οι δύο διετέλεσαν πρόεδροι της Ένωσης Δικαστών και Ειασγγελέων. Να πω εδώ ότι και ο εισηγητής της χρυσής για τους δικαστικούς απόφασης αριθμ . 13/2006 του Μισθοδικείου, δικηγόρος και κατ΄ απονομή δικαστής, ας μην πω το όνομά του, συγχωρείστε μου την συναδελφική εξαίρεση, δεν αδικήθηκε, τον έκανε υπουργό στην κυβέρνησή του ο κ Πικραμένος, πρώην πρόεδρος του ΣτΕ. Και για να ξανάρθω στην κ Θάνου, αλήθεια, τι έχει να πει και για το εξής ανατριχιαστικό περιστατικό. Μια από τις συγκροτημένες ομάδες που κατήλθε στις πρόσφατες εκλογές της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων περηφανεύονταν ότι ήταν αυτή η ομάδα στη διοίκηση της Ένωσης από το 2012 μέχρι το 2015, δηλαδή επί των ημερών προεδρίας στην Ένωση της κ Θάνου και πέτυχε αυτή η ομάδα, λενε στην αφίσα τους, τα εξής, διαβάζω την προεκλογική αφίσα αυτής της ομάδας δικαστικών: ” Αποδείξαμε ότι εμείς θέλουμε και μπορούμε να επιτυγχάνουμε τους στόχους μας. Επιτύχαμε Την πλήρη αποκατάσταση του μισθολογίου μας, Την σταθεροποίηση του μισθολογίου μας παρά την βαθιά οικονομική κρίση, Την καταβολή του 50% των αναδρομικών”. Αυτά λέει η αφίσα τους. Αλλά όσοι παρακολουθούμε τα πράγματα ξέρουμε ότι η αποκατάσταση, όπως λένε, του μισθολογίου των δικαστικών, έγινε με την αριθμ. 88/2013 απόφαση του Μισθοδικείου, που ακύρωσε ως αντισυνταγματικό το νόμο 4093/2012 που έκανε τις περικοπές τους. Τι συμβαίνει λοιπόν; Έχει παρέμβει στη Δικαιοσύνη ως συνδικαλίστρια η κ Θάνου, και η συγκεκριμένη αυτή ομάδα που κατήλθε στις πρόσφατες εκλογές της Ένωσης και πέτυχε τότε τους στόχους της, όπως λέει η αφίσα, μέσω στημένης δίκης και μιλημένων δικαστών, πέτυχε δηλαδή την ακύρωση του νόμου που επέβαλε τις περικοπές και επανέφερε σε ισχύ το νόμο που είχε χρυσώσει τους δικαστές; Διότι δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν. Ή ο εκτραχηλισμός του δικαστικού συνδικαλισμού έφτασε σε σημείο που δεν λογαριάζει τι λέει ή ότι υπήρξε πράγματι παρέμβασή του στο δικαστήριο, στο Μισθοδικείο, υπέρ των δικαστικών και σε βάρος του Δημοσίου. Αν συμβαίνει το δεύτερο, που δεν θέλω να το πιστεύω, η Δικαιοσύνη και η πατρίδα είναι χαμένες από χέρι.

  10. Ξεσηκώθηκαν λοιπόν το 2012 οι δικαστικές ενώσεις για τις περικοπές με το νόμο 4093. Αλλά οι κινητοποιήσεις τους, η απεργία τους, δεν απέδοσαν. Και φτάνουμε στην απόφαση αριθμός 88/2013 του Μισθοδικείου που κηρύσσει ανεφάρμοστο αυτόνΞεσηκώθηκαν λοιπόν το 2012 οι δικαστικές ενώσεις για τις περικοπές με το νόμο 4093. Αλλά οι κινητοποιήσεις τους, η απεργία τους, δεν απέδοσαν. Και φτάνουμε στην απόφαση αριθμός 88/2013 του Μισθοδικείου που κηρύσσει ανεφάρμοστο αυτόν το νόμο. Το θεμελειώδες σκεπτικό της είναι ότι ο νόμος αυτός παραβιάζει τις διατάξεις του Συντάγματος, 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 και γιαυτό κηρύσσεται αντισυνταγματικός και επομένως ανεφάρμοστος, με συνέπεια, μη εφαρμοζόμενου του νόμου αυτού, να εφαρμόζεται ο προηγούμενος νόμος και οι δικαστικές αποδοχές επανέρχονται εκεί που τις ανύψωσε ο νόμος 3691/2008 που ήταν συνέπεια της αριθμ. 13/2006 απόφασης του Μισθοδικείου. Στην περίπτωση όμως της με αριθμό 13/2006 απόφασης του ίδιου δικαστηρίου, του Μισθοδικείου, ενώ κρίθηκε επίσης ότι και η νομοθεσία που έδωσε τις υπέρογκες αποδοχές στον πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, δηλαδή η Κοινή Υπουργική Απόφαση, παραβιάζει τις ίδιες ακριβώς συνταγματικές διατάξεις, δηλαδή την 26, την 87 παρ. 1 και την 88 παρ. 2, αντί να κηρυχθεί και αυτή η νομοθεσία ανεφάρμοστη ως αντισυνταγματική, το Μισθοδικείο όχι απλά δεν την κήρυξε ανεφάρμοστη αλλά έκρινε ότι έπρεπε να είχε επεκταθεί από το νομοθέτη η εφαρμογή της και στους 6000 δικαστικούς, για την αποκατάσταση της ισοτιμίας των εξουσιών και της δικαστικής ανεξαρτησίας, και αυτό που δεν έκανε ο νομοθέτης το έκανε το ίδιο το Μισθοδικείο, όπως εξήγησα παραπάνω εκτενέστατα, δηλαδή εφάρμοσε την αντισυνταγματική υπουργική απόφαση και σε όλους τους δικαστικούς και τους γέμισε χρήμα. Αυτό είναι απίστευτο. Ενώ υπάρχει απόλυτη ταυτότητα του νομικού λόγου, όπως λέμε οι νομικοί, και στις δύο περιπτώσεις, ενώ δηλαδή κρίθηκε ότι και οι δυό νομοθεσίες και αυτή που προκάλεσε την υπέρογκη αύξηση των δικαστικών αποδοχών και εκείνη που τις περιέκοψε παραβιάζουν τις ίδιες ακριβώς συνταγματικές διατάξεις, αυτές και μόνο, στη δεύτερη περίπτωση ο νόμος κηρύσσεται αντισυνταγματικός και ανεφάρμοστος, ενώ στην πρώτη περίπτωση εφαρμόζεται η επίσης κηρυγμένη αντισυνταγματική νομοθεσία και ανεβάζει στο θεό τις αποδοχές των δικαστικών.

    Αλλά τι να πρωτοπεί κανείς.

    Διότι αναρωτιέται πράγματι κάθε νομικός. Αφού η απόφαση αριθμ. 13/ 2006 του Μισθοδικείου προκάλεσε τόσο βαριές πλην όμως προβλέψιμες συνέπειες στα δημόσια οικονομικά και έγινε στην πράξη όχυμα θεσμοθετημένης διαφθοράς, γιατί οι νομικοί παραστάτες του Δημοσίου σε εκείνη τη δίκη, δηλαδή το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, δεν άσκησε επικουρικά και ως τελευταία γραμμή άμυνας στις παράνομες αξιώσεις των δικαστικών την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος; Πρέπει μάλιστα να σημειώσω εδώ ότι προς τιμή τους οι τρείς καθηγητές πανεπιστημίου, καθηγητές νομικής, που μετείχαν στη σύνθεση του δικαστηρίου, στο Μισθοδικείο, όχι μόνο καταψήφησαν αλλά και διατύπωσαν τη γνώμη ότι η επέκταση των αποδοχών του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων σε όλους τους δικαστικούς, “κινδυνεύει λόγω του σωρευτικού αποτελέσματος να εξουθενώσει τα οικονομικά της χώρας με συνέπεια την πρακτική αδυναμία του Κράτους να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του” και δυστυχώς επαληθεύθηκαν πλήρως, διότι μετά μόλις τρία χρόνια το κράτος βρέθηκε σε αδυναμία να αντεπεξέλθει στις δανειακές υποχρεώσεις του και χρεωκόπησε. Να σημειώσω εδώ ότι ασφαλώς ήταν γνωστό στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους που εκπροσώπησε με μέλος του το Δημόσιο στο Μισθοδικείο ότι σύμφωνα με το άρθρο 126 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύοταν δημοσιονομικό έλλειμμα άνω του 3% και αυτό ήταν νομική δέσμευση και όχι απλή πολιτική επιθυμία των κρατών μελών της Ένωσης. Και βεβαίως γνώριζαν επίσης ότι οι δικαστικές απαιτήσεις κινδύνευαν πράγματι να επιρρεάσουν μοιραία το έλλειμμα. Να σημειώσω επίσης ότι ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής στις 17.6.2006 εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι δικαστικές αποφάσεις με αναδρομική ισχύ προκαλούσαν προβλήματα στην εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά δεν έκανε τίποτα. Λοιπόν, ενόψει και αυτού του προφανούς κινδύνου εκτίναξης του ελλείμματος, γιατί δεν ασκήθηκε από το Δημόσιο, από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντα, μια ένσταση που θα είχε τεράστιες πιθανότητες να ευδοκιμήσει και να απορριφθεί η συγκεκριμένη ένδικη αγωγή κατά του Δημοσίου και συνεπώς να απορριφθούν όλες οι 4.500 αγωγές των δικαστικών που εκκρεμούσαν; Το άρθρο 25 του Συντάγματος απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, το ίδιο και το άρθρο 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώματος αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή του οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και άλλωστε παρεμφερώς το άρθρο 17 του Συντάγματος ορίζει ότι τα επί της ιδιοκτησίας δικαιώματα, άρα γενικά τα περιουσιακά δικαιώματα, δεν επιτρέπεται να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Λοιπόν, εδώ κινδύνευαν μετά βεβαιότητος τα οικονομικά του κράτους, όπως προφητικά είπαν οι καθηγητές πανεπιστημίου που μετείχαν στη σύνθεση του Μισθοδικείου, εδώ προσβαλλότανε βάναυσα και η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, διότι σπεκουλάροντας στις υπέρογκες αποδοχές ενός μόνο ατόμου, του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, αξιώνονταν σχεδόν διπλασιασμός των αποδοχών όλων των δικαστικών, συνεπώς η άσκηση του ενδίκου δικαιώματος παραήταν καταχρηστική. Και όμως δεν έγινε τέτοια ένσταση. Γιατί άραγε; Δεν ξέρω. Ξέρω όμως το εξής: Με την αναθεώρηση του 2001 μπήκε στο Σύνταγμα σαν τσόντα, άρθρο 100Α, μια παράλογη διάταξη που εξισώνει τις αποδοχές των μελών του ΝΣΚ με τις δικαστικές αποδοχές. Δηλαδή αν παρέλειπαν αυτές τις ενστάσεις και το Δημόσιο έχανε την δίκη, θα γέμιζαν οι τσέπες των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Δεν θέλω να πιστεύω ότι αυτό ήταν το κίνητρο της παράλειψής τους. Πάντως δεν προβλήθηκε η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ούτε ένσταση του άρθρου 17 του Συντάγματος, το Δημόσιο έχασε τη δίκη και έτσι βγήκαν κερδισμένοι οι νομικοί σύβουλοί του.

    Ακούστε και αυτό, που και να μην το ακούσετε θα είναι το ίδιο, γιατί έτσι κι αλλοιώς δεν υπάρχει καμιά απολύτως περίπτωση να το πιστέψετε, είναι απίστευτο. Επειδή λοιπόν κάποιοι δημοσιογράφοι έκαναν δυσμενή σχόλια για την απόφαση του Μισθοδικείου να δώσει τα αναδρομικά και τις υπέρογκες αυξήσεις στους δικαστικούς, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την με αριθμό 1445/2007 απόφασή του έκρινε ότι για αυτά τα σχόλια πρέπει να καταδικασθεί το Δημόσιο να καταβάλλει σε κάθε δικαστή και κάθε εισαγγελέα από 5000 ευρώ στον καθένα ως χρηματική ικανοποίησή τους λόγω ηθικής βλάβης τους. Δηλαδή το δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε το κράτος να πληρώσει ακριβά στους δικαστικούς μας την ελευθερία του λόγου των δημοσιογράφων και την ελευθερία όλων μας να έχουμε κάποια άποψη για την ελληνική Δικαιοσύνη! Ας δοξάσουμε όμως το θεό που έχουμε δημοκρατία σε αυτή τη χώρα και θα έχουμε πάντα δικαίωμα να κρίνουμε τους πάντες, έστω και αν καμιά φορά κινδυνεύουμε να το πληρώσουμε πολύ ακριβά.

    Άλλο αμάρτημα του Μισθοδικείου: Εντάξει, κήρυξε, όπως είπαμε αντισυνταγματικές τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομίων, δηλαδή την κοινή υπουργική απόφαση που τις καθόρισε. Αλλά ο νόμος 2867/2000 που εξουσιοδοτούσε τους υπουργούς Μεταφορών και Οικονομικών για την έκδοση αυτής της απόφασης, έλεγε ότι μπορούν να καθορίσουν τις αποδοχές “κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις που ισχύουν”, εννοώντας φυσικά διατάξεις τυπικών νόμων και όχι συνταγματικές διατάξεις. Αφού όμως κρίθηκε από το ίδιο το Μισθοδικείο ότι η συγκεκριμένη υπουργική απόφαση παραβίαζε συνταγματικές διατάξεις, την 26, την 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2, αυτό σήμαινε ότι βρισκόταν εξ ορισμού εκτός νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, άρα ήταν παράνομη. Και άρα κατά το νομικό αξίωμα ότι δεν νοείται ισότητα στην παρανομία, δεν μπορούσε αυτή η παράνομη, κατά το Μισθοδικείο, υπουργική απόφαση να επεκταθεί για οποιοδήποτε λόγο και με κανένα τρόπο, θα έλεγα με κανένα νομικό τερτίπι, τάχα αδικοπραξία του νομοθέτη, τάχα το ένα τάχα το άλλο, δεν μπορούσε να επεκταθεί σε οποιαδήποτε κατεύθυνση. Και όμως αυτή η υπουργική απόφαση επεκτάθηκε με την αριθμ. 13/2006 απόφαση του Μισθοδικείου σε όλους τους δικαστικούς με ασύλληπτο δημοσιονομικό κόστος. Υπάρχει πιο σκαστή περίπτωση παρανομίας. Φυσικά όχι. Και όμως αυτήν την απόφαση του Μισθοδικείου, που είναι για τα σκουπίδια της νομικής ιστορίας μας, εξακολουθούν να την έχουν σημαία στην συνδικαλιστική δράση τους οι δικαστικές οργανώσεις. Και όταν τέτοια συμβαίνουν και οι πάντες σιωπούν, δεν πρέπει εγώ να δυναμώσω τη φωνή μου;

    Ο αρχαίος έλληνας συγγραφέας Στοβαίος περισώζει το εξής, που συνέβη στην Ελλάδα, πού αλλού: Δημοκράτης ιδών κλέπτην υπό των ένδεκα απαγόμενον, Άθλιε, έφη, τι γαρ τα μικρά έκλεπτες αλλ΄ ου τα μεγάλα, ίνα και εσύ άλλους απήγες, Δηλαδή, κάποιος Δημοκράτης βλέποντας έναν κλέφτη να τον πηγαίνουν φυλακή συνοδεία, του λέει, Βρε άθλιε, γιατί έκλεβες τα μικρά, ψιλοπράματα και δεν έκλεβες τα μεγάλα, τα εκατομμύρια, διότι τότε θα πήγαινες εσύ τους άλλους φυλακή, εσύ θα ήσουν εξουσία, εσύ θα ήσουν νομοθέτης και δικαστής. Και εντάξει, αυτό είναι υπερβολή, αλλά πάντως είναι και ένδειξη για το τι γινότανε και τότε, στην αρχαία Ελλάδα. Και είναι ένα μυστήριο της ιστορίας το πως ενώ δείχνουμε συχνά και μια τόσο άσχημη πλευρά στον εθνικό χαρακτήρα μας, εντούτοις μεγαλούργησαμε στο παρελθόν, πρώτοι στον πολιτισμό, πρώτοι στη δημοκρατία, πρώτοι παντού, φωτοδότες πάντοτε. Ο Ερντογάν, ένας απολίτιστος άνθρωπος, δεν μπορεί ακόμη να χονέψει την απώλεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τι να πούμε κι εμείς που είμαστε το μόνο έθνος που δημιουργήσαμε και χάσαμε όχι μόνο μια, όπως άλλα έθνη, αλλά δύο αυτοκρατορίες, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Αλλά βέβαια το να νοσταλγείς σήμερα αυτοκρατορίες είναι απάνθρωπο. Οφείλεις να τακτοποιείς τα του οίκου σου και ν΄ αφήνεις τους άλλους λαούς στην ησυχία τους.

    Πρέπει λοιπόν, τακτοποιώντας τα του οίκου μας, να συνεισφέρουμε ο καθένας ό,τι μπορούμε. Προσωπικά, ενόψει της επικείμενης αναθεώρησης του Συντάγματος θα ήθελα να συνεισφέρω μια πρόταση για τη ριζική, κατά τη γνώμη μου, θεραπεία των κακών που περιέγραψα. Δεν χρειάζεται να πω πολλά, δύο λόγια. Πρώτον, Να καταργηθούν οπωσδήποτε τα άρθρα 82 παρ. 2 και 100Α του Συντάγματος ενόψει του ερμηνευτικού εκφυλισμού τους, για να πάψει κάθε αχρείαστη συνταγματική ρύθμιση της μισθολογικής μεταχείρησης των δικαστικών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η Γαλλική Επανάσταση στην αρχή της είχε απαγορεύσει την ερμηνεία των νόμων από τα δικαστήρια, έπρεπε να απευθύνονται στη Βουλή. Αν τα δικαστήρια της Γαλλίας ερμήνευαν τους νόμους όπως ερμήνευσε το δικό μας Μισθοδικείο το άρθρο 82 παρ. 2 του Συντάγματος, σίγουρα οι Γάλλοι θα επανέφεραν την απαγόρευση! Δεύτερο, να καταργηθεί οπωσδήποτε, μα οπωσδήποτε το Ζ Ψήφισμα του 1975 και να εξαλειφθεί κάθε σύνδεση της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές του προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου, για να πάψει να υπάρχει ακόμη και σαν υποψία η θεσμοθετημένη σήμερα μισθολογική αλληλεξάρτηση της δικαστικής, της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, που μεταβλήθηκε σε επικίνδυνο μεταξύ τους αλισβερίσι. Χωρίς αυτές τις δύο συνταγματικές τομές, θα εξακολουθήσουμε να είμαστε ένα επιπόλαιο και αβαθές κράτος, θα χαθεί μια μεγάλη ευκαιρία για την γενικότερη εξυγείανση των θεσμών, κάτι που είναι απαραίτητο για έναν σταθερό βηματισμό προς το μέλλον, να πάμε μπροστά, να περάσουν τα βάσανα, να ξαναβρούμε μιαν υψηλοφροσύνη, και άμποτε να ξαναγίνουμε εκείνη η Ελλάδα που για αιώνες ολόκληρους ο χτύπος της καρδιάς της έδινε ρυθμό στον κόσμο.το νόμο. Το θεμελειώδες σκεπτικό της είναι ότι ο νόμος αυτός παραβιάζει τις διατάξεις του Συντάγματος, 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 και γιαυτό κηρύσσεται αντισυνταγματικός και επομένως ανεφάρμοστος, με συνέπεια, μη εφαρμοζόμενου του νόμου αυτού, να εφαρμόζεται ο προηγούμενος νόμος και οι δικαστικές αποδοχές επανέρχονται εκεί που τις ανύψωσε ο νόμος 3691/2008 που ήταν συνέπεια της αριθμ. 13/2006 απόφασης του Μισθοδικείου. Στην περίπτωση όμως της με αριθμό 13/2006 απόφασης του ίδιου δικαστηρίου, του Μισθοδικείου, ενώ κρίθηκε επίσης ότι και η νομοθεσία που έδωσε τις υπέρογκες αποδοχές στον πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, δηλαδή η Κοινή Υπουργική Απόφαση, παραβιάζει τις ίδιες ακριβώς συνταγματικές διατάξεις, δηλαδή την 26, την 87 παρ. 1 και την 88 παρ. 2, αντί να κηρυχθεί και αυτή η νομοθεσία ανεφάρμοστη ως αντισυνταγματική, το Μισθοδικείο όχι απλά δεν την κήρυξε ανεφάρμοστη αλλά έκρινε ότι έπρεπε να είχε επεκταθεί από το νομοθέτη η εφαρμογή της και στους 6000 δικαστικούς, για την αποκατάσταση της ισοτιμίας των εξουσιών και της δικαστικής ανεξαρτησίας, και αυτό που δεν έκανε ο νομοθέτης το έκανε το ίδιο το Μισθοδικείο, όπως εξήγησα παραπάνω εκτενέστατα, δηλαδή εφάρμοσε την αντισυνταγματική υπουργική απόφαση και σε όλους τους δικαστικούς και τους γέμισε χρήμα. Αυτό είναι απίστευτο. Ενώ υπάρχει απόλυτη ταυτότητα του νομικού λόγου, όπως λέμε οι νομικοί, και στις δύο περιπτώσεις, ενώ δηλαδή κρίθηκε ότι και οι δυό νομοθεσίες και αυτή που προκάλεσε την υπέρογκη αύξηση των δικαστικών αποδοχών και εκείνη που τις περιέκοψε παραβιάζουν τις ίδιες ακριβώς συνταγματικές διατάξεις, αυτές και μόνο, στη δεύτερη περίπτωση ο νόμος κηρύσσεται αντισυνταγματικός και ανεφάρμοστος, ενώ στην πρώτη περίπτωση εφαρμόζεται η επίσης κηρυγμένη αντισυνταγματική νομοθεσία και ανεβάζει στο θεό τις αποδοχές των δικαστικών.

    Αλλά τι να πρωτοπεί κανείς.

    Διότι αναρωτιέται πράγματι κάθε νομικός. Αφού η απόφαση αριθμ. 13/ 2006 του Μισθοδικείου προκάλεσε τόσο βαριές πλην όμως προβλέψιμες συνέπειες στα δημόσια οικονομικά και έγινε στην πράξη όχυμα θεσμοθετημένης διαφθοράς, γιατί οι νομικοί παραστάτες του Δημοσίου σε εκείνη τη δίκη, δηλαδή το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, δεν άσκησε επικουρικά και ως τελευταία γραμμή άμυνας στις παράνομες αξιώσεις των δικαστικών την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος; Πρέπει μάλιστα να σημειώσω εδώ ότι προς τιμή τους οι τρείς καθηγητές πανεπιστημίου, καθηγητές νομικής, που μετείχαν στη σύνθεση του δικαστηρίου, στο Μισθοδικείο, όχι μόνο καταψήφησαν αλλά και διατύπωσαν τη γνώμη ότι η επέκταση των αποδοχών του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων σε όλους τους δικαστικούς, “κινδυνεύει λόγω του σωρευτικού αποτελέσματος να εξουθενώσει τα οικονομικά της χώρας με συνέπεια την πρακτική αδυναμία του Κράτους να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του” και δυστυχώς επαληθεύθηκαν πλήρως, διότι μετά μόλις τρία χρόνια το κράτος βρέθηκε σε αδυναμία να αντεπεξέλθει στις δανειακές υποχρεώσεις του και χρεωκόπησε. Να σημειώσω εδώ ότι ασφαλώς ήταν γνωστό στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους που εκπροσώπησε με μέλος του το Δημόσιο στο Μισθοδικείο ότι σύμφωνα με το άρθρο 126 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύοταν δημοσιονομικό έλλειμμα άνω του 3% και αυτό ήταν νομική δέσμευση και όχι απλή πολιτική επιθυμία των κρατών μελών της Ένωσης. Και βεβαίως γνώριζαν επίσης ότι οι δικαστικές απαιτήσεις κινδύνευαν πράγματι να επιρρεάσουν μοιραία το έλλειμμα. Να σημειώσω επίσης ότι ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής στις 17.6.2006 εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι δικαστικές αποφάσεις με αναδρομική ισχύ προκαλούσαν προβλήματα στην εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά δεν έκανε τίποτα. Λοιπόν, ενόψει και αυτού του προφανούς κινδύνου εκτίναξης του ελλείμματος, γιατί δεν ασκήθηκε από το Δημόσιο, από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντα, μια ένσταση που θα είχε τεράστιες πιθανότητες να ευδοκιμήσει και να απορριφθεί η συγκεκριμένη ένδικη αγωγή κατά του Δημοσίου και συνεπώς να απορριφθούν όλες οι 4.500 αγωγές των δικαστικών που εκκρεμούσαν; Το άρθρο 25 του Συντάγματος απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, το ίδιο και το άρθρο 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώματος αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή του οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και άλλωστε παρεμφερώς το άρθρο 17 του Συντάγματος ορίζει ότι τα επί της ιδιοκτησίας δικαιώματα, άρα γενικά τα περιουσιακά δικαιώματα, δεν επιτρέπεται να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Λοιπόν, εδώ κινδύνευαν μετά βεβαιότητος τα οικονομικά του κράτους, όπως προφητικά είπαν οι καθηγητές πανεπιστημίου που μετείχαν στη σύνθεση του Μισθοδικείου, εδώ προσβαλλότανε βάναυσα και η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, διότι σπεκουλάροντας στις υπέρογκες αποδοχές ενός μόνο ατόμου, του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, αξιώνονταν σχεδόν διπλασιασμός των αποδοχών όλων των δικαστικών, συνεπώς η άσκηση του ενδίκου δικαιώματος παραήταν καταχρηστική. Και όμως δεν έγινε τέτοια ένσταση. Γιατί άραγε; Δεν ξέρω. Ξέρω όμως το εξής: Με την αναθεώρηση του 2001 μπήκε στο Σύνταγμα σαν τσόντα, άρθρο 100Α, μια παράλογη διάταξη που εξισώνει τις αποδοχές των μελών του ΝΣΚ με τις δικαστικές αποδοχές. Δηλαδή αν παρέλειπαν αυτές τις ενστάσεις και το Δημόσιο έχανε την δίκη, θα γέμιζαν οι τσέπες των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Δεν θέλω να πιστεύω ότι αυτό ήταν το κίνητρο της παράλειψής τους. Πάντως δεν προβλήθηκε η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ούτε ένσταση του άρθρου 17 του Συντάγματος, το Δημόσιο έχασε τη δίκη και έτσι βγήκαν κερδισμένοι οι νομικοί σύβουλοί του.

    Ακούστε και αυτό, που και να μην το ακούσετε θα είναι το ίδιο, γιατί έτσι κι αλλοιώς δεν υπάρχει καμιά απολύτως περίπτωση να το πιστέψετε, είναι απίστευτο. Επειδή λοιπόν κάποιοι δημοσιογράφοι έκαναν δυσμενή σχόλια για την απόφαση του Μισθοδικείου να δώσει τα αναδρομικά και τις υπέρογκες αυξήσεις στους δικαστικούς, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την με αριθμό 1445/2007 απόφασή του έκρινε ότι για αυτά τα σχόλια πρέπει να καταδικασθεί το Δημόσιο να καταβάλλει σε κάθε δικαστή και κάθε εισαγγελέα από 5000 ευρώ στον καθένα ως χρηματική ικανοποίησή τους λόγω ηθικής βλάβης τους. Δηλαδή το δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε το κράτος να πληρώσει ακριβά στους δικαστικούς μας την ελευθερία του λόγου των δημοσιογράφων και την ελευθερία όλων μας να έχουμε κάποια άποψη για την ελληνική Δικαιοσύνη! Ας δοξάσουμε όμως το θεό που έχουμε δημοκρατία σε αυτή τη χώρα και θα έχουμε πάντα δικαίωμα να κρίνουμε τους πάντες, έστω και αν καμιά φορά κινδυνεύουμε να το πληρώσουμε πολύ ακριβά.

    Άλλο αμάρτημα του Μισθοδικείου: Εντάξει, κήρυξε, όπως είπαμε αντισυνταγματικές τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομίων, δηλαδή την κοινή υπουργική απόφαση που τις καθόρισε. Αλλά ο νόμος 2867/2000 που εξουσιοδοτούσε τους υπουργούς Μεταφορών και Οικονομικών για την έκδοση αυτής της απόφασης, έλεγε ότι μπορούν να καθορίσουν τις αποδοχές “κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις που ισχύουν”, εννοώντας φυσικά διατάξεις τυπικών νόμων και όχι συνταγματικές διατάξεις. Αφού όμως κρίθηκε από το ίδιο το Μισθοδικείο ότι η συγκεκριμένη υπουργική απόφαση παραβίαζε συνταγματικές διατάξεις, την 26, την 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2, αυτό σήμαινε ότι βρισκόταν εξ ορισμού εκτός νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, άρα ήταν παράνομη. Και άρα κατά το νομικό αξίωμα ότι δεν νοείται ισότητα στην παρανομία, δεν μπορούσε αυτή η παράνομη, κατά το Μισθοδικείο, υπουργική απόφαση να επεκταθεί για οποιοδήποτε λόγο και με κανένα τρόπο, θα έλεγα με κανένα νομικό τερτίπι, τάχα αδικοπραξία του νομοθέτη, τάχα το ένα τάχα το άλλο, δεν μπορούσε να επεκταθεί σε οποιαδήποτε κατεύθυνση. Και όμως αυτή η υπουργική απόφαση επεκτάθηκε με την αριθμ. 13/2006 απόφαση του Μισθοδικείου σε όλους τους δικαστικούς με ασύλληπτο δημοσιονομικό κόστος. Υπάρχει πιο σκαστή περίπτωση παρανομίας. Φυσικά όχι. Και όμως αυτήν την απόφαση του Μισθοδικείου, που είναι για τα σκουπίδια της νομικής ιστορίας μας, εξακολουθούν να την έχουν σημαία στην συνδικαλιστική δράση τους οι δικαστικές οργανώσεις. Και όταν τέτοια συμβαίνουν και οι πάντες σιωπούν, δεν πρέπει εγώ να δυναμώσω τη φωνή μου;

    Ο αρχαίος έλληνας συγγραφέας Στοβαίος περισώζει το εξής, που συνέβη στην Ελλάδα, πού αλλού: Δημοκράτης ιδών κλέπτην υπό των ένδεκα απαγόμενον, Άθλιε, έφη, τι γαρ τα μικρά έκλεπτες αλλ΄ ου τα μεγάλα, ίνα και εσύ άλλους απήγες, Δηλαδή, κάποιος Δημοκράτης βλέποντας έναν κλέφτη να τον πηγαίνουν φυλακή συνοδεία, του λέει, Βρε άθλιε, γιατί έκλεβες τα μικρά, ψιλοπράματα και δεν έκλεβες τα μεγάλα, τα εκατομμύρια, διότι τότε θα πήγαινες εσύ τους άλλους φυλακή, εσύ θα ήσουν εξουσία, εσύ θα ήσουν νομοθέτης και δικαστής. Και εντάξει, αυτό είναι υπερβολή, αλλά πάντως είναι και ένδειξη για το τι γινότανε και τότε, στην αρχαία Ελλάδα. Και είναι ένα μυστήριο της ιστορίας το πως ενώ δείχνουμε συχνά και μια τόσο άσχημη πλευρά στον εθνικό χαρακτήρα μας, εντούτοις μεγαλούργησαμε στο παρελθόν, πρώτοι στον πολιτισμό, πρώτοι στη δημοκρατία, πρώτοι παντού, φωτοδότες πάντοτε. Ο Ερντογάν, ένας απολίτιστος άνθρωπος, δεν μπορεί ακόμη να χονέψει την απώλεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τι να πούμε κι εμείς που είμαστε το μόνο έθνος που δημιουργήσαμε και χάσαμε όχι μόνο μια, όπως άλλα έθνη, αλλά δύο αυτοκρατορίες, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Αλλά βέβαια το να νοσταλγείς σήμερα αυτοκρατορίες είναι απάνθρωπο. Οφείλεις να τακτοποιείς τα του οίκου σου και ν΄ αφήνεις τους άλλους λαούς στην ησυχία τους.

    Πρέπει λοιπόν, τακτοποιώντας τα του οίκου μας, να συνεισφέρουμε ο καθένας ό,τι μπορούμε. Προσωπικά, ενόψει της επικείμενης αναθεώρησης του Συντάγματος θα ήθελα να συνεισφέρω μια πρόταση για τη ριζική, κατά τη γνώμη μου, θεραπεία των κακών που περιέγραψα. Δεν χρειάζεται να πω πολλά, δύο λόγια. Πρώτον, Να καταργηθούν οπωσδήποτε τα άρθρα 82 παρ. 2 και 100Α του Συντάγματος ενόψει του ερμηνευτικού εκφυλισμού τους, για να πάψει κάθε αχρείαστη συνταγματική ρύθμιση της μισθολογικής μεταχείρησης των δικαστικών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η Γαλλική Επανάσταση στην αρχή της είχε απαγορεύσει την ερμηνεία των νόμων από τα δικαστήρια, έπρεπε να απευθύνονται στη Βουλή. Αν τα δικαστήρια της Γαλλίας ερμήνευαν τους νόμους όπως ερμήνευσε το δικό μας Μισθοδικείο το άρθρο 82 παρ. 2 του Συντάγματος, σίγουρα οι Γάλλοι θα επανέφεραν την απαγόρευση! Δεύτερο, να καταργηθεί οπωσδήποτε, μα οπωσδήποτε το Ζ Ψήφισμα του 1975 και να εξαλειφθεί κάθε σύνδεση της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές του προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου, για να πάψει να υπάρχει ακόμη και σαν υποψία η θεσμοθετημένη σήμερα μισθολογική αλληλεξάρτηση της δικαστικής, της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, που μεταβλήθηκε σε επικίνδυνο μεταξύ τους αλισβερίσι. Χωρίς αυτές τις δύο συνταγματικές τομές, θα εξακολουθήσουμε να είμαστε ένα επιπόλαιο και αβαθές κράτος, θα χαθεί μια μεγάλη ευκαιρία για την γενικότερη εξυγείανση των θεσμών, κάτι που είναι απαραίτητο για έναν σταθερό βηματισμό προς το μέλλον, να πάμε μπροστά, να περάσουν τα βάσανα, να ξαναβρούμε μιαν υψηλοφροσύνη, και άμποτε να ξαναγίνουμε εκείνη η Ελλάδα που για αιώνες ολόκληρους ο χτύπος της καρδιάς της έδινε ρυθμό στον κόσμο.

  11. Pingback: Επιτέλους!!! Δικάζεται η ηγεσία του Αρείου Πάγου λόγω ευνοϊκής απόφασης υπέρ του ΥΠΕΞ Ν Κοτζιά! | Ο Άτακτος

  12. Pingback: Η «ΣΤΑΖΙ» ζει στην Ελλάδα σήμερα; | ΒΗΜΑ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.